Η
Ιερά Μονή Ξενοφώντος, η Ξενόφου (κατά τα κατοπινά χρόνια) κείται σε παράλιο,
αλλά αλίμενο τόπο της δυτικής πλευράς της Χερσονήσου, μεταξύ των Μονών
Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος, Ρωσικού.
Σ'
ένα χώρο εδαφολογικά ανώμαλο, λίγα μέτρα από τη θάλασσα, η Μονή οικοδομείται
κατά συνθήκη. Απλώνεται προς βορρά και νότο. Στον εσωτερικό χώρο της Μονής
υπάρχουν δύο καθολικά: το αρχαίο και το νεότερο. Το αρχαίο, με πολλά
παλαιοχριστιανικά σύμβολα διακοσμημένο, κείται στα νότια της Μονής. Τα λοιπά
κτίσματα προς βορρά είναι νεότερες προσθήκες.
Η
Μονή είναι σύγχρονή της Μεγίστης Λαύρας. Στο Βίο του Αγίου Αθανασίου του
Αθωνίτη αναφέρεται «πρεσβύτερος Ξενοφών ηγούμενος ενός των εν τω Όρει
φροντιστηρίων», του οποίου τον αυτάδελφο και συμμοναστή, που έπασχε από
«καρκίνον», θεράπευσε ο Άγιος Αθανάσιος. Ο παραπάνω Ξενοφών είναι ο ιδρυτής της
Μονής και η υπογραφή του κείται σε πολλά έγγραφά του 998-1010. Από τα έγγραφα
αυτά γίνεται φανερό ότι ο Ξενοφών ασκούσε το υπούργημα του γραμματέα της
Σύναξης: «εγράφη η παρούσα ασφάλεια δια χειρός Ξενοφώντος μοναχού και ηγουμένου
μονής του Αγίου Γεωργίου». Ο ηγούμενος της Μονής εκείνης, αλλά και ιδρυτής,
ήταν οσιακή μορφή, γι αυτό, αμέσως μετά την κοίμησή του, καθιερώνεται η νέα
ονομασία της Μονής: Ξενοφώντος. Ο Ξενοφών σύναξε τυπικό και διαθήκη υπέρ της
Μονής, όπως δείχνουν αναφορές εγγράφου του έτους 1083. Σε απόσπασμα της
διαθήκης, στο έγγραφό του 1083, ο Ξενοφών αναφέρεται και στο μύλο που έχτισε
για τις ανάγκες της Μονής, αλλά, κατ' επέκταση, και για τις ανάγκες των λοιπών
πλησιόχωρων μονών: «Εις τον μύλωνα μη ζητείν τι, αλλ' άνευ εξαγίου αλέθειν
πάντας τους ερχομένους, καθώς ο κυρ Ξενοφών και κτίτωρ διετάξατο». Κι άλλο
απόσπασμα: «Την ευλογίαν της μονής οφείλεις παρέχειν κατ' έτος τοις γέρουσι τη
πρώτη εβδομάδι της Τεσσαρακοστής, καθώς ο κυρός Ξενοφών ο κτίτωρ διετάξατο».
Μια σειρά ηγουμένων μετά την κοίμηση του Ξενοφώντα μας είναι γνωστοί: Θεόδωρος
(1018-35), Γρηγόριος (1047), Θεόδωρος δεύτερος (1059-71), Νικόλαος (1076). Στο
διάστημα της ηγουμενίας μεταξύ του Γρηγορίου και του Θεοδώρου πρέπει να
τοποθετηθεί και η ηγουμενία του Γερασίμου.
