Τρίτη 13 Μαΐου 2014

+ Ο ΑΓ. ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
          Στη διάρκεια της δισχιλιετούς  ιστορικής πορείας  της Εκκλησίας το μαρτύριο υπήρξε η ουσιαστικότερη έκφραση της  αυτοσυνειδησίας της. Αν εξαιρέσει κανείς τους τρεις πρώτους  χριστιανικούς αιώνες, η περίοδος εκείνη που έχει να παρουσιάσει περισσότερους μάρτυρες είναι η περίοδος της Τουρκοκρατίας. Σ’ αυτήν την ιστορική περίοδο το μαρτύριο βρίσκει την ουσιαστικότερη έκφρασή του στους νεομάρτυρες, που αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της νεοελληνικής μας διάρκειας.

            Μία από τις κυριότερες αφορμές των νέων διωγμών εναντίον των Χριστιανών ήταν και τα επαναστατικά κινήματα των νεομαρτύρων. Ο όρος νεομάρτυρας άρχισε να εμφανίζεται στο Βυζάντιο μετά τις εικονομαχικές  έριδες για να δηλώσει όλους εκείνους που μαρτύρησαν για την τιμή των ιερών κανόνων. Κυρίως όμως, όταν μιλάμε για νεομάρτυρες, εννοούμε εκείνους που υπέστησαν τη σκληρότερη δοκιμασία για τη χριστιανική ομολογία κατά τη χρονική περίοδο από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τον τουρκικό ζυγό.  Οι νεομάρτυρες προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα και ήσαν οι περισσότεροι λαϊκοί, ο αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος.

            Η προσφορά των νεομαρτύρων στο υπόδουλο γένος υπήρξε τεράστια σε βάθος και έκταση. Με τη μαρτυρική θυσία τη ζωής τους ανέκοψαν το κύμα του εξισλαμισμού και αποφεύχθηκε έτσι ο εκτουρκισμός, καθώς στην περίοδο αυτή  θρησκευτικότητα και εθνικισμός είχαν ταυτισθεί. Μένοντας δηλαδή ο χριστιανός σταθερός στην πίστη του διέσωζε ταυτόχρονα και την εθνική του συνείδηση. Οι νεομάρτυρες ήσαν έλληνες και χριστιανοί. Γι’ αυτούς άρνηση της πίστεως σήμαινε άρνηση της Ελλάδος. Και θάνατος για την πίστη σήμαινε προσφορά στον αγώνα για την εθνική ελευθερία. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι νεομάρτυρες έγιναν σύμβολα αντιστάσεως του λαού, στέριωναν την πίστη των ραγιάδων και έδιναν ελπίδες καινούριας ζωής.

            Στο κλίμα αυτό της Τουρκοκρατίας έζησε και μαρτύρησε ένας από τους λαμπρότερους νεομάρτυρες, ο Άγιος Σεραφείμ ο ιερομάρτυς. Αναδείχθηκε ηγούμενος της μονής Κορώνας  και αργότερα Επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου με έδρα το Φανάρι Καρδίτσας (σήμερα επαρχίας της Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων). Γρήγορα έγινε στόχος των Τούρκων που προσπάθησαν με δόλιους τρόπους να τον ενοχοποιήσουν. Η αποτυχημένη επανάσταση στη δυτική Θεσσαλία (1600-16010 του Μητροπολίτη Λάρισας Διονυσίου 2ου , του γνωστού Φιλοσόφου ή “Σκυλοσόφου”, ήταν η αφορμή για να κατηγορηθεί ο επίσκοπος Σεραφείμ ως ύποπτος για συμμετοχή στο κίνημα αυτό. Συνελήφθη ως συνωμότης και υπέστη μεγάλη ψυχολογική και σωματική βία για να αλλαξοπιστήσει, όπως το μαρτύριό του εξιστορείται παρακάτω με βάση τα όσα αναφέρονται στον Μέγα Συναξαριστή του Ματθαίου Λάγγη. Είναι ο πολιούχος άγιος της Καρδίτσας και η μνήμη του τιμάται  στις 4 Δεκεμβρίου. Στην πόλη της Καρδίτσας  τιμάται ιδιαίτερα την Κυριακή των Μυροφόρων.


 Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

    Ο Σεραφείμ, ο Νέος Ιερομάρτυρας του Χριστού, καταγόταν από ένα χωριό της επαρχίας των Αγράφων, που ονομαζόταν Πεζούλα. Σήμερα το χωριό αυτό βρίσκεται στις ακτές της λίμνης Πλαστήρα. Γεννήθηκε από θεοσεβείς γονείς, οι οποίοι ονομάζονταν Σωφρόνιος και Μαρία. Είχε ενάρετη και θεοφιλή ανατροφή. Εισήλθε στο σχολείο των Ιερών Γραμμάτων, τα οποία έμαθε σε μικρό χρονικό διάστημα, επειδή ήταν έξυπνος. Όταν ωρίμασε, αγάπησε τη ζωή των Μοναχών. Αφού μίσησε τον κόσμο και τις απολαύσεις του, πήγε στο Ιερό Μοναστήρι της Υπεραγίας Θεοτόκου της επονομαζόμενης «Κορώνα» και «Κρυερά Βρύσις» και εκεί εκάρη μοναχός. Από τότε δόθηκε στους πνευματικούς αγώνες και μιμούνταν τους εκεί ενάρετους Πατέρες. Συνέλεγε σαν φίλεργη μέλισσα από τον καθένα τα διάφορα άνθη των αρετών και τόσο πολύ πρόκοψε στην κατά Χριστόν ζωή, ώστε κρίθηκε άξιος από τον Προεστώτα του Μοναστηρίου να δεχθεί και το αξίωμα της Ιερωσύνης· καθώς και έγινε.

Μετά από λίγο καιρό, αφού πέθανε ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου, με ψήφο της Εκκλησίας, αναβιβάζεται στον Αρχιεπισκοπικό αυτό θρόνο. Λαμβάνοντας ο Άγιος αυτό το μεγάλο φορτίο της Αρχιερωσύνης, έδωσε περισσότερους αγώνες ποιμαίνοντας σαν αληθινός ποιμένας το ποίμνιό του στις σωτήριες νομές των εντολών του Κυρίου και ποτίζοντας αυτό με τα νάματα της ένθεης διδασκαλίας του και με τα έργα του έγινε τύπος σ’ αυτό κάθε αγαθού. Εκτός από όλες αυτές τις αρετές του, τόση ταπείνωση είχε ο αείμνηστος, ώστε ονόμαζε τον εαυτό του δούλο αχρείο και θεωρούσε, ότι δεν πράττει ποτέ ευάρεστο έργο στο Θεό. Γι’ αυτό επιθυμούσε να αξιωθεί το Μαρτύριο του Χριστού και περί τούτου προσεύχονταν συνέχεια στο Θεό, ο οποίος τον αξίωσε να απολαύσει αυτό που ποθούσε κατά τον εξής τρόπο.

Το 1601 μ.Χ. χρημάτισε Μητροπολίτης Λαρίσης Επίσκοπος κάποιος ονομαζόμενος Διονύσιος, ο οποίος καθώς ήταν κακόγνωμος και κακότροπος, πείσθηκε σε λόγους και υποσχέσεις των Ευρωπαίων και με δαιμονική συνεργασία συνάθροισε μεγάλο πλήθος κινώντας πόλεμο κατά των τότε κρατούντων Τούρκων. Όρμησε στις περιοχές των Ιωαννίνων όπου πολλούς φόνευσε. Άλλοι όμως που δεν υπέμειναν τις καταδρομές του, έφυγαν από αυτούς τους τόπους. Αλλά όμως μετά από λίγο καιρό αφού συνελήφθηκε, έδωσε την πρέπουσα δίκη και σκοτώθηκε ελεεινά από τους Τούρκους, καθώς το επέτρεψε ο Θεός, διότι άσκησε ανάξια το λειτούργημά του. Ο Άγιος Σεραφείμ και όταν ακόμα ζούσε ο Διονύσιος, γνώριζε τη δυστροπία του και απέφευγε όσο μπορούσε τη συναναστροφή του. Περιερχόταν πάντα  στα χωριά της δικής του Επισκοπής και δίδασκε το λαό του Χριστού. Όταν όμως συνελήφθη από τους Τούρκους που βρίσκονταν ακόμη και τώρα σε ταραχή, παρέστη ανάγκη να κατεβεί ο Άγιος στο Φανάρι, επειδή ήταν καιρός να μοιράσει στους εκεί αγάδες τα συνήθη δωρήματα.