Κατά
το διάστημα 1078-81, επί βασιλείας Νικηφόρου Βοτανειάτη, έρχεται στη Μονή «ο
μέγιστος δρουγγάριος» (=ναύαρχος) Στέφανος ευνούχος, «ανήρ τ' άλλα τε αγαθός
και της θείας αρετής ακραιφνέστατος ζηλωτής, βρίθων τε πλούτω πολλώ και ουχ
ήττον τοις λοιποίς μεγιστάσι παρά Βασιλέως τετιμημένος». Λοιπόν, αφού
παραιτείται του αξιώματος και «προκρίνει – των άλλων μοναστικών κοινοτήτων –
την εις Άγιον Όρος οίκησιν», εγκαθίσταται στο «ημελημένον παντή και πολλής
δεόμενον επικουρίας» μοναστήρι του Ξενοφώντος. Εδώ κείρεται μοναχός με τ' όνομα
Συμεών. Ο Βοτανειάτης συντρέχει στην καλή πρόθεση του αξιωματούχου του: εκδίδει
ορισμό, χρηματοδοτεί την ανέγερση κτιρίων και προσηλώνει στη Μονή το
«μοναστήριον λεγόμενον του Ιερομνήμονος, ήτοι τα Βορβορού». Ο Συμεών πάλι
πλουτίζει τη Μονή αγοράζοντας σε διάφορα σημεία εντός και εκτός του Αγίου Όρους
κτήματα και οικήματα και πολλά ζώα. Η Μονή ανασυγκροτείται κτιριακά:
ευτρεπίζεται ο ναός, ορθώνεται το κάστρο, σχεδόν στο σύνολό του, και εγείρονται
τα κελλιά των μοναχών. Αλλά, όπως συμβαίνει, κατά κανόνα, με τους μοναχούς
εκείνους που γίνονται ηγούμενοι πριν δοκιμαστούν στην υπακοή, συνέβη και με τον
Συμεών: υπερηφάνεια και εξουδένωση προς τους παλιότερους μοναχούς. Δεν ήταν μόνο
ο Συμεών προκλητικός, αλλά και οι τρις υποτακτικοί του: οι Ευσέβιος, Κάνδιδος,
Ιλαρίων. Έτσι «πλήθος άπαν αθροισθέντες των μοναχών» - η Ξενοφώντος αριθμούσε
55 μοναχούς – τους εδίωξαν από το Όρος. Ο Συμεών καταφεύγει στον αυτοκράτορα,
Αλέξιο το μέγα Κομνηνό (1081-1118), διάδοχό του Βοτανειάτη στη βασιλεία. Ο
Αλέξιος με την τάση που είχε πάντα να υπερασπίζεται κάθε αδικούμενο, ακόμα κι
αν δεν τ' άξιζε, στέλνει γράμμα στον Πρώτο του Όρους Παύλο, με το οποίο ζητούσε
την επανόρθωση του πταίσματος, επισημαίνοντας ότι υπαίτιος του επεισόδιου ήταν
ο ίδιος ο Πρώτος: «οι υπό σε μοναχοί ειδήσει και θελήσει ση ενστάντες εδίωξαν
αυτόν» (το Συμεών). Λοιπόν ότι έγινε πριν, «διορθώσης νυν καλώς». Προς τούτο
στέλνω και αξιωματούχο του παλατιού «εις το τα πάντα τελέσητε καλώς»,
κατακλείοντας γράφει ο Αλέξιος στην επιστολή του. Ο Πρώτος και η Σύναξη
εφαρμόζουν τις βασιλικές εντολές, υφηγούνται όμως στο Συμεών τους αυστηρούς
κανόνες που διέπουν τη μοναχοπολιτεία, ζητώντας την απαρέγκλιτη τήρησή τους:
όχι εξόδους από το Όρος «άνευ συγχωρήσεως του Πρώτου», όχι εισδοχή αγενείων
ούτε θηλυκών ζώων «ουδέ ετέρου ευνούχου».
Στους
επόμενους αιώνες η τύχη της Μονής θα κριθεί από την παράλια θέση της: συνεχείς
πειρατικές κρούσεις θα γίνονται το σοβαρό πρόσκομμα στην πρόοδό της. Κατά το
τέλος του 13ου αιώνα καταστρέφεται από Λατίνους πειρατές. Με την παρέλευση όμως
ενός αιώνα έχει κερδίσει σημαντική θέση μεταξύ των λοιπών Μονών, αφού στο
Γ Τυπικὸ (1393) έρχεται όγδοη με άλλες
17 Μονές να έπονται.
Κατά
την περίοδο της τουρκοκρατίας η Μονή θα τύχει ευεργετικής προστασίας από το
Νεαγκόε (1512-21), που της ορίζει ετήσια επιχορήγηση 2.000 άσπρα. Επίσης ο
Ιωάννης Ματθαίος Basarab (1632-54) χρηματοδοτεί την ιστόρηση του νάρθηκα του
καθολικού και της τράπεζας. Άλλοι, επίσης Βλάχοι, είναι ο Ράδουλος Παΐσιος
(1535-45) κι ο αδελφός του Κωνσταντίνος Βόρνικος και, τέλος, ο Κωνσταντίνος
Brancovan (1688-1714). Ιδιαίτερα μνημονεύεται η δωρεά της σκήτης «Ζδράλης η
Ρόμβας» καθώς και δυό χωριά, που δώρησαν ηγεμόνες στη Ρουμανία.
Κατά
την πορεία της η Μονή συνάντησε και την ερήμωση, κι άλλοτε έχαιρε επί πλήθει
μοναχών. Κατά τον 16ο αιώνα κυριαρχικό στοιχείο στην έμψυχη σύνθεση της Μονής
θα είναι οι Σλάβοι. Κατά το ίδιο διάστημα, συγκεκριμένα προ του 1596, η Μονή
αναγκάζεται, άγνωστο για ποιά αιτία, να πουλήσει μέρος των χειρογράφων της στη
Μονή Ξηροποτάμου, όπως αναφέρεται σε σημείωση: «Το παρόν βιβλίον τυγχάνει της
μονής Ξηροποτάμου, πριαθέν εκ της μονής Ξενοφώντος, συν ετέροις πλείοσι
βιβλίοις».
Τον
επόμενο αιώνα ανοίγεται σε άφρονες δικαστικούς αγώνες με συνέπεια να βρεθεί
μπλεγμένη σε συνδικάτο εβραίων τοκογλύφων της Θεσσαλονίκης, χρωστώντας 15.000
γρόσια. Έτσι, χρεωμένη και διαλυμένη, βρίσκεται κατά τα μέσα του 18ου αιώνα,
προμηνώντας την ελευσόμενη ανασυγκρότησή της. Πραγματικά, οργανώνεται σε
κοινόβιο το 1784, κάνοντας γνωστή τη θεάρεστη πράξη της στο Πατριαρχείο. Ο
πατριάρχης Γαβριήλ Δ στὶς 13 Ιουνίου του
ιδίου έτους εκδίδει το σχετικό σιγίλλιο. Η Ξενοφώντος είναι το πρώτο μοναστήρι
που επιστρέφει στην κοινοβιακή τάξη. Πρώτος ηγούμενος ενθρονίζεται ο ιερομόναχος
Παΐσιος ο Λέσβιος, ένας ρέκτης και λόγιος Καυσοκαλυβίτης ασκητής του κελλιού
Άγιος Θεολόγος, που θ' ανεβάσει τη Μονή σε περιωπή, έχοντας μαζί του και τους
20 μαθητές του. Ο Παΐσιος ζητώντας τη συνδρομή πολλών, και κυρίως του πρώην
μητροπολίτη Σαμακοβίου Φιλοθέου (που θα μείνει και θα καρεί μεγαλόσχημος στη
Μονή) προσθέτει νέα κτίσματα, αποτυπώνοντας τη σφραγίδα του. Του «Παϊσίου
ιερομονάχου Καυσοκαλυβίτου Θεολόγου» (η τελευταία λέξη εννοεί το κελλί κουράς
του), η βιβλιοθήκη με πολλές σπάνιες εκδόσεις, έχει συγχωνευτεί με τα λοιπά
βιβλία της Μονής. Όμως τα βιβλία του Παϊσίου φέρουν την παραπάνω σφραγίδα και
υπογραφή του. Τα πορτραίτα του Παϊσίου και του Φιλοθέου κοσμούν το δυτικό τοίχο
του καθολικού. Η Μονή χάρη στον Παΐσιο, έγινε ζηλευτή. Άλλα 5 μοναστήρια
μομούμενα το παράδειγμά της ανορθώθηκαν. Επί ηγουμενίας Παϊσίου, αρχίζει και η
ανέγερση του νέου μεγάλου καθολικού, χωρητικότητας 2.000 ατόμων, που θα
ολοκληρωθεί μετά μία 30ετια, επί ηγουμενίας του δευτέρου Παϊσίου του Βυζαντίου
(+26-4-1831 σύμφωνα με ενθύμηση στον κώδικα 371, φ. 163β της Μονής Ρωσικού).