Όμως στο Φανάρι ήταν κάποιοι Τούρκοι αγάδες, που φθονούσαν τον Άγιο για την αρετή του, παρασυρόμενοι από το δαίμονα και ζητούσαν την κατάλληλη στιγμή και επιτήδειο τρόπο, ώστε ή να το ρίξουν από το τόσο ύψος της αρετής του στην ασέβεια ή να τον σκοτώσουν. Σκεφτόμενοι την αποστασία του Διονυσίου, όταν είδαν τον Άγιο, άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Και αυτός ήταν μετά τον Διονύσιο και τώρα πώς τόλμησε και ήλθε μπροστά μας, αφού είναι επίβουλος της εξουσίας μας;». Όμως ο Άγιος ακούγοντας αυτά απόρησε και επειδή δεν έφταιγε σε τίποτα νόμιζε ότι τα λένε για κάποιον άλλο. Γι’ αυτό και με θάρρος τους ρώτησε λέγοντας: «Για ποιον λετε αυτά;» Αυτοί του αποκρίθηκαν με θυμό: «Για σένα, αποστάτη και επίβουλε. Να που ήρθες στα χέρια μας. τώρα θέλεις να πάρεις εκείνο το οποίο πρέπει εκτός μόνον αν ίσως θελήσεις να αφήσεις την Πίστη σου και να γίνεις Τούρκος, τότε θέλουμε να σε συγχωρήσουμε και να σε τιμήσουμε μεγαλειωδώς, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο θέλουμε να γνωρίσεις ότι μετανόησες και έγινες ίσος με εμάς».

Όμως ο Άγιος αν και άκουσε αυτά παρ’ ελπίδα και αφού ποθούσε όπως είχε πει να μαρτυρήσει για το Χριστό, δεν δείλιασε καθόλου, αλλά αφού στάθηκε με καθαρό και γαλήνιο  πρόσωπο, τους είπε: «Το ότι εγώ σ’ αυτήν την κατηγορία είμαι τελείως αμέτοχος, όχι μόνο όλοι οι Χριστιανοί το ομολογούν, αλλά και εσείς οι Τούρκοι (εάν θέλετε να φανερώσετε την αλήθεια) το γνωρίζετε καλύτερα. Αυτό όμως το οποίο λετε, να αφήσω την Πίστη μου, για να ελευθερωθώ από το θάνατο, δε θέλω να το καταδεχθώ με κανένα τρόπο, να αφήσω τον γλυκύτατό μου Ιησού, τον Θεό μου και Πλάστη μου, μάλιστα δε τώρα όπου θέλω να πάθω άδικα και γι’ αυτό ελπίζω από το Δεσπότη μου να τύχω και περισσότερης τιμής, την δε τιμή τη δική σας ούτε να την ακούσω δεν καταδέχομαι».

Εκείνοι αφού άκουσαν αυτά και είδαν ότι απέτυχαν στο σκοπό τους, όρμησαν στον Άγιο και αφού έσυραν αυτόν με μεγάλη βία και σκληρότητα, τον έφεραν στον  ηγεμόνα (τον επονομαζόμενο Χαμουζαμπέην) και φώναζαν  κατά του δικαίου και αθώου λέγοντας: «Και αυτός μετά τον καταραμένο Διονύσιο ήταν εχθρός και επίβουλός μας. Γι’ αυτό σκότωσε τον με κακό θάνατο, για να σωφρονιστούν και  οι άλλοι». Αυτά εκείνοι έλεγαν. Όμως ο ηγεμόνας, αφού κάθισε στο θρόνο, παρέστησε τον Άγιο μπροστά του. Πρώτα άρχισε να λέει με τρόπο ήρεμο σ’ αυτόν: «Βλέπω, άνθρωπε, ότι είσαι φρόνιμος και θαυμάζω πως συμφώνησες μ’ εκείνον τον κακό άνθρωπο και δεν ήρθε στο νου σου, ότι θέλετε να βάλετε σε πράξη πράγμα αδύνατο και ολέθριο για τη ζωή σας. Είδες πώς εκείνος ο άνθρωπος χάθηκε με κακό τρόπο. Και εσύ βλέπεις ότι συνελήφθης και κινδυνεύεις να πεθάνεις με ελεεινό και επώδυνο θάνατο. Όμως εγώ, βλέποντας τη φρονιμάδα σου, λέω ότι ως άνθρωπος εξαπατήθηκες και καθώς λυπάμαι να σε σκοτώσω, σε συμβουλεύω να γίνεις Τούρκος. Όταν κάνεις αυτό όχι μόνο τη ζωή σου θέλουμε να σου χαρίσουμε, αλλά και σε μεγάλη τιμή θέλουμε να σε έχουμε για τη φρονιμάδα σου».

Ο δε Άγιος αποκρίθηκε με συντομία και είπε: «Το ότι άδικα υποφέρω και ενώ είμαι αναίτιος, παραδόθηκα σαν υπαίτιος, το γνωρίζεις πολύ καλά. Όμως εγώ την Πίστη μου δεν αρνούμαι, ούτε θέλω να χωριστώ ποτέ από τον γλυκύτατό μου Δεσπότη και Θεό, Ιησού Χριστό, ακόμη κι αν δεκάδες χιλιάδες θανάτους ήθελα να λάβω για το Όνομα του το Άγιο, χαρά και ευφροσύνη θεωρώ αυτό. Γι’ αυτό, ηγεμόνα, χτύπα, σφάξε, κόψε, κάνε ότι ανήκει στην εξουσία σου». Αφού άκουσε αυτά ο δικαστής, δεν έχασε καιρό, αλλά διέταξε να τον δείρουν πολλή ώρα και ανηλεώς να κατακόψουν τη ρίνα του σε λεπτά τεμάχια. Αφού γίνονταν αυτά και ο Άγιος τα υπέφερε σαν να γίνονταν σε ξένο σώμα και ευχαριστούσε και ευλογούσε το Θεό, διέταξε ο εξουσιαστής να τον ρίξουν στη φυλακή και να τον αφήσουν σε τέλεια εγκατάλειψη τελείως, χωρίς να του δώσουν τροφή και νερό, μήπως και μετανοούσε και έκανε το θέλημά τους.

Όμως ο Άγιος ευρισκόμενος στη φυλακή και βλέποντας στον εαυτό του τα στηρίγματα του Χριστού χαιρόταν και ευχαριστούσε το Χριστό, διότι τον αξίωσε να υποφέρει εξαιτίας του Ονόματός  του Άγιου και τον παρακαλούσε να του δώσει υπομονή να τελειώσει το Μαρτύριο. Την επόμενη μέρα, αφού κάθισε πάλι ο άρχοντας στο δικαστικό θρόνο με άμετρη έπαρση, διέταξε και έφεραν τον Άγιο μπροστά του. Άρχισε πάλι να λέει σ’ αυτόν: «Άραγε, Σεραφείμ, σωφρονίστηκες από τη χθεσινή εκπαίδευση, γνώρισες το συμφέρον σου, ώστε να κάνεις εκείνο, το οποίο σου λέω και ως φίλος σε συμβουλεύω ή εξακολουθείς να μένεις ακόμα σ’ εκείνη την κακογνωμία;» Ο δε Άγιος καθισμένος με χαμογελαστό πρόσωπο, είπε: «Έπρεπε, ηγεμόνα, σ’ αυτά να μη σου δώσω καμία απάντηση, διότι, ενώ λες ότι είσαι φίλος μου, εν τούτοις με συμβουλεύεις αυτή την κακή συμβουλή, δηλαδή να αφήσω τον Κύριό μου Ιησού, το δημιουργό και πλάστη μου και να πιστεύσω σ’ ένα θνητό άνθρωπο, αγράμματο, εχθρό και πολέμιο του Χριστού μου».