Μία μικρής έκτασης πυρκαγιά (24-2-1817), κατά την οποία θα καταστραφούν πολλά
έγγραφα, δεν θα ανακόψει τη ραγδαία ανασυγκρότηση της Μονής. Παράλληλα θα
αυξάνουν αριθμητικά και τα μέλη της αδελφότητας: το 1744 αριθμεί 3-4 μοναχούς.
Το 1808, 59. Το 1880, 80 και το 1903, 130 μοναχούς.
Το
καθολικό του Παϊσίου είναι από τα πιο ευρύχωρα. Το τέμπλο του, μαρμάρινο, έχει
τολμηρές γραμμές, όχι όμως και καλή γλυπτική. Η αγία Τράπεζα είναι ωραιοτάτη,
από μάρμαρο αθωικό και τηνιακό. Αντίθετα, το αρχαίο καθολικό είναι μικρό και
σκοτεινό και συνέχεται με την τράπεζα σε άνισα επίπεδα. Οι τοιχογραφίες του
καθολικού αυτού είναι του 1545 έργο του Κρητικού αγιογράφου Αντωνίου, πλην
έχουν επιζωγραφιστεί κατά τρόπο άτεχνο. Της λιτής και του νάρθηκα οι
αγιογραφίες έχουν εκτελεστεί μετά μία 20ετια, το 1564, από το χρωστήρα
«Θεοφάνους μοναχού τάχα και αγιογράφου» (επιγραφή στο υπέρθυρο του νάρθηκα).
Και οι τοιχογραφίες αυτές, του νάρθηκα, ανακαινίστηκαν «δι αμαθούς αγιογράφου,
όστις παρεμόρφου την μίαν μετά την άλλην εκ των τοιχογραφιών του Θεοφάνους τω
1905». Το τέμπλο, ξυλόγλυπτο, ανήκει στο 17ο αιώνα. Πλάι στο ιερό Βήμα του
αρχαίου καθολικού κείται το αρχαίο μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου,
σύγχρονό του καθολικού. Η τράπεζα της Μονής τοποθετείται απέναντι από το παλιό
καθολικό και είναι ιστορημένη το 1575, με επιζωγραφήσεις. Η φιάλη, από χιακό
κόκκινο μάρμαρο, τοποθετήθηκε το 1901 είναι όμως κατά πολύ παλιότερη. Το
κωδωνοστάσιο, ογκώδες και βαρύ, μοιάζει με πύργο. Χτίστηκε το 1864. κομψό
κτίσμα είναι ο κοιμητηριακός ναός, δυτικά της Μονής.
Γενικά
η μοναστηριακή αρχιτεκτονική, που τοποθέτησε τα κτίρια απρογραμμάτιστα, σ' ένα
έδαφος ανώμαλο, υπερνικάται από το λαμπρό καθολικό, τις γραφικές επάλξεις του
τείχους και τα δύο αιωνόβια κυπαρίσσια, μαζί με τ' άλλα εσπεριδοειδή δέντρα
γύρω από το καθολικό.
Στις
αρχές του 20ου αιώνα τοπικιστικές έριδες τείνουν να οδηγήσουν τη Μονή στο
χείλος παρακμής. Ξεπεράστηκαν όμως όλες εκείνες οι εκτροπές με την έκδοση του
Εσωτερικού Κανονισμού της Μονής, με το άρθρο 4 να ορίζει: «Απαγορεύεται
αυστηρότατα ο φυλετισμός, η φατρία και η διαίρεσις...».
Η
Μονή Ξενοφώντος έχει δύο Καθολικά τιμώμενα στον Άγιο Γεώργιο. Το παλαιότερο
είναι από τα μικρότερά του Αγίου Όρους και ο νάρθηκας του εφάπτεται ουσιαστικά
στην ανατολική πλευρά της Τράπεζας. Οι πολύ ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του
κυρίως ναού είναι του Κρητικού ζωγράφου Αντωνίου και χρονολογούνται το 1544. Οι
τοιχογραφίες του νάρθηκα είναι του 1564 από το ζωγράφο Θεοφάνη συνώνυμου
εκείνου που αγιογράφησε το ΙΜ Σταυρονικήτα. Οι τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα
είναι μεταγενέστερες. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα
επιπεδόγλυφης τεχνικής του 17ου αιώνα με τον πλούσιο φυτικό διάκοσμο.
Το
νεότερο Καθολικό θεμελιώθηκε από το Φιλόθεο το 1817, και περατώθηκε σε είκοσι
χρόνια. Είναι μεγαλοπρεπές, ευρύχωρο και πολύ φωτεινό.
Το
τέμπλο του καθώς και η Τράπεζα του Ιερού Βήματος κατασκευάστηκαν από τηνιακά
και αθωνικά μάρμαρα. Αρχικές τοιχογραφίες δεν υπάρχουν εκτός εκείνων των
νεώτερών του νάρθηκα.
To
καμπαναριό βρίσκεται στον ανώτερο όροφο ενός τετράγωνου πενταόροφου πύργου
βορειοδυτικά του νέου Καθολικού. Κατασκευάστηκε το 1864.
To
περιστύλιο της φιάλης της Μονής Ξενοφώντος χρονολογείται από το 1901 και είναι
από τα νεότερά του Αγίου Όρους. Δεν περιβάλλεται από μαρμάρινα θωράκια. Η
θολωτή οροφή του περιστυλίου είναι εξ ολοκλήρου τοιχογραφημένη. Η φιάλη, που
είναι κατασκευασμένη από ερυθρό μάρμαρο, είναι πολύ παλαιότερη και ανάγεται
στον 11ο αιώνα.
Ο
Κοιμητηριακός ναός βρίσκεται νοτιοδυτικά της Μονής και είναι αφιερωμένος στην
Αγία Τριάδα. Είναι κατασκευασμένος το 1817. Εσωτερικά είναι μονοχώρος,
θολοσκέπαστος και σχηματίζει προς την θάλασσα ανοικτό νάρθηκα.
Η
αυλή περιλαμβάνει το αρχικό της νότιο τμήμα, όπου το παλιό Καθολικό και το
νεότερο βόρειο τμήμα της, αρχών 19ου, όπου το νεώτερο Καθολικό. Είναι
επικληνής, διαμορφώνοντας διαφορετικά επίπεδα και συνολικά πλακοστρωμένη
σχηματίζοντας ακανόνιστο πολύπλευρο με νησίδες δένδρων και καλλωπιστικών φυτών.
Θεωρείται αρκετά ευρύχωρη σε σχέση με άλλες μονές του Αγίου Όρους. Είσοδoς σ αὐτὴ
γίνεται από το νότιο τμήμα με παλιό γραφικό λιθόστρωτο.