Αφού είπε αυτά ο Άγιος, ο εξουσιαστής δεν περίμενε να τελειώσει ο Άγιος το λόγο του, αλλά αμέσως διέταξε πάλι και τον έδειραν σφοδρότατα. Έπειτα τέντωσαν τα χέρια και τα πόδια του και έβαλαν πάνω στην κοιλιά του μια μεγάλη πέτρα και ανηλεώς κατέκοβαν και ξέσχιζαν τη σάρκα του. Όμως ο Άγιος, βλέποντας το Πάθος του Δεσπότη Χριστού να γίνεται σ’ αυτόν, χαιρόταν τόσο πολύ, ώστε και αυτοί οι ανηλεείς δήμιοι βλέποντας ότι υπέμενε τόσα βασανιστήρια με ευχαρίστηση και ότι το πρόσωπό του ήταν λαμπρό και ευφραινόμενο, σαν να ήταν σε πλούσιο φαγοπότι κι όχι σε τιμωρία, θαύμαζαν. Βλέποντας ο εξουσιαστής τη σταθερή και αμετάθετη γνώμη του έδωσε την τελευταία απόφαση, να τον σουβλίσουν με ξύλο, ώστε να έχει βίαιο θάνατο.

Όταν έφερναν τον Άγιο στον τόπο της καταδίκης, μια γυναίκα από την Αραβία, που ήταν πιο μαύρη στην ψυχή παρά στο σώμα, καθόταν σε κάποιον τοίχο, έβριζε και κακολογούσε τον Άγιο με αισχρές και άτιμες βρισιές. Ο Άγιος όμως σαν πιστός υπηρέτης του Δεσπότη Χριστού, μιμούμενος και σ’ αυτό το Χριστό, δεν είπε καμιά κατάρα εναντίον της άθεης εκείνης, αλλά μόνο αφού στράφηκε και είδε αυτή με τη χαρωπή εκείνη όψη του αμέσως σαν να βγήκε δύναμη από το ευλογημένο του πρόσωπο και την χτύπησε και σαν θαύμα στράφηκε προς τα πίσω η αναιδής και σκοτεινή εκείνη όψη. Όμοια και το στόμα και τα μάτια της στράφηκαν και έγιναν όμοια με του πατέρα της το διάβολο. Έζησε μ’ εκείνη την πληγή για δεκαπέντε χρόνια, καθώς γινόταν ελεεινό θέαμα σ’ αυτούς που την έβλεπαν. Εκτός του ότι ήταν δύστροπη και δαιμονιώδη και υπέφερε αυτά, δεν άφησε την κακογνωμία της, αλλά με την ίδια δυστροπία διέρρηξε τη μολυσμένη της ψυχή καθώς πήγαινε στον ατιμασμένο, γι’ αυτήν κι όλους τους όμοιους της, τόπο της κολάσεως, όπου απολαμβάνει την πρέπουσα τιμωρία.

Όταν έφθασε ο Άγιος στον τόπο της καταδίκης, τόπος όπου γίνονταν εκείνο τον καιρό οι συναλλαγές (σαν την αγορά), δίπλα στο ευρισκόμενο εκεί κυπαρίσσι και αφού σουβλίστηκε από τους άσπλαχνους, παρέδωσε την ιερή και πανευτυχή ψυχή του στα χέρια του Θεού, νιώθοντας μεγάλη ευχαρίστηση, στις 4 Δεκεμβρίου. Το Άγιο Σώμα του διέταξε ο θηριώδης εκείνος άρχοντας να μείνει στο ξύλο για πολλές μέρες, δήθεν για σωφρονισμό των άλλων. Αλλά αν και έμεινε έτσι πολλές μέρες, δεν έπαθε τίποτα, εξαιτίας της Θείας Χάριτος, απ’ όσα ήταν φυσικό να πάθει σαν νεκρό σώμα. Δηλαδή ούτε πρήστηκε, ούτε δυσοσμούσε, αλλά αντίθετα φαινόταν σαν να ζει και έβγαζε μια ουράνια ευωδία. Αυτό το θαύμαζαν και οι αλλοεθνείς που το έβλεπαν. Οι ευσεβείς χαίρονταν και απέδιδαν μεγάλες ευχαριστίες στο Θεό, για την καλή ομολογία του Αγίου και επειδή στην τελευταία αυτή γενιά τους αξίωσε να δουν εκείνα, τα οποία γνώριζαν εξ ακοής ότι έγιναν στους παλαιούς καιρούς. Αν και ήθελαν να πάρουν αυτό το αθλητικό σώμα για να τους βοηθήσει, δεν μπόρεσαν, επειδή ο εξουσιαστής έβαλε πολλούς φύλακες να το φυλάνε μέρα-νύχτα.

Μετά από κάποιες ημέρες οι τύραννοι έκοψαν την μακάρια κεφαλή του Αγίου και την έφεραν στα Τρίκαλα μαζί με άλλα κεφάλια κακούργων, τα οποία αφού έβαλαν σε κοντάρια, τα έστησαν με τη σειρά όλα να βλέπουν προς τη δύση. Αυτά έκαναν το βράδυ. Το πρωί όμως, ενώ όλα τα κεφάλια των κακούργων ήταν όπως τα έβαλαν, το κεφάλι του Αγίου βρισκόταν να βλέπει στην ανατολή. Αυτό δεν έγινε μια φορά, αλλά για πολλές ημέρες. Σ’ αυτό το διάστημα, στο οποίο γινόταν αυτό το θαύμα, κατ’ οικονομία του Θεού, έτυχε να είναι στα Τρίκαλα, ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, που ονομαζόταν Δούσικο. Αυτός αφού είδε με τα μάτια το θαύμα, συνέλαβε στην καρδιά του τη θέληση και το ζήλο του Θεού, να βρει τρόπο να πάρει το Ιερό και πολύτιμο κεφάλι στο Μοναστήρι του, για να την έχει σ’ αγιασμό και ανεκτίμητο θησαυρό του Μοναστηριού. Αφού συμφώνησε με κάποιον Αλβανό χριστιανό, του υποσχέθηκε να του δώσει πενήντα γρόσια, εάν έβρισκε τρόπο να πάρει το θαυματουργό εκείνο κεφάλι, και να του το φέρει.

Εκείνη την νύχτα λοιπόν, καιροφυλακτούσε ο χριστιανός. Όταν πλέον πλησίαζε να ξημερώσει, αφού είδε ότι οι φύλακες κοιμήθηκαν νικημένοι από την αγρυπνία, πλησίασε όσο μπορούσε προσεκτικότερα και επιχείρησε να κατεβάσει το τίμιο κεφάλι από το ξύλο. Από τη βιασύνη και το φόβο του όμως άφησε το ξύλο, το οποίο πέφτοντας κτύπησε τους φύλακες και τους ξύπνησε. Βλέποντας εκείνοι τον καλό χριστιανό να επιχειρεί αυτή τη θαυμάσια κλοπή, έτρεξαν να τον συλλάβουν. Όμως ο γενναίος εκείνος, από την μια μεριά εξαιτίας του θείου ζήλου κι από την άλλη εξαιτίας των χρημάτων, άρπαξε με τόλμη τον πολύτιμο θησαυρό από τις τρίχες και τον έριξε στους ώμους του και έφυγε όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Οι φύλακες τον κυνηγούσαν με πολλή ορμή από το φόβο και την ντροπή τους. Όμως ο καλός εκείνος χριστιανός, που ήταν πάνω σε μια γέφυρα του Πηνειού, βλέποντας τους φύλακες ότι πλησίαζαν, φοβήθηκε κι έριξε τη θαυμάσια Κάρα στο ποτάμι. Έτσι, οι φύλακες βλέποντας το γεγονός, γύρισαν πίσω άπρακτοι.

Σ’ εκείνο το ποτάμι, σε μεγάλη απόσταση κάτω από τη γέφυρα, κάποιοι ψαράδες είχαν κατασκευάσει φράκτες, για να πιάσουν ψάρια. Καθώς πήγε λοιπόν η πανευτυχής εκείνη κεφαλή στους φράκτες, πιάστηκε από τις τρίχες. Υπήρχαν δύο ψαράδες, ο μεν ένας είχε φύγει για το σπίτι του, ο άλλος δε είχε μείνει τη νύχτα εκείνη να φυλάει τους φράκτες. Καθώς καθόταν ο ψαράς στο στρώμα του και έβλεπε το φράκτη είδε ένα πύρινο στύλο, ο οποίος άρχιζε από το φράκτη κι έφτανε στον ουρανό. Άκουγε θαυμάσιες ψαλμωδίες, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Επειδή φοβήθηκε, βγήκε από το ποτάμι και πήγε να κρυφτεί στο κούφωμα κάποιου δέντρου, μένοντας εκεί όλη τη νύχτα άυπνος. Όταν ξημέρωσε, βγήκε από εκεί και πήγε στα Τρίκαλα και διηγήθηκε στο σύντροφό του το θαύμα.

Την επόμενη μέρα πήγαν και οι δυο να δουν τι συμβαίνει. Ενώ διανυκτέρευαν, είδαν πάλι όμοια τον πύρινο στύλο και άκουσαν τις ψαλμωδίες. Επειδή δεν μπορούσαν να υπομείνουν το φοβερό θαύμα, έφυγαν από εκεί και πήγαν πάλι στο κουφωτό δέντρο. Όταν μπήκαν σ’ αυτό έβλεπαν από την οπή το θαύμα και δεν κοιμήθηκαν όλη την νύχτα από το φόβο τους. Όταν ξημέρωσε, πήγαν να δουν τι ήταν το θαύμα, το οποίο έβλεπαν την νύχτα. Κοιτώντας προς εκείνο το μέρος, στο οποίο είδαν τον πύρινο στύλο, αντίκρισαν τη μαρτυρική και χαριτωμένη κεφαλή μπλεγμένη στο φράκτη. Αφού τη γνώρισαν, χάρηκαν για την εύρεση του πολύτιμου θησαυρού. Αφού την μάζεψαν την έφεραν στον προαναφερθέντα Ηγούμενο. Ο καλότυχος Ηγούμενος βλέποντας την κεφαλή ανασκίρτησε. Αφού πήρε το αξιοθαύμαστο θήραμα, έδωσε σ’ αυτούς τα πενήντα γρόσια, επειδή το βρήκαν.

Μετά από καιρό, όταν έμαθαν οι αδελφοί της Κρυεράς Πηγής την υπόθεση, έστειλαν τον Ηγούμενό τους μαζί με κάποιον προεστό του Νεοχωρίου Παναγιώτη Κωσκολά, να ζητήσουν την ιερή και μαρτυρική Κάρα από το Δούσικο, καθώς ανήκε σ’ αυτούς, επειδή ο Άγιος ήταν συμπολίτης τους. Αναχώρησαν, κατ’ οικονομία Θεού, να βρουν στα Τρίκαλα τον Μητροπολίτη Λάρισας, στον οποίο φανέρωσαν τη γνώμη τους και τον παρακάλεσαν να τους βοηθήσει στο δίκαιο ζήτημά τους. Επειδή ο Μητροπολίτης έκρινε δίκαιο το αίτημά τους, αποφάσισε να πάρουν οι Δουσικιώτες τα πενήντα γρόσια και να δώσουν το θησαυρό, όπως κι έγινε. Ο Ηγούμενος και ο Παναγιώτης Κωσκολάς, αφού πήραν αυτό που ποθούσαν, την έφεραν στο Μοναστήρι της Κρυεράς Πηγής. Κατασκεύασαν αξιοθαύμαστο κιβώτιο, την έβαλαν σ’ αυτό και την απέθεσαν σε τόπο ιερό και επιτήδειο, στον οποίο μένει μέχρι και τώρα σώα, ευωδιάζουσα και κάνοντας άπειρα θαύματα, κάνοντας καλά όλους τους άρρωστους πιστούς που προσέρχονται. Αλλά και στην ολέθρια πανώλη φάνηκε μύριες φορές θαυματουργή, σώζοντας πολλές ευσεβείς περιοχές μέχρι σήμερα από τη δύσκολη αυτή ασθένεια. Μετά από πολλές περιπέτειες η Κάρα του Νεομάρτυρα και εθνομάρτυρα Σεραφείμ βρίσκεται στη Μονή Κορώνης Καρδίτσας, όπου φυλάσσεται ως σήμερα.

  
ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ


Απολυτίκιον Ήχος α! Της ερήμου πολίτης.

Των Αγράφων τον γόνον Φαναρίου τον Πρόεδρον και Μονής Κορώνης το κλέος, Σεραφείμ ευφημήσωμεν· αθλήσας γαρ λαμπρώς υπέρ Χριστού θαυμάτων επομβρίζει δωρεάς και λυτρούται νοσημάτων φθοροποιών τους πίστει ανακράζοντας· δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε θαυματώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
***************

Η ακολουθία του Αγίου Σεραφείμ συγγράφηκε από τον σοφό διδάσκαλο Αναστάσιο Γόρδιο. Τυπώθηκε στη Βενετία το 1790. Επίσης συνέθεσε σ’ αυτόν οκτώηχους Κανόνες καθώς και Προσόμοια και Ιδιόμελα ο αείμνηστος διδάσκαλος Χριστόφορος ο Προδρομίτης, τα οποία τυπώθηκαν μαζί με την Ακολουθία του. Η ακολουθία αυτή εξακολουθεί και σήμερα να είναι σε χρήση και εκδόθηκε για ενδέκατη φορά το 1976 από τον Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος κ. Κλεόπα βάσει της ενάτης έκδοσης που είχε κάνει ο προκάτοχός του Μητροπολίτης Ιεζεκιήλ, το 1931. Επίσης πλήρη ακολουθία συνέθεσε το 1930 και ο μακαριστός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Περιέχει την ακολουθία του μικρού και μεγάλου Εσπερινού, του Όρθρου, των ψαλλομένων στη Θεία Λειτουργία, Παρακλητικό κανόνα και 24 Χαιρετιστήριους οίκους. Πλην των χαιρετιστήριων οίκων, που δημοσιεύονται στην προαναφερόμενη έκδοση της ακολουθίας, είναι ακόμα ανέκδοτος. Ενδεικτικά, αναφέρουμε από την ακολουθία του Αγίου το πρώτο προσόμοιο από τους Αίνους. Ακόμα, και τον πρώτο οίκο των Χαιρετισμών που συνέταξε ο μακαριστός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης:

Ήχος δ’ Έδωκας σημείωσιν.

Ένδυμα εφόρεσας, δικαιοσύνης ως γνήσιος, ιερεύς και γαρ άπαντα, σαυτόν περιέφραξας, αρεταίς πάνταις, ψυχήντε και σώμα, αφιερώσας τω Θεω· αγαλλιάσει δε ως περ Όσιον, φαιδρως αγαλιάσθαί σε, ο Αθλοθέτης πεποίηκεν, Ιεράρχα μακάριε, των Αγγέλων εφάμιλλε.

Α

νθρωπος υπέρ φύσιν, παριδών τα εν κτίσει, εδείχθης Σεραφείμ τη αθλήσει, και τοις της αφθαρσίας θεσμοίς, τα της νεκρώσεως λύεις σύμβολα αφιστάμενος της ύλης και διασώζων τους σοι βοώντας.                   