H
Τράπεζα βρίσκεται στον πρώτο όροφο της νοτιοδυτικής πτέρυγας. Είναι κατάγραφη
με ωραίες τοιχογραφίες που χρονολογούνται από το 1496 και είναι από τις
παλαιότερες σε τράπεζα του Αγίου Όρους. Η κάτοψή της είναι σχεδόν ορθογώνια, με
κόγχες. Κατά μήκος της μίας πλευράς υπάρχει μία συστοιχία παραθύρων προς τη
θάλασσα. Εν όψει του εορτασμού της χιλιετηρίδας της μονής, η τράπεζα
ανακαινίσθηκε ως προς την ξύλινη οροφή της την επίστρωση του δαπέδου της, τα
κινητά ξύλινα τραπέζια και τους πάγκους. Επίσης συντηρήθηκε και το σύνολο των
τοιχογραφιών της αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητά τους. Ο χώρος μεταξύ Καθολικού
και Τράπεζας είναι επίσης καταγραφος με τοιχογραφίες του 17ου αιώνα.
To
νέο μαγειρείο της Μονής Ξενοφώντος είναι αυτοτελές κτίσμα, τέλους του 14ου
αιώνα. Βρίσκεται ανατολικά της Τράπεζας και σε επαφή μαζί της και έχει πρόσωπο
προς την αυλή της μονής.
To
λαδαριό βρίσκεται ανατολικά της εισόδου, ενώ το δοχειό της βρίσκεται κάτω από
την Τράπεζα.
O
φούρνος βρίσκεται στη νοτιοανατολική παλιά πτέρυγα της Μονής. O παλιός φούρνος
διατηρείται μέχρι και σήμερα ακριβώς δίπλα του.
To
κρασαριό βρίσκεται στο ισόγειο και υπόγειο χώρο της νοτιοδυτικής γωνίας της
μονής.
Οι
πτέρυγες της Μονής Ξενοφώντος, μαζί με τους περιμετρικούς τοίχους σχηματίζουν
τεθλασμένο επτάπλευρο. Ένα τμήμα της δυτικής πτέρυγας, είναι των αρχών του 19ου
αιώνα και αποτελεί την επέκταση του αρχικού πυρήνα της μονής προς βορρά. Η
βορειοδυτική γωνία της είναι του 1802, όπου ήταν το παλιό αρχονταρίκι.
Παράλληλη προς την θάλασσα είναι η νότια πτέρυγά της του 19ου αιώνα η οποία
ανακατασκευάστηκε μετά από πυρκαγιά του 1817, από τον πρώην Μητροπολίτη
Φιλόθεο.
Η
τριώροφη νοτιοανατολική πτέρυγα - επονομαζόμενη των πατέρων - με εσωτερικούς
επάλληλους ξύλινους εξώστες, έχει τη αφετηρία της στον 11ο αιώνα, η οποία
πρόσφατα έχει αποκατασταθεί συνολικά. Στην επέκταση του τείχους υπάρχει
επιγραφή με ένθετους πλίνθους 1799.
Οι
άλλες πλευρές της περιβάλλονται με ψηλά τείχη προστασίας και προσαρτημένα σ αὐτὰ
παρεκκλήσια και βοηθητικά κτίσματα.
Τα
κελλιά των μοναχών της Μονής Ξενοφώντος βρίσκονται στους ορόφους της
νοτιοανατολικής παλαιάς πτέρυγας, καθώς και στους ορόφους της νότιας πτέρυγας η
οποία είναι παράλληλη με τη θάλασσα. Εσωτερικά χαρακτηρίζονται από τις σχετικά
περιορισμένες διαστάσεις τους.
To
ηγουμενείο βρίσκεται στο Βόρειο άκρο της Νοτιοδυτικής πτέρυγας. Εκεί κοντά
βρίσκεται και το Συνοδικό της Μονής το οποίο μάλιστα πρόσφατα αποκαταστάθηκε.
Στη θέση αυτή και τα δύο υπάρχουν από το 1935.