Χαίρε δι’ ου ο Χριστός υμνείται

Χαίρε δι’ ου ο εχθρός θαμβείται

Χαίρε της ροώδους ουσίας παρέκκλισις

Χαίρε της υϊζούσης σοφίας παρέμφυσις

Χαίρε ύφος δισαντίβλεπτον πολιτείας ακραιφνούς

Χαίρε βάθος δυσεπίβατον μαρτυρίας ευσεβούς

Χαίρε ότι ερρύσθης γεηράς προσπαθείας

Χαίρε ότι εχρίσθης μύρω ιεραρχίας

Χαίρε αστήρ ο νέος της πίστεως

Χαίρε πρηστήρ ματαίας φρονήσεως

Χαίρε δι’ ου ο Βελίαρ οιμώζει

Χαίρε προς ον ευσεβείς εκβοώσι
Χαίροις Σεραφείμ αξιάγαστε.

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

Εκτός όμως από τη βιογραφία και την υμνογραφία, η αγιότητα και η πνευματική καταξίωση του Αγίου Σεραφείμ διαφαίνονται και στις εικονογραφίες του, οι οποίες μάλιστα είναι ποικιλόμορφες.

Πρωταρχικά πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Άγιος Σεραφείμ έχει ανακηρυχθεί πολιούχος Άγιος της Καρδίτσας ως η πνευματική προσωπικότητα, η οποία καθιερώθηκε στην περιοχή με τη θυσία της ζωής του στον αγώνα της επιβίωσης της ορθοδοξίας και του έθνους. Η φήμη του έχει ξεπεράσει τα όρια της περιοχής. Ιδιαίτερα έχει καθιερωθεί στην αντίληψη της Εκκλησίας, αλλά και στα λαϊκά στρώματα, ως ο προστάτης άγιος από τη φοβερή, παλιότερα επιδημία της πανούκλας. Η ιδιότητά του αυτή πέρασε και καθιερώθηκε στην εικονογραφία, όπου απεικονίζεται ο άγιος ως αρχιερέας να πατά την πανούκλα προσωποποιημένη.

 Η παλιότερη γνωστή παράσταση του αγίου Σεραφείμ του νικητή επί της φοβερής αυτής μορφής είναι μια έντυπη έκδοση της Ακολουθίας του, που έγινε στη Βενετία το 1790. Ο Άγιος εικονίζεται καθισμένος σε θρόνο με ψηλό, λυρόσχημο ερεισίνωτο, ευλογεί και κρατεί κλειστό Ευαγγέλιο, ενώ κάτω στο πλακόστρωτο δάπεδο πατάει έναν δαίμονα με φτερά. Γύρω από την κεντρική αυτή παράσταση ιστορούνται σκηνές από το βίο του. Σε δυο μετάλλια στο πάνω μέρος της εικόνας η επιγραφή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ». Αξίζει να αναφερθεί ότι είναι πολλές οι παραστάσεις του αγίου Σεραφείμ μαζί με τον άγιο Βησσαρίωνα, ο οποίος άγιος Βησσαρίωνας καθιερώθηκε κι αυτός να εικονίζεται πατώντας και συντρίβοντας το επάρατο σύμβολο της πανώλης και ο οποίος είναι ο πολιούχος άγιος των Τρικάλων. Παράδειγμα η τοιχογραφία από την Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου στο Γριζάνο Τρικάλων. Μια παρόμοια απεικόνιση υπάρχει στο ναό του Αγίου Νικολάου στο ίδιο χωριό του 19ου αιώνα. Συχνά συναντάμε Θεσσαλούς αγίους, και βέβαια τον άγιο Σεραφείμ δίπλα στον άγιο Μόδεστο Ιεροσολύμων. Οι δυο άγιοι έχουν ένα κοινό γνώρισμα, καθώς ο άγιος Σεραφείμ προστατεύει την υγεία των ανθρώπων και ο άγιος Μόδεστος την υγεία των ζώων.

Τέτοιες απεικονίσεις συναντούμε στον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στο χωριό Πλάτανος Τρικάλων, του 19ου αιώνα, στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στο Ζάρκο, όπου στον νότιο τοίχο του κυρίως ναού παριστάνονται με την ακόλουθη σειρά οι εξής άγιοι: Βησσάριος Λαρίσης, Αχίλλειος Λαρίσης, Μόδεστος Ιεροσολύμων, Ιωάννης ο Ελεήμων, Σεραφείμ Φαναρίου, Αντώνιος ο μέγας και Ευθύμιος. Το τοιχογραφημένο αυτό σύνολο χρονολογείται σύμφωνα με επιγραφή το 1870. Όσον αφορά την απεικόνιση του αγίου Σεραφείμ στην εικονογραφία της Ορθόδοξης παράδοσης παρατηρούμε διάφορες παραλλαγές, διακρίνοντας τους εξής εικονογραφικούς τύπους:

1) Εικονίζεται ως ιεράρχης, ασκεπής να ευλογεί με το δεξί χέρι και με το αριστερό να κρατεί ή να υψώνει Ευαγγέλιο ή να συγκρατεί και με τα δυο του χέρια το Ιερό βιβλίο. Το πιο αξιόλογο σ’ αυτήν την περίπτωση, δηλαδή της απεικόνισής του ως ιεράρχη, είναι ότι όταν παριστάνεται μέσα στο ιερό ή στα βημόθυρα, εκεί τονίζεται περισσότερο η αρχιερατική ιδιότητα του συλλειτουργούντος αγίου και γι’ αυτό δεν πατά την πανώλη.

2) Ένας δεύτερος εικονογραφικός τύπος είναι του αρχιερέα με αρχιερατική στολή και μήτρα στο κεφάλι, να ευλογεί και να κρατεί Ευαγγέλιο, ή να βρίσκεται σε στάση δέησης, όπως στις παραστάσεις από τη Μονή Δουσίκου. Ο άγιος στον τύπο του αρχιερέα παριστάνεται μετωπικός και ολόσωμος καθισμένος σε θρόνο με ψηλό ερεισίνωτο και κυλινδρικό μαξιλάρι, που είναι σχεδιασμένος με επιμέλεια στις λεπτομέρειες. Ο άγιος φορεί σάκκο με κοκκιδωτή διακόσμηση, στιχάριο, ωμοφόριο με σταυρούς και πολυτελή μήτρα στο κεφάλι. Ευλογεί με το δεξί χέρι, με το οποίο συγκρατεί και την πατερίτσα και με το αριστερό στηρίζει κλειστό Ευαγγέλιο στον μηρό του. Το επιγονάτιο καθώς και η στάχωση του Ευαγγελίου έχουν το ίδιο κόσμημα στην κύρια όψη τους.

3)Η ιδιότητα του αγίου ως προστάτη και θεραπευτή της πανώλης αποτελεί μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή εικονογραφική ομάδα, που συναντάται μέσα στις χαλκογραφίες, και η οποίο με την έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί ως σήμερα δεν έχει εντοπιστεί σε τοιχογραφίες ή εικόνες των ναών της περιοχής των Τρικάλων. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τη χαλκογραφία από την Τήνο του έτους 1864, έργο του χαράκτη Φραγκίσκου Δεσίπρη· πρόκειται για παραλλαγή του κεντρικού θέματος της χαλκογραφίας του 1818 του αγιορείτη χαράκτη Θεοφύλακτου μοναχού. Ο άγιος Σεραφείμ πατά με τα δυο του πόδια πάνω σ’ ένα ανθρωπόμορφο γυμνό τέρας, που κείται ξαπλωμένο στο πλακόστρωτο δάπεδο και θα πρέπει να είναι η προσωποποιημένη μορφή της πανούκλας· έχει κέρατα, φτερά στους ώμους, χέρια και πόδια αρπακτικού και βλέμμα φοβερό. Σε δυο μετάλλια εκατέρωθεν του κεφαλιού του αγίου υπάρχουν συμπιλήματα με το όνομά του:

«Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ»

Οι σκηνές του βίου του, που δείχνουν το μαρτύριό του και τα θαύματά του είναι συνολικά δεκαέξι. Πρόκειται για χαλκογραφίες. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η χαλκογραφία του Θεοφύλακτου, που έγινε το 1818 στο Άγιο Όρος. Η εικόνα χωρίζεται σε θέματα λογικά σε δυο ενότητες. Η πρώτη αναπαριστάνει τον άγιο σε θρόνο να πατά την πανούκλα και η δεύτερη τις παραστάσεις του βίου που περιβάλλουν την πρώτη.

Τέλος, από τα χαρακτηριστικά του αγίου ξεχωρίζουν η εκφραστικότητα του προσώπου του, η λίγο γαμψή μύτη και το κυριότερο από όλα το σχήμα της γενειάδας του, που ποικίλλει στο μήκος και στον όγκο. Αυτό το βλέπουμε στην τοιχογραφία της Μονής Δουσίκου, όπου ο άγιος φέρει πεπλατυσμένη γενειάδα, ενώ σε άλλες εικονίζεται οξυγενής.

             Ο Άγιος Σεραφείμ συνιστά μία από τις λαμπρότερες μορφές της νεότερης εκκλησιαστικής μας ιστορίας.  Με τη σεπτή βιοτή του , την άριστη ποίμανση του λογικού ποιμνίου που  ο Θεός του όρισε να ποιμάνει και – το κυριότερο – με την άθλησή του αναδείχθηκε σελασφόρος  μέγας αστήρ  του στερεώματος της πίστεώς μας.

            Γι΄ αυτό από τους  πρώτους χρόνους κιόλας  του μαρτυρίου του καθιερώθηκε  στον πιστό λαό ως άγιος. Καθολική ήταν η συνείδηση του λαού ότι ο Νεομάρτυρας αυτός βρήκε παρρησία στον Κύριο χάριν του αίματος που έχυσε υπέρ  της αληθείας. Έτσι γρήγορα άρχισαν να εικονογραφούν εικόνες του, να τιμούν την αγία κάρα του που πιστοποιούσε την αγιότητά του με την εκπομπή άρρητης ευωδίας και να ανεγείρουν αργότερα ναούς στο όνομά του, αλλά και να συντάσσουν υμνογραφικά κείμενα για τις σχετικές ακολουθίες.

            Την πίστη αυτή  ενίσχυσε και η σωρεία των θαυμάτων που ο Άγιος τέλεσε και συνεχίζει αδιάλειπτα να τελεί σε όσους προσέρχονται με πίστη στην Εικόνα του ή στο Άγιο Λείψανό του. Τα θαύματα αυτά έχουν καταγραφεί στη Μονή της μετανοίας του, δηλαδή την Ιερά Μονή  Κορώνας των Αγράφων, όπου και φυλάσσεται η τιμία Κάρα του.
 http://agathan.wordpress.com
 

+ Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ ὁ Νεοϊερομάρτυρας





 
Οἱ γονεῖς τοῦ λέγονταν Γεώργιος καὶ Μαγδαληνὴ Χασάπη ἢ Ὀρουντιώτη, ἐπειδὴ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὁροῦντα καὶ ἀπέκτησαν συνολικὰ 13 παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία ἐπέζησαν τελικὰ τὰ 10, 7 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια. Ἡ πολυμελὴς καὶ εὐλογημένη αὐτὴ οἰκογένεια ἔμενε σὲ ἰδιόκτητο σπίτι στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἦταν ἀρκετὰ εὔπορη. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου εἶχε δικό του πανδοχεῖο καὶ φοῦρνο, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ ἀπασχολεῖτο στὸ σπίτι καὶ στὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν.

+ Ο ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ

ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ ΚΑΤΑΓΩΓΗ - ΜΟΡΦΩΣΗ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ. 
Ο θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικης Θράκης, από πτωχούς γονεις, τον Κωνσταντινο, που ασκουσε το επάγγελμα του μικροπωλητου και τη Σμαραγδή. Ηταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικρας ηλικίας ηταν πιστος και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικης μοναχικης ζωης. Αφου τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν ειχε τη δύναμη ο πατέρας του, ειτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν ειχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονεις του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκουσε δεν ηταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργουσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεου. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον εβεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».

 ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ. Στην απαλή ηλικία των 12 ετων αντιμετωπίζει τον μέγα τουτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεου είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκει, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερων πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρωτα πηγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικης δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινης μουσικης.

ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ. Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονεις του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887, σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφου προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβα και γίνεται αδελφός αυτης.
ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ. Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 Μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικου σχήματος, το 1894 αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονης στο Άγιον Όρος για να ασκηθει στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, εις την αγιογραφία, προφανως να ειδικευθει στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ι. Μ. Χοτζεβα και το 1902 προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελει επί ένα έτος (1906) εφημέριος της Θεολογικης Σχολης του Τιμίου Σταυρου, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνων και πάσης Ελλάδος.

Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνων, αποφαινομενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθει και αναγνωρισθει η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβα και ασχολειται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας. ΕΠΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Το 1916, ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονης στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη από πνευματικὴ καρποφορία. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου - όπου ζουσε «ως υψιπέτης αετός» τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό - διότι οι Άραβες πολεμουσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητει νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφης του, φαίνεται ότι μετέβη στη νησο Πάτμο. Αφου παραμένει εκει επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ΄όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα. ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ. Στην Αθήνα συναντα υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου, ο οποιος τον πληροφορει ότι τον αναζητει. Απ΄αυτό συνάγεται ότι οι δύο άγιοι ειχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονει τον άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρων ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Ειδε τη θεία κοίμησή του, η οποία εβεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεου με τα έκδηλα σημεια του αγίου μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικης χάριτος.

Εις την Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926. Αναχωρει για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντα τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποιος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβει στην Κάλυμνο.

 ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ. Το ίδιο έτος (1926) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα-περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές ειπεν: «μετ΄ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβου τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφει, τελει τα θεια Μυστήρια και τις ιερές Ακολουθίες, εξομολογει, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθα χηρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμουνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλουνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωης τους. Πρόθυμος όταν ζουσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ. Ηταν επιεικής και εύσπλαγχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν την βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον ετάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευωδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνημα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεου, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθει και για το κοιλιακό νόσημα, απαντουσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπουσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατουσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χηρες και τα ορφανά. Η ζωή του ηταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοης. Ενδεικτικό αυτου είναι και η υπακοή του να δεχθει κατά την περίοδο σοβαρας ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ΄εντολή του γέροντά του) τον 15 Αύγουστο κρέας πετεινου. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλους. Ειχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ηταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πραος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.

ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ. Εδόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ηταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948, ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωης του ευρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν εδέχθη ουδένα. Ευρίσκετο πλέον στο στάδιο της ιερας μεταστάσεώς του. Έδωκε τις τελευταιες συμβουλές και εζήτησε την εν Χριστω αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτει επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταιες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ηταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικης πορείας του. Ηταν το κύκνειο ασμα της θεοφιλους ζωης του. Την ώρα εκείνη ολίγες μόνον μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός εγνώρισε τη μετάστασή του και επανηγύριζε. Έτσι, η γη εχάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμεις, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργου, αλλά και με τις πρεσβειες του να αξιωθουμε της Ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.

+ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.Μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.
Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 - 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.
Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ' (1870 - 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.
Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).
Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 - 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 - 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 - 1904 μ.Χ.).
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.
Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.
Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.
Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἐβίωσας, ὡς Ἱεράρχης σοφός, δοξάσας τὸν Κύριον, δι' ἐναρέτου ζωῆς, Νεκτάριε Ὅσιε. Ὅθεν του Παρακλήτου, δοξασθεὶς τῇ δυνάμει, δαίμονας ἀπελαύνεις, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσαι, τους πιστῶς προσιόντας, τοῖς θείοις λειψάνοις σου.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον, καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ. Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος. Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον τοῖς κραυγάζουσι· χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν ταφον σου Σωτὴρ.
Ὡς ἥλιος λαμπρός, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, ἀνέτειλας ἡμῖν, τῇ ὁσίᾳ ζωῇ σου, Νεκτάριε Ὅσιε, καὶ πρὸς δόξαν καὶ αἴνεσιν, πάντας ἤγειρας, Χριστοῦ τοῦ πάντων Δεσπότου, τοῦ σὲ δείξαντος, δεδοξασμένον σε Πάτερ, θαυμάτων δυνάμεσι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, τῆς πολιτείας σου, καὶ τὴν εὐθύτητα, Πάτερ τῶν τρόπων σου, ὡς προσφορὰν πνευματικήν, δεξάμενος ὁ Δεσπότης, ἰαμάτων κρήνην σε, ἐν Αἰγίνῃ ἀνέδειξε, τοῖς πιστῶς προστρέχουσι, τοῖς ἁγίοις λειψάνοις σου, τοῖς νέμουσιν ὀσμὴν οὐρανίαν, πᾶσι καὶ θείαν εὐωδίαν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὀρθοδόξων δογμάτων ἑρμηνευτής, διδαχῶν θεοφθόγγων ὑφηγητής, δεικνύμενος Ὅσιε, Ἱεράρχης ὡς ἔνθεος, τῶν εὐσεβῶν ῥυθμίζεις, ἐνθέως τὸ φρόνημα, πρὸς θεϊκὴν ἀγάπην, καὶ τρίβον σωτήριον. Ὅθεν ἐν Αἰγίνῃ, θεοφρόνως ἐγείρεις, Μονὴν σεπτὴν Ὅσιε, εἰς ψυχῶν περιποίησιν, Θεοφόρε Νεκτάριε· ἐν ᾗ Μοναζουσῶν ἡ πληθύς, τὰ σεπτά σου προσκυνοῦσα λείψανα, εὐλαβῶς ἑορτάζει, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς διανύσας τὸν δρόμον Ὅσιε, θεοπρεπῶς μετετέθης πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ ἁγίων κοινωνὸς ὤφθης Νεκτάριε, μεθ' ὧν πρέσβευε ἀεί, τῷ Παντάνακτι Χριστῷ, δοθῆναι πταισμάτων λύσιν, καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος οὐρανόφρων, ἀνεδείχθης ἐν κόσμῳ, Νεκτάριε Χριστοῦ Ἱεράρχα· ζωὴν γὰρ ὁσίαν διελθών, ἀκέραιος ὅσιος καὶ θεόληπτος, ἐν πᾶσιν ἐχρημάτισας· ἐντεῦθεν παρ' ἡμῶν ἀκούεις.

Χαῖρε δι' οὗ οἱ πιστοὶ ὑψοῦνται,
χαῖρε δι' οὗ ἐχθροὶ θαμβοῦνται.
Χαῖρε τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐφάμιλλος,
χαῖρε Ὀρθοδόξων ὁ θεῖος διδάσκαλος.
Χαῖρε οἶκος ἁγιώτατος ἐνεργείας θεϊκῆς,
χαῖρε βίβλος θεοτύπωτος πολιτείας τῆς καινῆς.
Χαῖρε ὅτι ἀρτίως ἡμιλλήθης Ἁγίοις,
χαῖρε ὅτι ἐμφρόνως ἐχωρίσθης τῆς ὕλης.
Χαῖρε λαμπρὸν τῆς Πίστεως τρόπαιον,
χαῖρε σεπτὸν τῆς χάριτος ὄργανον.
Χαῖρε δι' οὗ Ἐκκλησία χορεύει,
χαῖρε δι' οὗ νῆσος Αἴγινα χαίρει.
Χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

+π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ

Ο νεοφανής άγιος Γεώργιος Καρσλίδης
Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης (το βαπτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος) γεννήθηκε το 1901 στην Αργυρούπολη του Πόντου (Γκιουμούς Χανέ). Ορφάνεψε πολύ μικρός και μεγάλωσε με μοναδική παρηγοριά την καλή και ευσεβή γιαγιά του.

Ο μεγάλος αδελφός του αγίου τον έστελνε να βόσκει πρόβατα και, παρά τη θλίψη της γιαγιάς, τον μάλωνε και τον έδερνε. Και δυστυχώς η γιαγιά κοιμήθηκε όταν ο Θανάσης ήταν μόλις επτά χρονών. Τότε μια γειτόνισσα πήρε υπό την προστασία της τη μικρή αδελφή του αγίου, την Άννα, και την αρραβώνιασε με τον καλό και τίμιο γιο της, με σκοπό να την παντρευτεί όταν θα γινόταν δεκατεσσάρων ετών (συνηθισμένη ηλικία γάμου των κοριτσιών για εκείνη την εποχή). Η Άννα όμως κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, και τρία χρόνια αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι είναι αγία (βλ. παρακάτω). Τα λείψανά της βρίσκονται τώρα στη Σίψα και φυλάσσονται σε ναό μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.

Ακολουθώντας τον παππού, που ήταν χαλκωματάς, η οικογένεια μετακόμισε στο Ερζερούμ και στη συνέχει στον Καύκασο. Μετά το θάνατο του παππού του ο μικρός Αθανάσιος έμεινε πλέον με τον αδελφό του και τη νύφη του. Πληγωμένος όμως από τη συμπεριφορά του αδελφού του, έφυγε από κοντά τους μια χιονισμένη νύχτα. Περιπλανώμενος στην ερημιά, όπου σκεπάστηκε από τα χιόνια, ανακαλύφθηκε από ένα καραβάνι καμηλιέρηδων, οι οποίοι τον πήραν μαζί τους και, μπαίνοντας στην Τουρκία, τον παρέδωσαν σε ένα Τούρκο, για να τον κάνει βοσκό του. Εκείνος όμως δεν ήταν μουσουλμάνος, αλλά κρυπτοχριστιανός και συντηρούσε κρυφά μια εκκλησία κάτω από το σπίτι του.

Μια μέρα ο Αθανάσιος είδε τρεις άντρες να ψέλνουν τόσο ωραία, ώστε έτρεξε προς το μέρος τους. Ένιωσε τόση χαρά και γαλήνη από την παρουσία τους, ώστε άφησε τα ζώα και προχώρησε μαζί τους. Ξαφνικά όμως χάθηκαν. Άρχισε τότε να κλαίει και, γυρίζοντας στο σπίτι, αποκάλυψε στο νοικοκύρη το περιστατικό. Εκείνος τον κατέβασε στην εκκλησία και του έδειξε τις εικόνες, μήπως και τους αναγνωρίσει. Ο νέος τους αναγνώρισε στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών που βρισκόταν στο τέμπλο.

Κατάλαβε τότε ο νοικοκύρης ότι το παιδί αυτό δεν κάνει για βοσκός και τον συνόδευσε στην Τυφλίδα. Εκεί ανακάλυψαν ένα θείο του, που ήταν επίσκοπος, ο οποίος τον αναγνώρισε από το πιστοποιητικό γεννήσεώς του (το μόνο χαρτί που είχε πάρει μαζί του αρχικά φεύγοντας). Έτσι τον πήρε κοντά του. Ο Αθανάσιος εκεί έμαθε τη γεωργιανή γλώσσα.