To
αρχονταρίκι βρίσκεται στο νότιο άκρο της μονής κοντά στην είσοδο. Τα δωμάτια
φιλοξενίας καλύπτουv εκατό άτομα.
Η
μονή Ξενοφώντος διαθέτει στις πτέρυγές της εργαστήριο βυζαντινής αγιογραφίας,
βιβλιοδετείο, εκθετήριο ειδών λαϊκής τέχνης, εργαστήριο συντήρησης κειμηλίων,
τοιχογραφιών και δημιουργίας νέων τοιχογραφήσεων, νοσοκομείο, φαρμακείο,
γηροκομείο, οδοντιατρείο, ραφείο, κηροπολαστείο, προσφοριό και πολλούς άλλους
βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους.
To
σκευοφυλάκιο στεγάζεται στη νότια πτέρυγα σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους για
φύλαξη και έκθεση των κειμηλίων της. Περιλαμβάνει πολλά και αξιόλογα κειμήλια
μεταξύ των οποίων σταυρούς με τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, ανάγλυφο εικονίδιο της
Μεταμορφώσεως του 13ου αιώνα σε στεατίτη λίθο, εικόνες, μεταξύ των οποίων η
ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Γεωργίου καθώς και η ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου
Δημητρίου. Επίσης έχει χρυσοκέντητα άμφια, λειτουργικά σκεύη και αντικείμενα.
Σαν
εικονοφυλάκιο λειτουργoύν τα παρεκκλήσια της καθώς και o ειδικά διαμορφωμένος
χώρος του σκευοφυλακίου της. Ήδη διαμορφώθηκε αυτοτελής χώρος στον πρώτο όροφο
του πύργου του κωδωνοστασίου.
H
Μονή διαθέτει αρκετές βυζαντινές εικόνες, μεταξύ των οποίων της Μεταμόρφωσης
του Χριστού, 12ου αιώνα, καθώς και τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου της
Οδηγήτριας, την οποία η παράδοση αναφέρει ότι ήρθε το έτος 1730 από την Μονή
Βατοπεδίου. Επίσης έχει πολλές αξιόλογες μεταβυζαντινές και νεότερες εικόνες
όπως του Τιμίου Προδρόμου, 17ου αιώνα. Τέλος αξίζει να μνημονευθεί το βημόθυρο
του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 16ου αιώνα.
H
αξιόλογη βιβλιοθήκη της Μονής Ξενοφώντος στεγάζεται σε ειδικά διαμορφωμένους
χώρους της νότιας πτέρυγας σε όμορους χώρους του σκευοφυλακίου. Περιέχει 10.000
έντυπα βιβλία, παλαιά έγγραφα, καθώς και περισσότερους από 400 χειρόγραφους
κώδικες, από τους οποίους οκτώ είναι περγαμηνοί, καθώς και τρία ειλητάρια.
Ο
Αρσανάς δεν αποτελεί ξεχωριστό κτίσμα αλλά βρίσκεται ενσωματωμένος στην
νοτιοδυτική γωνία της μονής, λόγω της άμεσης γειτνίασής της με τη θάλασσα.
Στο
ισόγειο-υπόγειο άκρο της δυτικής πτέρυγας της Μονής Ξενοφώντος, όπου υπήρχε
πύργος της μονής με παρεκκλήσι, υπήρχε μεγάλη στέρνα με σύστημα φτερωτής και
λειτουργία νερόμυλου. Στη σχεδιαστική απεικόνιση του 1744, του Ρώσου περιηγητή
Μπάρσκυ προσδιορίζεται η θέση αυτή.
Δυτικά
του αρσανά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, υπάρχει μικρό ψαροσπιτο της μονής
κτισμένο το 1876. Ο όροφός του ήταν χώρος διαμονής και το ισόγειό του
βοηθητικός αποθηκευτικός χώρος. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη του απλωταριά
προς τη θάλασσα.