Το 1917 εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Ζωοδόχου Πηγής (Γεωργία) παίρνοντας το όνομα Συμεών, ενώ όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος ονομάστηκε Γεώργιος, όπως του είχε προείπει ο άγιος Γεώργιος, που τον είχε δει καβαλάρη στην παιδική του ηλικία. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το μοναστήρι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, οι δε μοναχοί, όσοι δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, θανατώθηκαν. Ο άγιος επίσης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα και σώθηκε εκ θαύματος, γιατί οι πρώτες σφαίρες στάθηκαν σε ένα εγκόλπιο με την εικόνα της Παναγίας που φορούσε στο στήθος του, ενώ οι επόμενες, καθώς είχε πέσει κάτω, τον βρήκαν στα πόδια.

Το πρωί φάνηκε ένα αυτοκίνητο με επαναστάτες που μάζεψε όσους είχαν γλιτώσει (έξι τον αριθμό). Παρόλο που τους απείλησαν, τους μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο και, όταν έγιναν καλά, τους άφησαν ελεύθερους. Μετά από λίγο καιρό όμως ο άγιος φυλακίζεται μαζί με άλλους κληρικούς κάτω από άθλιες συνθήκες, από όπου απελευθερώνονται λόγω της επιρροής ενός ευσεβούς Ρώσου, του Ανδρέα Σιμόνωφ, και της γυναίκας του Αρτεμισίας.

Περιπλανώμενος και ταλαιρωπούμενος για λίγα χρόνια, ο Γεώργιος ήρθε στην Ελλάδα το 1929 και το 1930 εγκαταβίωσε στη Δράμα, στο χωριό Ταξιάρχες, όπου, μετά από παράκληση των κατοίκων, του παραχωρήθηκε από τη διεύθυνση Γεωργίας ένα αγροτεμάχιο 5-6 στρεμμάτων. Εκεί, μετά από νέες περιπέτειες, αλλά με τη βοήθεια της τοπικής κοινότητας, ίδρυσε το μοναστήρι της Αναλήψεως του Σωτήρος, όπου και έζησε το υπόλοιπο της επίγειας ζωής του, ώς το 1959.

Λόγω της αρετής του, αλλά και των έντονων αγιοπνευματικών χαρισμάτων του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αναδείχθηκε σε μεγάλο Γέροντα, διδάσκαλο και πνευματικό πατέρα πολλών ανθρώπων.

Ήταν άνθρωπος με βαθιά ανησυχία για την ψυχή των συνανθρώπων του, ευγενής, αφανάτιστος, με υψηλό ήθος, δάσκαλος αγάπης, αυστηρός με την αμετανόητη κακία και την υποκριτική ευσέβεια που συχνά αντιμετώπιζε, αλλά χωρίς σκληρότητα προς τους αμαρτωλούς ή προς εκείνους που εμείς, οι «ακριβοδίκαιοι», θα χαρακτηρίζαμε κακούς ανθρώπους. Ωστόσο, όπως όλοι οι άγιοι, ήταν απαιτητικός σε θέματα ήθους και πίστευε ότι πρέπει να είμαστε αυστηροί με τη συνείδησή μας.

Είναι χαρακτηριστικός ο κανόνας ταπείνωσης που ζητούσε, με πίκρα κι όχι με ηθικιστικό μίσος, από τις μητέρες που είχαν κάνει έκτρωση ή μαίες που είχαν συνεργήσει σε έκτρωση (το αναγνώριζε και τους το αποκάλυπτε ο ίδιος με το διορατικό του χάρισμα): να ζητιανέψουν για εφτά μέρες σε εφτά χωριά (μία μέρα σε κάθε χωριό) και, ό,τι συγκεντρώσουν από τις ελεημοσύνες, να το δώσουν στους φτωχούς.

Διέθετε εξαιρετικά ισχυρό διορατικό και προφητικό χάρισμα. Διέβλεπε την ταυτότητα, το παρελθόν και τις ανάγκες των προσκυνητών του μοναστηριού του, αντιλαμβανόταν γεγονότα από χιλιόμετρα μακριά, ασθενείς θεραπεύονταν μέσω της προσευχής του κ.λ.π., ενώ μαρτυρούνται συγκλονιστικές οπτασίες και επαφές του με ιερά πρόσωπα, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος. Σε περιόδους όπου το μοναστήρι του δεχόταν μεγάλες ομάδες προσκυνητών, που περνούσαν με τη σειρά και ασπάζονταν τον άγιο, παίρνοντας την ευλογία του, συνέβαινε να σταματήσει ο άγιος κάποιον και να τον ρωτήσει: «Εσύ τον φοβάσαι το Θεό;». «Βεβαίως και τον φοβάμαι» απαντούσε κατά κανόνα ο επισκέπτης. «Αν Τον φοβόσουν», έλεγε ο άγιος, «δε θα είχες κάνει αυτό, ή εκείνο» και του αποκάλυπτε σοβαρά αμαρτήματα, αδικίες κατά των συγγενών του ή των ανήμπορων γερόντων του σπιτιού του, ακόμη και κρυφά εγκλήματα.

Ο άγιος ετάφη χωρίς φέρετρο, κατά την τάξη των μοναχών. Στην κηδεία του, μετά από επιθυμία του, οι γυναίκες φορούσαν άσπρα κεφαλομάντηλα. Την ημέρα της κοίμησής του, δύο κυπαρίσσια που βρίσκονταν στην αυλή του μοναστηριού λύγισαν και παρέμειναν λυγισμένα για σαράντα μέρες. Μετά την κοίμησή του έχουν σημειωθεί πλήθος θαύματα και εμφανίσεις του.

Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης εντάχθηκε επίσημα στο ορθόδοξο αγιολόγιο το 2008 και η μνήμη του τιμάται στις 4 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.


Η οσία Άννα η παρθένος, αδελφή του αγίου

Γύρω στο 1910 κοιμήθηκε η Άννα, μια ορφανή παιδούλα κάτω από δεκατεσσάρων ετών, παιδί μιας οικογένειας από την Αργυρούπολη του Πόντου (Γκιουμούς Χανέ), αδελφή του Θανάση, μετέπειτα μοναχού και τελικά αγίου Γεωργίου Καρσλίδη. Τρία χρόνια μετά την κοίμησή της, ένας αγαθός στο νου και την καρδιά Τούρκος, που ζούσε στην πόλη, συνήθιζε να πηγαίνει και να κάθεται σ’ ένα ύψωμα απέναντι στο νεκροταφείο των χριστιανών. Κάποτε, άρχισε να βλέπει κάθε βράδυ ένα φως να βγαίνει από έναν τάφο. Πήρε λοιπόν μια παρέα μουσουλμάνους και πήγαν και διαπίστωσαν από ποιον τάφο έβγαινε το φως: από τον τάφο της μικρής Άννας. Ο ιμάμης της περιοχής ενημέρωσε το χριστιανό επίσκοπο και πήγαν οι χριστιανοί και άνοιξαν τον τάφο.

Τότε είδαν ότι η καρδιά και το δεξί χέρι της μικρής Άννας ήταν άφθαρτα, σκεπασμένα από μια χρυσαφένια σκέπη, και τα υπόλοιπα λείψανά της ήταν κίτρινα, σαν το κερί. Η μικρή Άννα είχε αγιάσει. Ο αρραβωνιαστικός της, παρακινημένος από αυτό το γεγονός, έφυγε στους Αγίους Τόπους, όπου έγινε μοναχός.

Ο αδελφός της Άννας, ο Θανάσης, ζήτησε ένα μέρος των ιερών λειψάνων από τον επίσκοπο του τόπου, βεβαιώνοντάς τον ότι θα γίνει μοναχός και θα τα κρατήσει ως φυλαχτό σε όλη του τη ζωή και θα τα τιμήσει. Τότε ο δεσπότης του έδωσε μέρος της καρδιάς και μετά από χρόνια ο Θανάσης (μοναχός Γεώργιος πλέον) επέστρεψε στην Αργυρούπολη και πήρε και τα υπόλοιπα. Σήμερα τα λείψανα της αγίας Άννας φυλάσσονται στη Σίψα, όπως είπαμε, σε ένα ασημένιο κιβώτιο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
 oodegr.com