Νοτιοανατολικά
της Μονής Ξενοφώντος βρίσκεται το μεγάλο και επιβλητικό εργατόσπιτο που στο
ισόγειό του στεγάστηκε και το παλιό ξυλουργείο της μονής. Αποτελεί αξιόλογο
κτίσμα λαϊκής αρχιτεκτονικής, που η αποκατάστασή του επέτρεψε την συνολική
επαναχρήση και αξιοποίησή του σαν εργατόσπιτο και αποθηκευτικό χώρο.
Η
Μονή Ξενοφώντος δε διασώζει -πλην εκείνον του καμπαναριού-κανένα από τους
αμυντικούς της πύργους που στην ιστορική της διαδρομή είχε, όπως ο πύργος που
ανοικοδόμησε ο μέγιστος δουγκάριος Στέφανος, περί το 1080. H κατάργησή τους δεν
σχετίζεται με την επέκταση της μονής Ξενοφώντος τον 19ο αιώνα. Για τον λόγο
αυτό και δεν απεικονίζονται πύργοι στο σχέδιο του περιηγητή Μπάρσκυ το 1774.
H
Μονή Ξενοφώντος έχει εξαρτήματά της, την Σκήτη Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δύο
Κελλιά και τέσσερα Καθίσματα. Στα εξαρτήματά της διαβιούν δεκαπέντε μοναχοί.
Η
Σκήτη Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, καλούμενη και Ξενοφωντινή Σκήτη,συγκροτήθηκε
το 1755 από τον ιερομόναχο Σιλβέστρο και τους γέροντες Εφραίμ και Αγάπιο.
Βρίσκεται ανατολικά της Μονής.Είναι σε μορφή οικισμού με Καλύβες. Η βιβλιοθήκη
της Σκήτης περιέχει 150 έντυπα βιβλία και ορισμένα χειρόγραφα.
Το
συγκρότημα του Κυριακού περιλαμβάνει επίσης Τράπεζα, αρχονταρίκι του 1815 με
χώρους φιλοξενίας. Το Κυριακό της Σκήτης Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που
αποτελεί τον κεντρικό ναό της Σκήτης, ανοικοδομήθηκε το 1755. Ο νάρθηκας του
ανακατασκευάστηκε το 1902. Ο κυρίως ναός είναι τοιχογραφημένος το 1766 από τους
Ηπειρώτες ζωγράφους Κωνσταντίνο και Αθανάσιο όπως αναγράφεται σε σχετική
επιγραφή. Οι τοιχογραφίες εντυπωσιάζουν για την θεματολογία και την τεχνική
τους. Διαθέτει 100 περίπου εικόνες από τις οποίες ξεχωρίζουν η Παναγία η Γλυκοφιλούσα
και η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Στο
Κυριακό φυλάσσονται σε λειψανοθήκες λείψανα αγίων μεταξύ των οποίων του Αγίου
Χαραλάμπους και του Αγίου Μοδέστου.
Η
Ξενοφωντινή Σκήτη αποτελείται από είκοσι εξ καλύβες, από τις οποίες
κατοικούνται οι πέντε. Ορισμένες έχουν λόγω εγκατάλειψής τους πολύ μεγάλα
κτιριολογικά προβλήματα. Όλες οι Καλύβες έχουν προσαρτημένο ναό, καθώς και
μικρή εδαφική έκταση την οποία και καλλιεργούν οι μοναχοί. Οι δέκα περίπου
γέροντες της Σκήτης ασχολούνται με την κηπουρική, μελισσοκομία, και θυμίαμα.
Η
Μονή Ξενοφώντος έχει μεταξύ των εξαρτημάτων της δύο Κελλιά του Αγίου Τρύφωνα
και του Αγίου Νεκταρίου που βρίσκονται στην γεωγραφική της περιοχή, εκτός του
αντιπροσωπείου της του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές. Σ αὐτὰ εγκαταβιώνουν πέντε
μοναχοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου