Ο αρχιερέας Αγαθάγγελος
Κομανών ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν έξω από την Πελοπόννησο. Ήλθε στην Κόρινθο και μετά την άλωση της
Τριπολιτσάς ο Κορίνθου Κύριλλος του έδωσε άδεια χωροεπισκόπου. Εκτέλεσε χρέη εκκλησιαστικά
και ενήργησε υπέρ του πολέμου παρακινώντας τους κατοίκους στις μάχες.
Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Παγκράτι και από
την γενεά των Λαμπροπούλων. Δίδασκε Ελληνικά στα Μαγούλιανα και ήταν εκεί στην
αρχή της επανάστασης. Χρησίμευσε πολύ υπέρ του ιερού αγώνα, διότι πήρε στα
χέρια τον σταυρό και την σημαία των Μαγουλιανιτών και βγήκε έξω από την
κωμόπολη, διάβασε παράκληση, ευλόγησε τα όπλα και την σημαία, ασπάσθηκε τους
στρατιώτες έναν προς ένα, τους ευχήθηκε, τους εμψύχωσε ομιλώντας τους λόγο
ενθουσιαστικό και φρόντισε για την διατροφή τους.
Ο πρωτοσύγγελος Ιερόθεος
ή Παπά Γιάννης Αθανασόπουλος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Υπηρέτησε την
πατρίδα του στρατιωτικά και πολιτικά. Εστάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη από την
συνάθροιση των κληρικών και των άλλων στην Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων για να
φέρει την είδηση από την εφορεία την Κωνσταντινούπολης περί της ενάρξεως της
επανάστασης και για να μάθει τις οδηγίες τις οποίες είχαν οι έφοροι από την
Αόρατη Αρχή. Πριν επιστρέψει τον πρόλαβε η είδηση στον Σουλτάνο ότι ο Μωριάς
επαναστάτησε και οι Τούρκοι κυνηγούσαν τους Μωραΐτες για να τους εξολοθρεύσουν.
Επέστρεψε και
πήρε τα όπλα και πολέμησε σε πολλές μάχες. Είχε την εκτίμηση όλων και ιδιαίτερα
του πρίγκηπα Υψηλάντη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Καλόγηρος
Αλεβίζος
Ήταν από το Κατσαρό της Μεσσηνίας. Πολέμησε και
αυτός υπό τις διαταγές του Κεφάλα και του Κολοκοτρώνη. Διακρίθηκε στην Τρίπολη
στην μάχη εναντίον του Ιμπραήμ.
Άνθιμος
επίσκοπος Έλους
Ο Άνθιμος
ήταν επίσκοπος Έλους Λακωνίας και αγωνιστής του 1821. Το κατά κόσμον επώνυμό
του ήταν Σκαλιστήρης.
Η καταγωγή του
ήταν από το χωριό Στενό της Τριπολιτσάς. Στην αρχή της επανάστασης έκανε
κήρυγμα στους Έλληνες να είναι τολμηροί και να μην φοβούνται τον θάνατο, εξαγιάζοντας
τον αγώνα και τον θάνατο υπέρ της πατρίδας.
Πήρε μέρος στις
μάχες σαν απλός στρατιώτης.
Διονύσιος
Βελέντσας
Η καταγωγή του
ήταν από το χωριό Μεσορούγι Καλαβρύτων. Ήταν πολύ δραστήριος πριν την
επανάσταση κάνοντας κατήχηση και διαδίδοντας τις ιδέες της Φιλικής Εταιρείας.
Μετά την επανάσταση συνέχισε να παρακινεί και να εμψυχώνει τους Έλληνες. Η
Πελοποννησιακή Γερουσία τον είχε και τον έστελνε σε διάφορες εκκλησιαστικές και
πολιτικές υπηρεσίες. Αυτόν έστειλε στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου να μαζέψει
όλα τα πολύτιμα αργυρά, χρυσά και χάλκινα, πάνω από 100 οκάδες ασήμι για να
πληρωθεί ο Ελληνικός στόλος.
Ήταν
απεσταλμένος της Γερουσίας στην βουλή του Άργους.
Χαριουπόλεως
Βησαρίων
Ο επίσκοπος
Χαριουπόλεως Βησαρίων ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Έδρασε στις
κωμοπόλεις της Καρύταινας ως εκκλησιαστικός και πολιτικός. Παρακίνησε τους
στρατιώτες στον πόλεμο και συμβίβασε τις διενέξεις των κατοίκων στον καιρό του
πολέμου.
Ιωσάφ
Βυζάντιος
Ο προσύγγελος Ιωσάφ
Βυζάντιος ήταν κληρικός, ιεροκήρυκας και αγωνιστής του 1821.
Βρέθηκε πριν από
την επανάσταση στην Πελοπόννησο και δίδασκε Ελληνικά. Κατά την επανάσταση
χρησίμευσε πολύ κηρύττοντας και εμψυχώνοντας τον κόσμο, τρέχοντας στα
στρατόπεδα και ενθουσιάζοντας τους στρατιώτες. Πρόσφερε τις γραφικές του υπηρεσίες
στους οπλαρχηγούς, και μάλιστα στον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη.
Βρέθηκε επίσης
στο Άργος και στο Ναύπλιο και εκφώνησε λόγο ενθουσιαστικό στην Άρεια για την
έφοδο του Ναυπλίου.
Παλαιών
Πατρών Γερμανός Γ΄
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (25 Μαρτίου 1771 -
30 Μαΐου 1826) ήταν Έλληνας ιεράρχης, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών (*) και ένας
από τους πρωταγωνιστές ιεράρχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με
διπλωματική και πολιτική δράση.
Χριστιανουπόλεως
Γερμανός
Ο επίσκοπος της Χριστιανουπόλεως
Γερμανός ήταν ένας από τους ιερωμένους που σχετίζονται με την Ελληνική
επανάσταση του 1821.
Γνώριζε τις
προετοιμασίες για επανάσταση τουλάχιστον από το 1816, αφού με άλλους ιεράρχες
(τον Μονεμβασίας Χρύσανθο, τον Κορίνθου Ζαχαρία, τον Ωλένης Φιλάρετο, τον
Ναυπλίας Γρηγόριο, τον Δημητσάνης Φιλόθεο και τον Ανδρούσης Ιωσήφ)
συγκεντρώθηκαν τότε στην Τρίπολη με το πρόσχημα εκκλησιαστικής υπόθεσης αλλά
στην πραγματικότητα να συσκεφθούν για την μελετώμενη επανάσταση.
Το 1821 πήρε
μέρος στις επαναστατικές συναθροίσεις των Καλαβρύτων και των Πατρών. Κατά τον
Μάρτιο του 1821, πριν την έναρξη της Επανάστασης, φυλακίστηκε στην Τρίπολη
Αρκαδίας όπου είχε προσκληθεί από τις Οθωμανικές Αρχές μαζί με άλλους
προύχοντες και αρχιερείς. Στην φυλακή παρέμεινε δεμένος με χοντρή αλυσίδα από το
λαιμό μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους. Τις συνθήκες κράτησης περιγράφει ο
διάκονος Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος που ήταν επίσης φυλακισμένος και επέζησε. Όταν οι
κρατούμενοι έμαθαν για τη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι ο Χριστιανουπόλεως
έψαλε δοξολογία και ευχήθηκε "είθε αύριο να ακούσομε καλύτερες
ειδήσεις". Την επομένη άρχισαν να ακούγονται γύρω από την Τρίπολη μαζικοί
πυροβολισμοί από σώμα ενόπλων που εκινείτο προς το Βαλτέτσι. Πέθανε περί την 20
Σεπτ. 1821, την ίδια μέρα με τους επισκόπους Ναυπλίου Γρηγόριο, Δημητσάνης
Θεόφιλο, τον Πρωτοσύγγελλο Ανδρούσης Χρύσανθο και άλλους, λόγω των
βασανιστηρίων και των ασθενειών (Ζαφειρόπουλος, σ. 67, 68). Σε λίγες μέρες (23
Σεπτεμβρίου) καταλήφθηκε η Τρίπολη από τους επαναστάτες και ελευθερώθηκαν όσοι
φυλακισμένοι που είχαν επιβιώσει.
Βελίνης
Γεώργιος
Ο ιερέας του
Ναυπλίου Γεώργιος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Χρησίμευσε στην
επανάσταση, τρέχοντας στην πολιορκία του Ναυπλίου και ενθουσιάζοντας τους
πάντες και ιδίως του στρατιώτες με τον απαραδειγμάτιστο ζήλο του.
Δανιήλ
Γεωργόπουλος
Ο ιερέας Δανιήλ
Γεωρόπουλος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από το Ζυγοβύστι. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ιεροκήρυκες.
Κήρυττε τον λόγο του Ευαγγελίου και παρακινούσε τους κατοίκους στον πόλεμο. Αργότερα
διορίστηκε στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών.
Τσιπιανών
Γρηγόριος
Ο ηγούμενος της
μονής των Τσιπιανών Γρηγόριος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Ήταν νέος και
πήγαινε στον πόλεμο, και βρέθηκε και στην θέση Καπνίστρα όταν έκλεισαν τον
καπετάν Δαγρέ οι Τούρκοι στην σπηλιά. Κινδύνεψε πολεμώντας και έχασε τους
συγγενείς του στην μάχη αυτή. Πήρε μέρος και σε άλλες μάχες.
Αγίου
Γεωργίου Δανιήλ
Ο ηγούμενος του κάτω Αγίου Γεωργίου Δανιήλ
ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.Ήταν ενθουσιασμένος υπέρ της επανάστασης.
Είχε νοσοκομείο εντός της μονής του που ήταν απόρθητο φρούριο και θεράπευε τους
ασθενείς στρατιώτες. Βοηθούσε δε και τους άπορους Έλληνες για να παίρνουν μέρος
στις μάχες.
Ορθόδοξος
ιερέας Δανιήλ (1821)
Ο ποιμενάρχης
Τριπόλεως Δανιήλ ήταν Έλληνας κληρικός και αγωνιστής της επανάστασης του
1821.
Η καταγωγή του
ήταν από την Δημητσάνα. Φυλακίστηκε στην Τριπολιτσά και υπέφερε. Αργότερα
ενήργησε ως μεσολαβητής στις συνεχείς διαμάχες μεταξύ των καπεταναίων
Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα και άλλων Καρυτινών και των Δεληγιανναίων, συμβιβάζοντας
τους και αποτρέποντας μεγαλύτερες πολιτικές επιπλοκές και εμφύλιες
αιματοχυσίες.
Δημήτριος
(Καρφοξυλιά)
Ο ιερέας Δημήτριος ήταν κληρικός και
αγωνιστής του 1821.Η καταγωγή του ήταν από την Καρφοξυλιά. Ήταν άριστος στρατιωτικός.
Βρέθηκε στην αρχή της επανάστασης στο Τετέμπεη, όπου και υπηρέτησε υπό τις
διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Βρέθηκε σε όλες τις μάχες και τους πολέμους.
Αρίστευσε σε κάποια μάχη έξω από την Τριπολιτσά και κοντά στον Μύτικα τον μικρό
του Μαρκοβουνίου. Στην μάχη αυτή οι Έλληνες απέδειξαν ότι μπορούν να πολεμήσουν
σε κάμπο εναντίον του ιππικού. Η απόφαση του Δημήτριου έσωσε την μάχη, την
οποία διοικούσε ο Πάνος Κολοκοτρώνης εν απουσία του πατρός του, ο οποίος
Θεόδωρος είχε πάει στο Άστρος για να υποδεχτεί τον πρίγκηπα Δημήτριο Υψηλάντη.
Δημήτριος
(Χρυσοβύτσι)
Ο ιερέας Δημήτριος
ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από το Χρυσοβύτσι. Ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς στρατιωτικούς.
Υπηρέτησε παντού υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τον έιχε στείλει ο
Δράμαλης στον Κολοκοτρώνη με μήνυμα ανακωχής προτείνοντας στον Κολοκοτρώνη να
αφήσει ελεύθερο τον δρόμο της οπισθοχώρησης του Δράμαλη, και γιαυτό ο Δράμαλης
θα του αποζημίωνε όλα τα έξοδα του πολέμου.
Διονύσιος Β΄
Αθηνών
Ο Διονύσιος
Β΄ ήταν επίσκοπος Αθηνών (1820-1823), Φιλικός, που συμμετείχε και ως
αγωνιστής στη Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Ο Διονύσιος
καταγόταν από τη Δημητσάνα και ήταν ανεψιός του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄.
Φέρεται να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Ανέλαβε επίσκοπος Αθηνών το 1820.
Στις 1 Απριλίου του 1821 μαζί με τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και Ταλαντίου
Νεόφυτο ευλόγησε τα όπλα των επαναστατών Ελλήνων στον ναό της Αγίας Παρασκευής
κοντά στη Λιβαδειά. Περί το τέλος του Απριλίου, μετά τον απαγχονισμό του θείου
του, στη προσπάθεια των Ελλήνων να καταλάβουν την Ακρόπολη συμμετείχε ενεργά.
Βλέποντας
όμως τις φιλονικίες που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των οπλαρχηγών της Στερεάς
εισηγήθηκε την ανάληψη της αρχηγίας από ξένο της περιοχής κλίνοντας περισσότερο
υπέρ του Νικηταρά.
Την εποχή
εκείνη η κατοικία του μητροπολίτη της Αθήνας ήταν το μεγάλο οικόπεδο στο οποίο
σήμερα βρίσκεται ο μητροπολιτικός ναός Αθηνών μαζί με την γύρω πλατεία προς την
Ακρόπολη. Εκεί επί Διονυσίου Β΄ μεταφέρθηκε όλη η βιβλιοθήκη της Μονής Καισαριανής.
Όταν δε κατελήφθη η Ακρόπολη μετά την παράδοσή της από τους Τούρκους στις 10
Ιουνίου 1822 στην οικία του μητροπολίτη μεταφέρθηκαν και οι βιβλιοθήκες της
Μονής Πεντέλης καθώς και της Σχολής Ντέκα. Δυστυχώς όμως με την επιστροφή των
Τούρκων η υπέροχη εκείνη βιβλιοθήκη της μητρόπολης Αθηνών καταστράφηκε.
Ο Διονύσιος
Β΄ πέθανε στη Τήνο στις 23 Μαΐου του 1823 από λοιμό.
Διονύσιος,
επίσκοπος Μενδενίτσης
Ο Διονύσιος,
επίσκοπος Μενδενίτσης, ήταν Έλληνας επίσκοπος αγωνιστής του 1821.
Ο Διονύσιος
ήταν εξαιρετικά μορφωμένος κληρικός και το 1810, για λίγο χρονικό διάστημα,
είχε διατελέσει επίσκοπος Σαλώνων. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του
1821, ως επίσκοπος τότε Μενδενίτσης, συντάχθηκε με τους επαναστάτες, ιδιαίτερα
μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ όπου και συμμετείχε ενεργά.
Ειδικότερα
μαζί με τον επίσκοπο Ταλαντίου τον Νεόφυτο (ο μετέπειτα επίσκοπος Αθηνών
Νεόφυτος), και τον Νέγρη συμμετείχαν στη συνέλευση των Σαλώνων όπου και
κατάρτισαν τον "Άρειο Πάγο της Ανατολικής Ελλάδας".
Κυνουρίας
Διονύσιος
Ο ιερέας Διονύσιος
Κυνουρίας ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Ήταν καλός
εκκλησιαστικός και ενάρετος. Τον έστειλε η κυβέρνηση στην Ζάκυνθο για να
εξακριβώσει τις ενέργειες και τα κίνητρα των Ζαφειραίων από μαζί με τον Αρμοστή
του νησιού που διαπραγματεύονταν ιδίας πρωτοβουλίας την παράδοση της Ελλάδας
στην υπεράσπιση της Αγγλίας. Ο Διονύσιος έφερε εις πέρας την αποστολή του
πείθοντας τους Ζαφειραίους ότι οι Έλληνες ήταν σε θέση να τα βγάλουν πέρα στον
αγώνα. Επείσε επίσης τον Αρμοστή να δεχτεί τα γυναικόπαιδα και τους αδύνατους
των Ελλήνων που κατέφευγαν από τα μαχόμενα μέρη.
Ησαΐας
Σαλώνων
Ο Επίσκοπος
Σαλώνων Ησαΐας (1780-1821) ήταν Έλληνας κληρικός, Φιλικός και αγωνιστής του
1821. Ήταν ο πρώτος επίσκοπος που έπεσε μαχόμενος κατά την Ελληνική Επανάσταση
του 1821.
Γεννήθηκε
στη Δεσφίνα Φωκίδος και έμαθε τα πρώτα του γράμματα στα Σάλωνα (Άμφισσα) από
τον καλόγερο Γεράσιμο Λύτσικα. Το 1797 εκάρει μοναχός στη Μονή Τιμίου Προδρόμου
Δεσφίνας και χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Οσίου Λουκά. Μαθήτευσε στα
Γιάννενα, κοντά στον Κοσμά Μπαλάνο και τον Αθανάσιο Ψαλίδα. Προαχθείς γρήγορα
Ηγούμενος, λόγω του νεαρού της ηλικίας, ήγειρε το ενδιαφέρον του από
Αδριανουπόλεως Πατριάρχη Κύριλλου Στ' όπου και τον κάλεσε το 1814 στη
Κωνσταντινούπολη για επιμόρφωση. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Πατριάρχη Γρηγόριο
τον Ε’, αλλά και μυήθηκε στα της Φιλικής Εταιρίας, το 1818. Το ίδιο έτος
χειροτονήθηκε επίσκοπος όπου και ανέλαβε επίσκοπος Σαλώνων, μετά το θάνατο του
Ιωαννικίου. Δύο χρόνια μετά έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας, αναπτύσσοντας
φιλανθρωπική δράση, συγκεντρώνοντας χρήματα και όπλα τα οποία αποθήκευε στα
Σάλωνα.
Τον
Ιανουάριο του 1821 κλήθηκε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη
Γρηγόριο Ε΄. Από την υφιστάμενη αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών γίνεται
καταφανές ότι και οι δύο εργάζονταν από το προηγούμενο έτος για την
προπαρασκευή του Αγώνα χρησιμοποιώντας συμβολικές φράσεις. Κατά τη συνάντηση
αυτή αφού έλαβε συγκεκριμένες οδηγίες για την Πελοπόννησο μετέβη σ΄ αυτή τον
Φεβρουάριο όπου και συνάντησε τους επισκόπους Παλαιών Πατρών Γερμανό, του
Ναυπλίου Γρηγόριο και τον Τριπόλεως Δανιήλ. Στη συνέχεια στις 11 Μαρτίου
αποβιβάστηκε στην Αντίκυρα, επιστρέφοντας στην επισκοπή του και από εκεί στη
Λιβαδειά όπου και συνάντησε τους εκεί ευρισκόμενους επισκόπους Διονύσιο Β΄ των
Αθηνών και τον Νεόφυτο Ταλαντίου. Στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Αθανάσιο
Διάκο, που την εποχή εκείνη έχαιρε της εμπιστοσύνης του τοπαρχη Καρά
Ισμαήλ-μπεη, ενώ ήλθε σε συνεννόηση με τους προκρίτους της περιοχής.
Στις 24
Μαρτίου ο Ησαΐας ευλογεί τα όπλα των ανδρών του Πανουργιά στο Μοναστήρι του
Προφήτη Ηλία. Στις 27 Μαρτίου αρχίζει η πολιορκία του κάστρου των Σαλώνων, από
τους επαναστάτες του Πανουργιά, ενώ στη πόλη συγκροτήθηκε "ελληνική
διοίκηση". Την ίδια ημέρα πραγματοποιείται η επίσημη έναρξη του Αγώνα από
τον Ησαΐα Σαλώνων ορκίζοντας τους επαναστάτες μαζί με τους άλλους δύο
επισκόπους στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, που είχε καταστεί η "Αγία Σοφιά
της Ρούμελης", καθώς και στα μοναστήρια Προδρόμου και Αγίας Παρασκευής
ευλογώντας τα όπλα των συγκεντρωθέντων κατά των Τούρκων αγωνιστών και
ουσιαστικά κηρύσσοντας επίσημα την επανάσταση στη Βοιωτία.
Στη συνέχεια
ο Ησαΐας αφού κατέθεσε τα άμφιά του, συνεργάστηκε με τον Πανουργιά και τους
προεστούς Γιαγτζή, Κοντορρήγα και Κεχαγιά, υψώνοντας τη σημαία της Επανάστασης
στα Σάλωνα. Την επομένη ξεκίνησε η επανάσταση στη Λιβαδειά.
Μετά την
πτώση του Κάστρου της Λιβαδειάς στις 1 Απριλίου και του κάστρου των Σαλώνων
στις 10 Απριλίου (ανήμερα του Πάσχα) στα χέρια των Ελλήνων ο Ησαΐας σπεύδει να
συναντήσει τον Διάκο και τον Δυοβουνιώτη στο Ζητούνι. Συμμετέχοντας στη μάχη
της Αλαμάνας ο Ησαΐας, κρατώντας τον Σταυρό ηγήθηκε των Ελλήνων αγωνιστών, αλλά
στη σύγκρουση με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη στο ύψωμα Χαλκωμάτα,
τραυματίζεται θανάσιμα.
Ο Βαλαωρίτης
ως επίλογο στο τρίτο άσμα του Αιακού βάζει αυτούς τους στίχους:
«... Στ' αγέρι κρεμασμένα ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδίς δυο φώτα
εφάνηκαν στη σκοτεινιά... Κανείς δεν τάχε ανάψει... Κ' ένας που πέρασε απεκεί,
καλόγερος, διαβάτης, κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, στη λάμψη δυο κεφάλια ηύρε που
πλάγιαζαν γλυκά... τώνα του Παπαγιάννη και τάλλο του Δεσπότη του. Γονατιστός
εμπρός τους έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε. Τους έρριξε τρισάγιο τα φίλησε στο μέτωπο
και με το δοκανίκι έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια. Βλογάει το
χώμα τρεις φοραίς... Έκαμε το σταυρό του και χάνεται στην ερημιά... Εσβήστηκαν
τα φώτα»...
Ναυπλίας
Θεοδόσιος
Ο ιερέας
Ναυπλίας Θεοδόσιος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Αρχικά υπηρέτησε
στην πολιορκία της Ναυπλίας και ως έφορος όλης της επαρχίας προμηθεύοντας
πολεμοφόδια και παρακινώντας τους κατοίκους στον ιερό αγώνα. Ήταν πολύ
επιτήδειος στην προμήθεια πολεμοφοδίων και τροφών.
Θεοδώρητος
Βρεσθένης
Ο επίσκοπος
Βρεσθένης Θεοδώρητος (1787 - 23 Απριλίου 1843) ήταν Έλληνας ιερωμένος
και αγωνιστής του 1821.
Γεννήθηκε
στη Στεμνίτσα της Αρκαδίας. Ήταν αφιλοκερδής και άκρως πατριωτικός. Διετέλεσε
επίσκοπος στην επισκοπή Βρεσθένης με έδρα τα Βρέσθενα της Λακωνίας. Υπήρξε από
τους πρώτους μυηθέντες στην Φιλική Εταιρεία και αναδείχθηκε σε έναν από τους
σπουδαιότερους παράγοντες της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πολέμησε στο Βαλτέτσι,
στη Βέρβαινα και στα Δολιανά. Στα Βέρβαινα από τα τέλη Μαρτίου 1821 είχε στηθεί
το πρώτο σταθερό Ελληνικό στρατόπεδο το οποίο ήταν και το κέντρο εφοδιασμού των
επαναστατικών δυνάμεων. Εκεί ο Θεοδώρητος μαζί με τον Κρεββατά, τον επίσκοπο
Έλους Άνθιμο και τον Μαλτζίνης Ιωακείμ είχαν ηγετικό ρόλο. Όπως γράφει ο
Νικητάράς "δεσποτάδες στα Βέρβενα
εδιοικούσανε". Ο Κολοκοτρώνης σε μια επιστολή του προς τον
Θεοδώρητο τον προσφωνεί "καπετάν δεσπότη". Επίσης αναφέρεται ότι αντί
για ράσα φορούσε φουστανέλλα, όπως και ο Παπαφλέσσας και ο Έλους Άνθιμος.
Ένα
περιστατικό από την παρουσία του Θεοδώρητου στις μάχες αναφέρει ο Αμβρόσιος
Φραντζής σχετικά με τη μάχη Βερβένων-Δολιανών της 18 Μαΐου 1821. Σε κάποια
κρίσιμη φάση της μάχης οι Τούρκοι είχαν καταλάβει ένα σημαντικό ύψωμα όπου
έστησαν την ημισέληνο και έβαλαν κατά των Ελλήνων. Τότε δύο Έλληνες
παρουσιάστηκαν στους αρχηγούς του στρατοπέδου και υποσχέθηκαν να φονεύσουν τον
Τούρκο σημαιοφόρο, ζητώντας για αντάλλαγμα φυσέκια και την ευχή του επισκόπου
Βρεσθένης. Πράγματι, σκότωσαν τον σημαιοφόρο και τον βοηθό του, έριξαν την
Τουρκική σημαία και έστησαν την Ελληνική. Οι προληπτικοί Τούρκοι οπισθοχώρησαν
και έχασαν τη μάχη.
Μετά την
άλωση της Τριπολιτσάς ακολούθησε πολιτική σταδιοδρομία. Διετέλεσε πρόεδρος της
Πελοποννησιακής Γερουσίας, αντιπρόεδρος της Β' Εθνοσυνελεύσεως στο Άστρος και
αντιπρόεδρος του Βουλευτικού, μέχρι τον θάνατό του.
Απεβίωσε
στις 23 Απριλίου 1843, εγκαταλελειμμένος στη Μονή Πετράκη των Αθηνών.
Θεοφάνης
Σιατιστεύς
Ο Θεοφάνης
Σιατιστεύς ήταν κληρικός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε
στη Σελίτσα (σημερινή Εράτυρα) της επαρχίας Βοΐου του νομού Κοζάνης.
Συμμετείχε
αρχικά στις επιχειρήσεις της Χαλκιδικής ως γραμματέας του Εμμανουήλ Παπά. Μετά
την αποτυχία της εκεί εξέγερσης, κατευθύνθηκε στη Νότιο Ελλάδα, όπου πήρε μέρος
σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Πήγε στην Πελοπόννησο και αμέσως έλαβε
ενεργητικό μέρος στα γενικά πράγματα, συνάθροισε τους διασκορπισμένους
συμπατριώτες του Μακεδόνες και μη, τους οργάνωνε σε στρατιωτικά σώματα και τους
έστελνε στις μάχες.
Κυρίως
υπηρέτησε στα ναυτικά, αφού έμενε στις Σπέτσες και διατέλεσε για μεγάλο
διάστημα γραμματέας του Σπετσιώτη ναύαρχου Γεώργιου Ανδρούτσου. Ήταν επίσης
δάσκαλος και σύμβουλος της οικογένειας των Μποτσαραίων, οι οποίοι τον
εκτιμούσαν πολύ.
Μετά τη
σύσταση του Ελληνικού Κράτους παρέμεινε στα ελεύθερα εδάφη προσπαθώντας να
βοηθάει τους Μακεδόνες με κάθε τρόπο. Χρημάτισε γραμματέας του νεοσύστατου
Υπουργείου Παιδείας. Όταν ήρθε ο Όθωνας διορίστηκε μέλος της Ιεράς Συνόδου, και
φάνηκε πολύ χρήσιμος στα εκκλησιαστικά πράγματα. Το 1852 εκλέχτηκε μητροπολίτης
της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας.
Πέθανε το
1868.
Πατρών
Θεόφιλος
Ο πρωτοσύγγελος
Πατρών Θεόφιλος ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Υπηρέτησε την
πατρίδα στο πλευρό του πατέρα του, αοιδίμου Παλαιών Πατρών Γερμανού. Συνετέλεσε
από την αρχή του αγώνα πολύ στην ενθάρρυνση των στρατιωτών.
Χειροτονήθηκε
αργότερα αρχιερέας Ακαρνανίας.
Θεοφύλακτος
Θησεύς
Ο Θεοφύλακτος
Θησεύς , (Στρόβολος Λευκωσίας - ), ήταν Κύπριος ιερωμένος , μέλος της
Φιλικής εταιρείας και αγωνιστής της επανάστασης του 1821. Ήταν αδελφός των
επίσης αγωνιστών, Κυπριανός και Νικόλαος.
Το πραγματικό
του όνομα ήταν Θεμιστοκλής και σπούδασε στην Ελβετία . Όταν έγινε ιερωμένος
άλλαξε το όνομα του σε Θεοφύλακτος και έφτασε μέχρι το αξίωμα του αρχιμανδρίτη
ενώ διεκδίκησε και τη θέση του επισκόπου Κερύνειας. Με το ξέσπασμα της
Ελληνικής επανάστασης ξεσήκωνε τον Κυπριακό λαό μοιράζοντας επαναστατικά
φυλλάδια, για την δράση του αυτή αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρώμη και αργότερα
στη Ρωσία διωκόμενος από τους Τούρκους. Το 1824 έφτασε στην Ελλάδα και πήρε
μέρος σε μάχες κυρίως στη Πελοπόννησο όπου έχασε και το αριστερό του χέρι. Με
το τέλος της επανάστασης βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα και το 1833 επέστρεψε στην
Κύπρο , αλλά εκεί κατηγορήθηκε από τους Τούρκους και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1842 εξέδωσε
στην Αθήνα το βιβλίο Οικιακή Οικονομία.
Ιγνάτιος
Αρδαμερίων
Ο Ιγνάτιος
επίσκοπος Αρδαμερίων ήταν αρχιερέας και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή
του ήταν από την Κασσάνδρα Χαλκιδικής. Τον καιρό της επανάστασης υπηρέτησε στα
όπλα, έχοντας μάλιστα και δικό του σώμα στρατιωτών που συντηρούσε από την
ιδιωτική του περιουσία. Έβαλε φωτιά και έκαψε την Μητρόπολη για να δείξει ότι
για να απελευθερωθούν οι Έλληνες έπρεπε να χάσουν τα πάντα και να τα
επανακτήσουν μετά την απελευθέρωση.
Όταν
διαλύθηκε η επανάσταση στην Κασσάνδρα μετέβη στην Πελοπόννησο, στη Μονεμβασία.
Έγινε παράδειγμα αρετής και ακτημοσύνης. Επί της επανάστασης έδινε μαθήματα
Ελληνικών σε φτωχά παιδιά και τους έδινε υποτροφίες.
Επί
κυβέρνησης του Καποδίστρια έπαιρνε σύνταξη 200 φοίνικες, από τα οποία αμέσως
ίδρυσε σχολή. Όταν η κυβέρνηση το έμαθε αύξησε το ποσό και το έκανε 300
φοίνικες, τα οποία ο αρχιερέας επίσης δαπάνησε στην σχολή αυξάνοντας τους
μαθητές.
Επί
αντιβασιλείας διορίστηκε επίσκοπος Γόρτυνας. Αργότερα έγινε συνοδικός και
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και απεβίωσε.
Παροναξίας
Ιερόθεος
Ο επίσκοπος Ιερόθεος
Παροναξίας (Πάρου και Νάξου) ήταν ιερωμένος και αγωνιστής με σημαντική
εθνική δράση στην Επανάσταση του 1821.
Ήταν ένας από
τους 18 αρχιερείς που στην Κωνσταντινούπολη αναγκάστηκαν να υπογράψουν το πρώτο
αφοριστικό κείμενο κατά του Υψηλάντη και της Επανάστασης τον Μάρτιο του 1821
που εστάλη στον επίσκοπο Ουγγροβλαχίας. Διέφυγε από την Κωνσταντινούπολη και
την παρακολούθηση των ανθρώπων του "μποσταντζήμπαση" και ήλθε στην
επαρχία του την Παροναξία. Εκεί έδρασε σαν κεντρική μορφή του αγώνα στις
Κυκλάδες. Εξήγειρε τους κυκλαδίτες στην Επανάσταση, έβγαλε τα ράσα και φόρεσε
ειδική στρατιωτική στολή, στρατολόγησε άνδρες τους οποίους συντηρούσε με δικά
του έξοδα. Έλαβε μέρος στις μάχες της Ακρόπολης των Αθηνών και στην
Πελοπόννησο. Υπήρξε στενός φίλος του Κολοκοτρώνη, λόγος για τον οποίο
περιορίστηκε σε σπίτι του Ναυπλίου όταν ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στο φρούριο.
Παρά τον περιορισμό του φρόντισε να ανοίξουν οπή στο τείχος του φρουρίου μέσα
από σπίτι που ήταν συνεχόμενο με αυτό και πρότεινε στον Κολοκοτρώνη να
δραπετεύσει. Έλαβε μέρος στις Εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου και του Άστρους.
Κατά τον Φωτάκο, η “φιλοπατρία του δεν έχει σύγκριση”. Έγινε πληρεξούσιος στις
Συνελεύσεις της Πιάδος και του Άστρους.
Η στάση του κατά
την Επανάσταση θεωρείται ως ένα από τα στοιχεία που δείχνουν ότι ο αφορισμός
που εκδόθηκε από το Πατριαρχείο ήταν άκυρος και ήταν σαφές στην εποχή εκείνη
ότι προέκυψε από πίεση
Μελισσίνης
Ιωακείμ
Ο αρχιερέας
Μελισσίνης Ιωακείμ ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Ήταν μοναχός στο
Άγιο Όρος. Αρχικά βρέθηκε στα Βέρβαινα και ευλόγησε τα όπλα των Ελλήνων, και
συνέδραμε παρακινώντας τους πολίτες να επαναστατήσουν.
Έκανε περιοδείες
στα χωριά για να στείλει στρατιώτες στο στρατόπεδο και τους έδινε ευχετικές
συμβουλές.
Ιωαννίκιος
Μαρωνείας
Ο αρχιδιάκονος Ιωαννίκιος ήταν αγωνιστής της
Ελληνικής επανάστασης του 1821 και μέλος της Φιλικής Εταιρείας.Ο Ιωαννίκιος
γεννήθηκε στην Κομοτηνή στα μέσα του 18ου αιώνα και χρήστηκε αρχιδιάκονος της
μητρόπολης Μαρωνείας, στην οποία υπάγεται και η Κομοτηνή. Η καταγωγή της
οικογένειάς του ήταν από το Δορίσκο Έβρου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819
από τον Παπαφλέσσα και μύησε πολλούς στην περιοχή του νομού Ροδόπης και Έβρου.
Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της οργάνωσης της επανάστασης στην περιοχή.
Αγωνίστηκε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετά το θάνατο του μητροπολίτη
Κωνστάντιου κατά την επανάσταση στη Μακεδονία, χειροτονήθηκε μητροπολίτης
Μαρωνείας. Πέθανε το 1838 και τάφηκε στο Δορίσκο του Έβρου, όπου έως σήμερα
σώζεται ο τάφος του στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου.
Δαμάλων
Ιωνάς
Ο επίσκοπος
Δαμάλων Ιωνάς ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Αρχικά βρέθηκε
στα Μέγαρα και φάνηκε πολύ χρήσιμος εμψυχώνοντας τον τόπο και φροντίζοντας να
πολιορκηθεί το φρούριο της Κορίνθου, αποστέλλοντας εκεί τους Μεγαρίτες και
άλλους.
Ιωσήφ ο από
Ανδρούσης
Ο Ανδρούσης
(κατά κόσμον Ιωσήφ Νικολάου)
ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821. Διετέλεσε Επίσκοπος Ανδρούσης, Επισκοπή
η οποία μετονομάσθηκε το 1833 σε «Μεσσήνης» ενώ το 1852 μετεξελίχθηκε σε
«Μητρόπολη Μεσσηνίας».
Γεννήθηκε
στην Τριπολιτσά το 1770 και το 1781 στάλθηκε από τους γονείς του στη Δημητσάνα
για να φοιτήσει στο εκεί σχολείο. Το 1806 χειροτονήθηκε διαδοχικά ιερέας και
επίσκοπος Ανδρούσης. Υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Κατά την πολιορκία της
Τριπολιτσάς, κρατήθηκε όμηρος από τους Τούρκους, μαζί με άλλους επισκόπους και
προεστούς (από τους οποίους μόνο ο Ιωσήφ και λίγοι ακόμα συγκρατούμενοί του
επέζησαν).
Στο
Εκτελεστικό 1822 έγινε και Μινίστρος των Θρησκευτικών (Υπουργός), έως το 1825.
Το 1833 έγινε επίσκοπος Μεσσήνης. Απεβίωσε στις 13 Μαρτίου 1844 και θάφτηκε προ
της Ωραίας Πύλης του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου Μεσσήνης, ενώ το 1900 στήθηκε
η προτομή του. Προτομή του υπάρχει στο προαύλιο του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού
Καλαμάτας, όπως και στην Ανδρούσα.
Ρωγών Ιωσήφ
Ο Επίσκοπος
Ρωγών Ιωσήφ (1776-1826) ήταν κληρικός, Φιλικός και αγωνιστής της
Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε
στην Θεσσαλία, μάλλον στα Αμπελάκια Λαρίσης, το 1776. Έμαθε γράμματα στο σχολείο
στην Τσαριτσάνη Ελασσόνας.
Στις αρχές
του 19ου αιώνα αναμίχθηκε στο κίνημα του παπά-Ευθύμη Βλαχάβα, ο οποίος
συνελήφθη και θανατώθηκε με διαταγή του Αλή Πασά.
Ο Ιωσήφ
φυλακίσθηκε στα Γιάννενα, αλλά απέφυγε την θανατική ποινή. Κατά την έναρξη της
Επανάστασης του 1821 φυλακίσθηκε και πάλι από τους Τούρκους στη Άρτα, αλλά
γρήγορα απελευθερώθηκε από τους Έλληνες που κατέλαβαν την πόλη.
Ο Ρωγών
Ιωσήφ ήταν παρών στο Μεσολόγγι κατά την Πρώτη πολιορκία τού Μεσολογγιού (1822)
και Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγιού (1823). Πριν αρχίσει η τρίτη πολιορκία
από τον στρατό του Κιουταχή (15/4/1825) και του Ιμπραήμ (12/12/1825) είχε ήδη
αναδειχθεί σε πνευματικό καθοδηγητή των πολιορκημένων. Τον Αύγουστο του 1823
τέλεσε την κηδεία του Μάρκου Μπότσαρη και τον Μάρτιο του 1825 κήδευσε τον Λόρδο
Βύρωνα.
Η πολιορκία
είχε γίνει ασφυκτική μετά την άφιξη του Ιμπραήμ σε ενίσχυση του Μεχμέτ Ρεσίτ
Κιουταχή, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος εμπόδιζε τα ελληνικά πλοία να φέρουν
τροφές και πολεμοφόδια, η πείνα είχε αρχίσει να ταλαιπωρεί τους πολιορκημένους
και τα τουρκικά πυροβόλα κατέστρεφαν τα τείχη.
Στις 6
Απριλίου η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Τα τρόφιμα είχαν εκλείψει προ
πολλού, η περαιτέρω αντίσταση ήταν αδύνατη. Ο Επίσκοπος έλαβε μέρος στην σύναξη
των καπεταναίων όπου αποφάσισαν την Έξοδο. Να βγουν και να διασχίσουν το
εχθρικό στρατόπεδο το βράδυ της 10ης Απριλίου, καθώς ξημέρωνε η Κυριακή των
Βαΐων. Το τελικό κείμενο τού σχεδίου το υπαγόρευσε ο ίδιος ο Ιωσήφ στον
Μακεδόνα πολεμιστή Νικόλαο Κασομούλη, ο οποίος και διέσωσε αυτές τις μνήμες
γράφοντας τα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά». Το σχέδιο αρχίζει με την φράση «Εν
ονόματι της Αγίας Τριάδος».
Ο Επίσκοπος
ήταν επικεφαλής της τρίτης φάλαγγας με τα γυναικόπαιδα, που οπισθοδρομησε.
Όσοι
επέστρεψαν στην πόλη σφαγιάσθηκαν από τους Τούρκους και Αιγυπτίους. Ο Ιωσήφ
αντιστάθηκε επί τρεις ημέρες στο νησάκι του Ανεμόμυλου . Στο τέλος έβαλε φυτίλι
στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχθηκε μαζί με συμπολεμιστές και με Τούρκους
εισβολείς. Λέγεται ότι δεν πέθανε αμέσως από την έκρηξη. Τον βρήκαν ημιθανή και
τον κρέμασαν. Απεβίωσε στις 13 Απριλίου 1826.
Καλλίνικος
(Διοσπόλεως)
Επίσκοπος Διοσπόλεως (Κρήτης). Με την έκρηξη της
Επανάστασης του 1821 συνελήφθη από τους Τούρκους μαζί με άλλους αγωνιστές τους
οποίους και έσφαξαν στις 24 Ιουνίου του 1821.
Καλλίνικος
(Κυδωνίας)
Με την έκρηξη της Επανάστασης του 21 συνελήφθηκε
από τους Τούρκους και φυλακίσθηκε. Πέθανε περίπου ένα έτος αργότερα από τις
κακουχίες και τις στερήσεις που του υποβλήθηκαν.
Κανδήλας
Καλλίνηκος
Ο ιερομόναχος
της μονής Κανδήλας Καλλίνηκος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Ο Καλλίνηκος
υπηρέτησε την πατρίδα με τον όπλο στα χέρια, αφού η μονή του ήταν απόρθητο
φρούριο και χρησίμευε και ως αποθήκη πυρομαχικών. Η μονή χρησίμευε επίσης ως
κέντρο διερχομένων και αναρρωτήριο για τους ασθενείς στρατιώτες, ενώ ο
Καλλίνηκος έκανε χρέη εμπειρικού χειρούργου.
Καλλίνικος
(1821)
Ο
ιερομόναχος Καλλίνικος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Ανήκε στην
μονή της Αγίας Μαρίνας στην Βαρβίτσα της Άκοβας. Πήρε μέρος στον αγώνα
ακολουθώντας τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τους στρατιώτες του. Πήγε στο Μεσολόγγι
και σε άλλες πολλές μάχες, ακόμα και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Έγινε
γνωστός με το όνομα «Φλεσάκος», δηλαδή μικρότερος του Αρχιμανδρίτη Δικαίου
Φλέσα.
Στις μάχες
πάντα κράταγε στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας και πήγαινε μπροστά. Στην
Πάτρα δε, και κατά την περίφημη μάχη της 9ης Μαρτίου οι Τούρκοι τον κυνήγησαν
και αυτόν. Καταδιωκόμενος έριξε την εικόνα της Παναγίας σε έναν βάτο, και της
είπε, ότι αν δεν δυναμώσει τους Έλληνες δεν θα γυρίσει να την πάρει πάλι, με τα
λόγια «πήγαινε και συ με τους Τούρκους».
Εντός ολίγου οι Έλληνες νίκησαν και αυτό θεωρήθηκε από τους στρατιώτες ως θαύμα
της Παναγίας.
Οικονόμος
Καλομοίρης
Ο ιερέας Οικονόμος
Καλομοίρης ήταν αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από το χωριό Βορδώνια της επαρχίας Μυστρά. Βρέθηκε σε πολλές μάχες και
αρίστευσε. Έπεσε στην μάχη των Βασιλικών κατά του Δράμαλη. Διακρίθηκε για την
ανδρεία του.
Ιωνάς
Κανελόπουλος
Ο ιερομόναχος Ιωνάς
Κανελόπουλος ήταν πρωτεργάτης του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από τα Χαλκάνικα των Κλουκινών της επαρχίας Καλαβρύτων. Ήταν μοναχός στην
Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Το 1820, λίγο πριν την επανάσταση πήγε στην Ζάκυνθο
όπου και γνωρίστηκε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης τον μύησε στην
Φιλική Εταιρεία, του έμαθε πως να κατηχεί το μυστήριο και τον έστειλε να πάει
στις τρεις επαρχίες της Πελοποννήσου την Γαστούνη, την Πάτρα και στα Καλάβρυτα
για να διαδώσει την ιδέα της επανάστασης. Ήξερε επίσης ότι η επανάσταση
επρόκειτο να γίνει στις 25 Μαρτίου του 1821.
Ο Κανελόπουλος
εξακολούθησε τον αποστολικό βίο κατηχώντας όλους τους επίσημους Πελοποννησίους
των πόλεων και των χωριών.
Καλλίνικος
Καστόρχης
Ο αρχιερέας Καλλίνικος
Καστόρχης ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή
του ήταν από τη Δημητσάνα. Είχε εγκατασταθεί στη Χίο και αλλού για σπουδές, από
όπου επέστρεψε με την έναρξη της επανάστασης. Παρουσιάστηκε αμέσως στα Βέρβαινα
και έβγαλε λόγο ενθουσιαστικό. Κατά τον αγώνα δίδασκε τα ελληνικά γράμματα και
παρακινούσε τους συμπατριώτες του προς τον πόλεμο.
Μετά την
άλωση της Τριπολιτσάς ίδρυσε σχολείο μέσα στην πόλη. Ωφέλησε πολύ την πατρίδα
του, διότι έβγαλε πολλούς μαθητές, οι οποίοι και εκείνοι με την σειρά τους
φάνηκαν χρήσιμοι στην πολιτική υπαλληλία.
Δραστηριοποιήθηκε
πολύ καιρό ως ιεροκήρυκας, και αργότερα έγινε αρχιερέας.
Αρσένιος
Κρέστας
Ο
Ιερομόναχος Αρσένιος Κρέστας, λόγιος κληρικός, φιλικός και αγωνιστής,
γνωστός σαν παπα-Αρσένης και Παπα Αρσένης Κρεστής. Καταγόταν από
το Κρανίδι και το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος Κρέστας.
Γεννήθηκε
στο Κρανίδι το 1779. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Κρέστας. Από παιδί υπήρξε
ευφυής και είχε ιδιαίτερη κλίση προς την θρησκεία. Αυτός ήταν και ο λόγος που
ως πρώτο δάσκαλό του είχε κάποιον ιερέα από το Κρανίδι. Δεκαπεντάχρονος έφυγε
από το Κρανίδι και για μικρό διάστημα εργάστηκε κοντά σε κάποιον έμπορο στην
Αίγινα.
Ακολούθησε
τον ηγούμενο της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου, αρχιμανδρίτη Λεόντιο και παρέμεινε
στην Μονή ως δόκιμος μοναχός. Μετά από μερικά χρόνια χειροτονήθηκε από τον
επίσκοπο Δαμαλών διάκονος και έλαβε το όνομα Αρσένιος. Κατόπιν έγινε ιερέας και
επανήλθε στο Κρανίδι όπου διορίστηκε εφημέριος και δάσκαλος και έγινε ηγούμενος
της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Κορωνίδας (Κοιλάδας). Με δαπάνες των Μονών της Κοιλάδας
και των Αγίων Αναργύρων αλλά και την αρωγή των Κρανιδιωτών, φοίτησε στην
περίφημη Σχολή της Δημητσάνας, όπου έλαβε ανώτερη μόρφωση. Κατά την διάρκεια
των σπουδών του διακρίθηκε μεταξύ των συμμαθητών του και έγινε έγκριτος λόγιος.
Τον διέκρινε η φιλοπατρία, το φιλελεύθερο πνεύμα και η ανδρεία.
Έγκαιρα
μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Με την έκρηξη της επανάστασης ανεδείχθη από τον
λαό, τους προκρίτους και τους εφόρους όλης της περιοχής αλλά και από την
Διοίκηση των Σπετσών οπλαρχηγός του Κρανιδίου και αρχηγός της Επιδαύρου και της
Ερμιονίδας (Κάτω Ναχαγιέ). Διακρίθηκε στα πολεμικά πράγματα και χαρακτηρίστηκε
ως ανδρειότατος και ατρόμητος. Η επανάσταση στο Κρανίδι κηρύχτηκε με παρόρμηση
του Γκίκα Μπόταση, Κρανιδαιο - Σπετσιώτη στις 27 Μάρτιου 1821 και αφού
ακολούθησε η επιστράτευση δόθηκε ο όρκος στο Γκούρι - Βιτόρεσε στο
Γραμματικό. Συμμετείχε με άλλους στην πολιορκία του Ναυπλίου. Έλαβε μέρος σε
όλες τις περιπέτειες ακόμη και στην απόπειρα άλωσης της πόλης, στις 4
Δεκεμβρίου 1821. Διακρίθηκε κατά την πολιορκία του Φρουρίου του Άργους στα τέλη
του Απριλίου 1821, κατά την εισβολή του Κεχαγιάμπεη, όπου επικεφαλής 80
Κρανιδιωτών και με την συμμετοχή πολλών Αργείων, προσπάθησε ατυχώς να
αντισταθεί. Λόγω ακριβώς της σθεναρής αντίστασης του, ο Κεχαγιάμπεης αρνήθηκε
να τον συμπεριλάβει στην γενική αμνηστία που παραχώρησε στους υπόλοιπους
διασωθέντες.
Κλείστηκε
τότε στο μοναστήρι της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης, μαζί με 600 γυναικόπαιδα
και άλλους Αργείους καθώς και τους 80 Κρανιδιώτες. Εκεί, πολιορκήθηκε στενά από
τους Τούρκους. Την τρίτη νύχτα του αποκλεισμού, με το σπαθί στο χέρι και
ακολουθούμενος από τους 80 ανδρείους του, αφού πρώτα είχε εξασφαλίσει ασφαλές
πέρασμα για τα γυναικόπαιδα, διέσχισε τις τάξεις του εχθρού και σώος έφτασε
στους Μύλους. Όταν ο Κεχαγιάμπεης έφυγε για την Τρίπολη, ο Παπαρσένης
πολιόρκησε και πάλι το Ναύπλιο και πήρε μέρος σε όλες τις πολεμικές
επιχειρήσεις των Ελλήνων στην γύρω περιοχή.
Το 1822
ακολούθησε τα στρατεύματα του Νικηταρά στην Ανατολική Ελλάδα και έλαβε μέρος
στις μάχες της Στυλίδας και της Αγίας Μαρίνας. Συμμετείχε σε όλες τις μάχες
κατά του Δράμαλη και διακρίθηκε στις μάχες των Δερβενακίων και του Αγιονορίου,
πολεμώντας στο πλευρό του Νικηταρά από τον οποίο δεν απομακρύνθηκε μέχρι τον
ηρωικό θάνατό του στον Άγιο Σώστη των Δερβενακίων, στις 28 Ιουλίου 1822.
Την 23
Ιουνίου 1846, ο βουλευτής Κρανιδίου Άγγελος Γουζούασης υπέβαλε αναφορά προς την
Βουλή στην οποία έγραφε: "Ο Αρσένιος Κρέστας και ο Ιωάννης Κ. Μερεμέτης,
ένδοξοι αγωνισταί και εταιρισταί, έπεσον ενδόξως εις την κατά του Δράμαλη
μάχην, συγκροτηθείσαν εις τα Δερβενάκια… "και εζήτησε να καταγραφούν τα
ονόματα τους μεταξύ των άλλων αγωνιστών, στα αρχεία της Βουλής. Το αίτημα έγινε
δεκτό.
Προς τιμή
του στο Κρανίδι έχει δοθεί το όνομα του στη πλατεία του παλιού Κρανιδίου (κάτω
Πλατεία) και υπάρχει προτομή στη μνήμη του.
Φραγκοπηδήματος
Κυπριανός
Ο ηγούμενος της
μονής του Φραγκοπηδήματος Ηλείας Κυπριανός ήταν κληρικός και αγωνιστής
του 1821.
Ήταν στρατηγός
και οδηγούσε τους στρατιώτες στις μάχες όλων των χωριών που βρίσκονταν γύρω από
την Μονή του, και πάντοτε με αυτούς εξεστράτευε.
Κορίνθου
Κύριλλος
Ο αρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Κύριλος ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από την Βυτίνα της Καρύταινας. Βρέθηκε κλεισμένος στην Τριπολιτσά. Μετά
την άλωση της πόλης υπηρέτησε πολιτικώς και έγινε μέλος της Πελοποννησιακής
Γερουσίας.
Έτρεφε σπάνια
φιλία με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίο τον σεβόταν. Όταν ο Κολοκοτρώνης μετά
την πολιορκία των Πατρών ήταν εξοργισμένος με την απόφαση της Πελοποννησιακής
Γερουσίας να ματαιώσουν την πολιορκία, ο Κύριλλος μεσολάβησε και καταπράυνε τον
Κολοκοτρώνη, αποτρέποντας και μεγαλύτερη πολιτική σύρραξη.
Λαρίσης
Κύριλλος
Ο ιερέας Κύριλλος
Λαρίσης ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από την Δημητσάνα]. Ήλθε στην Πελοπόννησο στην αρχή της επανάστασης.
Αργότερα
διορίστηκε επίσκοπος στην Ηλεία. Παρακίνησε τους κατοίκους να παν στην
πολιορκία των Πατρών και στο Μεσολόγγι.
Κινδύνεψε επί
Ιμβραήμ και κυνηγήθηκε χάνοντας όλα του τα υπάρχοντα. Αργότερα, μετά την
αποκατάσταση των πραγμάτων και επί Αντιβασιλείας διορίστηκε επίσκοπος Αργολίδος
και μέλος της Ιεράς Συνόδου, της οποίας έγινε και πρόεδρος.
Απεβίωσε στην Αθήνα.
Ιωνάς
Κωνσταντινίδης
Ο Ιωνάς Κωνσταντινίδης ήταν φιλικός και
πολιτικός.Γεννήθηκε στους Άνω Λουσούς των Καλαβρύτων το 1764-65 και ήταν
μοναχός στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Το 1801 χειροτονήθηκε επίσκοπος
Δαμαλών. Πολύ νωρίς μυήθηκε στα της Φιλικής Εταιρείας. Με την κήρυξη της
Επανάστασης πήρε μέρος στην πολιορκία του φρουρίου της Κορίνθου. Μπήκε με τον
Κολοκοτρώνη στην Ακροκόρινθο ευλογώντας τα ελληνικά στρατεύματα που κατέλαβαν
το φρούριο. Το 1825 διετέλεσε μινίστρος (Υπουργός) της Θρησκείας.
Κωνστάντιος
Μαρωνείας
Ο
μητροπολίτης Κωνστάντιος Μαρωνείας ήταν αγωνιστής της Ελληνικής
επανάστασης του 1821.
Υπήρξε
ιεράρχης της Μαρωνείας Ροδόπης. Γεννήθηκε γύρω στο 1770 στα Μαδεμοχώρια
Χαλκιδικής. Σπούδασε στο Άγιο Όρος και στις αρχές της δεκαετίας του 1800 μετέβη
στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, χειροτονήθηκε στο Φανάρι πρεσβύτερος του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και αργότερα έλαβε το Οφφίκιον του αρχιμανδρίτη. Στις
3 Οκτωβρίου του 1810 παραιτήθηκε από τη μητρόπολη Μαρωνείας και Θάσου (τότε) ο
μητροπολίτης Νεόφυτος. Έτσι, στις 10 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, η Ιερά Σύνοδος
του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εξέλεξε νέο μητροπολίτη τον
Κωνστάντιο.
Μυήθηκε στη
Φιλική Εταιρεία λίγο πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και
μύησε πολλούς στην περιοχή του νομού Ροδόπης, στη Μάκρη και στη Σαμοθράκη. Στα
τέλη Απριλίου του 1821, αφού εξέγειρε τους κατοίκους της περιοχής Ροδόπης,
αποχώρησε από τη Μαρώνεια παίρνοντας μαζί του αρκετούς οπλισμένους άντρες από
τη γύρω περιοχή και ιδιαίτερα από τη Μαρώνεια και τη Μάκρη, με κατεύθνση τη
Θάσο που υπάγονταν τότε, στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της μητρόπολης
Μαρωνείας. Στη Θάσο, σε συνεργασία με τον πρόκριτο του νησιού και φιλικό,
Χατζηγιώργη Μεταξά οργάνωσαν την εξέγερση της νήσου κατά του Οθωμανικού ζυγού
και στη συνέχεια αποχώρησε με κατεύθυνση το Άγιο Όρος. Στις 23 Μαρτίου του
1821, αποβιβάστηκε με τον ιατρό Ευάγγελο Μεξικό στο Άγιο Όρος με καράβια του
Αινίτη Χατζηαντώνη Βισβίζη, επικεφαλής σώματος Θρακιωτών και Θασιτών αγωνιστών,
προκειμένου να ενισχύσει τις προσπάθειες του Εμμανουήλ Παπά, που βρίσκονταν ήδη
από διμήνου στη Μονή Εσφιγμένου.
Στις 17
Μαΐου του 1821 κηρύχτηκε επίσημα η επανάσταση στη Μακεδονία σε θρησκευτική
τελετή στην οποία χοροστάτησε ο Κωνστάντιος, στη Μονή Εσφιγμένου. Στη συνέχεια
ο Κωνστάντιος ακολούθησε μαχόμενος τα στρατεύματα υπό τον Εμμανουήλ Παπά στον
ισθμό του Άθω, στην Ιερισσό και στα Μαδεμοχώρια. Στη Μάχη της Ιερισσού οι
Έλληνες επαναστάτες υπό τον Εμμανουήλ Παπά κατατρόπωσαν τις Οθωμανικές δυνάμεις
υπό τον Γιουσούφ πασά. Εν τω μεταξύ ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ είχε στείλει τον
Σερασκέρη (βεζίρη επί των
στρατιωτικών) Μεχμέτ Μπαϊράμ πασά να καταστείλει την επανάσταση στη
Νότιο Ελλάδα. Ο Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς βρίσκονταν καθ' οδόν μεταφέροντας
στρατεύματα από τη Μικρά Ασία προς τη Θράκη και τη Μακεδονία με τελικό
προορισμό τη Νότιο Ελλάδα, όταν μετά από έκληση του Γιουσούφ μπέη της
Θεσσαλονίκης, διατάχθηκε από το σουλτάνο να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες της
Χαλκιδικής. Το σώμα των επαναστατών ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: ο κύριος όγκος
υπό τον Εμμανουήλ Παπά κατευθύνθηκε προς τον Πολύγυρο, ενώ ο Κωνστάντιος,
επικεφαλής μικρής δύναμης απέκλεισε τα Στενά της Ρεντίνας, προκειμένου να αποκόψει την
επικοινωνία του κύριου όγκου του Οθωμανικού στρατού της Μκράς Ασίας με την
Ελληνική ενδοχώρα. Στη Μάχη της Ρεντίνας που διεξάχθηκε στις 15 Ιουνίου, ο
σερασκέρης Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς, επικεφαλής 20.000 πεζών και 3.000 ιππέων
κατατρόπωσε το Ελληνικό επαναστατικό σώμα υπό τον Κωνστάντιο που αποτελούνταν
από μερικές εκατοντάδες μαχητές. Η σημασία της μάχης ήταν μεγάλη όμως γιατί
καθυστέρησε τους Οθωμανούς να αναλάβουν δράση στη Νότιο Ελλάδα. Μετά τη μάχη
ακολούθησαν σφαγές στις κώμες και τα χωριά της Βόρειας Χαλκιδικής.
Στη Μάχη της
Ρεντίνας ο Κωνστάντιος τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά αποφεύγοντας τη σύλληψη
κατάφερε να διαφύγει στο Άγιο Όρος. Από εκεί και με κλονισμένη την υγεία του
συνέχισε να επικοινωνεί με τον στρατηγό Εμμανουήλ Παπά και να συντονίζει τις
κινήσεις των επαναστατών. Τελικά, κατέληξε από τα τραύματά του στα τέλη
Οκτωβρίου του 1821, ενώ νέος μητροπολίτης Μαρωνείας και Θάσου εκλέχτηκε ο
Δανιήλ. Όταν στις 15 Δεκεμβρίου του 1821 ο Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ πασάς της
Θεσσαλονίκης εισήλθε στο Άγιο Όρος ζήτησε να ανοιχτεί ο τάφος του Κωνστάντιου
για να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι είναι νεκρός. Στον προαύλιο χώρο του ιερού
ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Κομοτηνή έχει στηθεί ο ανδριάντας του.
Βενιαμίν
Λέσβιος
Ο Βενιαμίν
Λέσβιος ήταν μοναχός και λόγιος, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία και πολιτικός
κατά την ελληνική επανάσταση.
Γεννήθηκε
στο Μεγαλοχώρι, Πλωμαρίου Λέσβου το 1759 ή το 1762 και πέθανε το 1824 στο
Ναύπλιο. Το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος και ήταν γιος του Ιωάννη και της
Αμύρισσας Γεωργαντά ή Καρρέ.
Σε ηλικία 17
ετών μετέβη στο Άγιο όρος κοντά στο θείο του αδελφού της μητέρας του που ήταν
ηγούμενος και χειροτονήθηκε μοναχός. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του στη σχολή
του Ιωάννη Οικονόμου και τον επόμενο χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Πάτμο.
Έμεινε εκεί μέχρι το 1786, όταν μετέβη στη Χίο για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές
του. Το 1789 επέστρεψε στο Άγιο όρος στις Κυδωνιές και δίδαξε στη σχολή του
Οικονόμου. Το 1890 ταξίδεψε για σπουδές στο εξωτερικό, στην Πίζα και στο
Παρίσι. Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Κοραή και άλλους Έλληνες λόγιους, ενώ
αρθρογραφούσε στον Λόγιο Ερμή. Μετά το τέλος των σπουδών του, έζησε για ένα
χρόνο στην Αγγλία. Το 1799 επέστρεψε στις Κυδωνιές και δίδαξε πάλι στη σχολή. Η
διδασκαλία του περιλάμβανε μαθήματα φιλοσοφίας, φυσικομαθηματικών, αστρονομίας,
καθώς και τη διεξαγωγή πειραμάτων. Χάρη στο διδακτικό έργο του η σχολή απέκτησε
μεγάλη φήμη αλλά λόγω του περιεχομένου του κατηγορήθηκε από την εκκλησία ως
άθεος. Συνέχισε πάντως να διδάσκει μέχρι το 1812. Την ίδια χρονιά αρνήθηκε την
πρόταση να διευθύνει την πατριαρχική σχολή της Κωνσταντινούπολης και αργότερα,
το 1817, δέχτηκε την πρόσκληση να αναδιοργανώσει την ακαδημία του Βουκουρεστίου.
Κατά την παραμονή του στη Βλαχία, στο Ιάσιο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το
1820 δίδαξε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Με την έναρξη της επανάστασης μετέβη
στην Ελλάδα προσπαθώντας να μαζέψει πολεμοφόδια για τον αγώνα.
Χρημάτισε
μέλος στην Πελοποννησιακή Γερουσία και πήρε μέρος στην Α' Εθνοσυνέλευση
Επιδαύρου το 1821 και στην Β' Εθνοσυνέλευση Άστρους το 1823. Το 1822 ήταν μέλος
της αρμοστείας του Αιγαίου.
Έγραψε πολλά
εγχειρίδια διδακτικού περιεχομένου :
·
Στοιχεία
Αριθμητικής
·
Γεωμετρίας
Ευκλείδου Στοιχεία
·
Στοιχεία της
Μεταφυσικής
·
Στοιχεία
Φυσικής
·
Στοιχεία
Άλγεβρας
·
Στοιχεία
Ηθικής
·
Τριγωνομετρία
Δοσίθεος
Μιχαλακόπουλος
Ο ιερέας Δοσίθεος
Μιχαλακόπουλος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από το Ζυγοβύστι και μαθήτευσε στην ακαδημία της Κέρκυρας. Στην αρχή της
επανάστασης βρέθηκε στην Ζάκυνθο και αργότερα στην Ολυμπία, όπου δίδασκε τα
Ελληνικά γράμματα. Παρακινούσε τους Έλληνες να επαναστατήσουν.
Ησαΐας
Μιχαλόπουλος
Ο ιερέας Ησαΐας
Μιχαλόπουλος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από τα Μαγούλιανα και μαθήτευσε στην σχολή της Βυτίνας. Πριν την
επανάσταση δίδασκε τα Ελληνικά γράμματα στον Άγιο Πέτρο, στην Ζάτουνα, στην
Κυπαρισσία και σε άλλα διάφορα μέρη. Μετά την επανάσταση χειροτονήθηκε ιερέας
και συνέχισε την διδασκαλία. Χρημάτισε και δημογέροντας. Κατά την εισβολή του
Ιμβραήμ ωφέλησε πολύ τον τόπο, επειδή πήγαινε στις σπηλιές και στα βουνά και
παρακινούσε τους κατοίκους.
Γεράσιμος
Μοναχός
Ο ιερομόναχος
της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου Γεράσιμος ήταν αγωνιστής του 1821.
Πολέμησε στο
Μεσολόγγι, στην πολιορκία της Πάτρας και στην Ακράτα. Στο Μεσολόγγι πολέμησε
μαζί με τον Διακοπτίτη Δαμασκηνό, προηγούμενο του Μεγάλου Σπηλαίου και με
άλλους 70 μοναχούς με πολύ προθυμία και γενναιότητα.
Βοήθησε
επίσης χρηματικά τον αγώνα και τις άπορες οικογένειες των καπεταναίων.
Νικηφόρος
Μπαμπούκης
Ο Νικηφόρος
Μπαμπούκης ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Γεννήθηκε
στα Χαλκιάνικα του Δήμου Νωνάκριδος της επαρχίας
Καλαβρύτων. Γονείς του ήταν ο Πανάγος και η Καλομοίρα, άνθρωποι ευσεβείς και
ενάρετοι. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στα τότε Ελληνικά σχολεία της πατρίδας
του, και αργότερα πήγε στο σχολείο της κοντινής πόλης Αγία Βαρβάρα για ανώτερη
εκπαίδευση. Πήγε στο Αγίου Όρους και στις Κυδωνίες για να μορφώσει την καρδιά
και την διάνοιά του.
Δίδασκε τα
ελληνικά γράμματα στην Ύδρα, το Άργος, τον Πόρο και στους σημαντικότερους
άνδρες των τόπων αυτών, οι οποίοι ευεργετήθηκαν πολύ και με την σειρά τους
φάνηκαν πολύ χρήσιμοι στην επανάσταση που έγινε αργότερα.
Είχε γίνει
μέλος της Φιλικής Εταιρείας πριν το 1818, και από τότε φρόντιζε να διαδίδει την
ιδέα της επανάστασης στους πιο σημαντικούς πολιτικούς της Πελοποννήσου και
στους κληρικούς. Ανακαλύφθηκε και καταζητήθηκε από τον πασά της Τριπολιτσάς, αλλά κατέφυγε στην Ύδρα, και από
εκεί στην Ευρώπη, για να ξεφύγει από τον Πασά που τον κυνηγούσε αδίστακτα. Στην
Τοσκάνη συναντήθηκε με τους περίφημους και ανώτερους αποστόλους, τον Τσακάλωφ,
τον Αναγνωστόπουλο και τον Δημητρίου. Έμεινε εκεί πηγαίνοντας στο Πανεπιστήμιο,
αλλά και γράφοντας παρακινώντας και συμβουλεύοντας τους αδελφούς, και
περιμένοντας την ημέρα της επαναστάσεως.
Όταν
ξεκίνησε η επανάσταση επέστρεψε αμέσως και έλαβε ενεργό μέρος υπέρ του αγώνα.
Υπηρέτησε ως στρατιώτης και ως δεινός ρήτορας. Πήρε μέρος στις Εθνοσυνελεύσεις,
ενώ πήγαινε και στα στρατόπεδα για να παρακινεί τους στρατιώτες εναντίον του
Δράμαλη.
Έχασε στον
πόλεμο την πλούσια βιβλιοθήκη του και την πατρική του περιουσία. Μετά την
επανάσταση επέστρεψε στα γράμματα και ίδρυσε σχολείο στην Ακράτα. Πέθανε
πάμφτωχος.
Αγίου
Γεωργίου Ναθαναήλ
Ο ιερομόναχος
και ηγούμενος του Άνω Αγίου Γεωργίου του Φονιά Ναθαναήλ ήταν κληρικός
και αγωνιστής του 1821.
Από τις αρχές
της επανάστασης ακολούθησε τον στρατηγό Νικήτα Σταματελόπουλο σε όλες τις
μάχες.
Φραγκοπηδήματος
Νάρκισος
Ο ηγούμενος της
Μονής Φραγκοπηδήματος Ηλείας Νάρκισος ή Ριγανάκης ή Πετρόπουλος
ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από τα Μαγούλιανα της Γόρτυνος. Υπηρέτησε την πατρίδα ως στρατιώτης και
έδειξε πολύ ηρωισμό.
Μοναχός
Νεκτάριος
Ο ιερομόναχος Νεκτάριος
ήταν ιερωμένος και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από τα Καλάβρυτα. Ήταν από τους πιο ανδρείους Έλληνες. Ακολούθησε το
στρατιωτικό σώμα του Α. Ζαΐμη και πολέμησε σε πολλές μάχες στην πολιορκία των
Πατρών και αλλού. Πήγε και στο Μεσολόγγι όταν ο Α. Ζαΐμης με τα πελοποννησιακά
στρατεύματα εξεστράτευσε, και ανδραγάθησε στους πολέμους που έγιναν εκεί.
Καρύστου Νεόφυτος
Ο Νεόφυτος
Καρύστου (1790-1851) γεννήθηκε στο χωριό Φύλλα της Χαλκίδας. Πατέρας του
ήταν ο Ανέστης Αδάμης και μητέρα του η Ερατώ.
Έμεινε ορφανός
από πατέρα πριν γεννηθεί. Γράμματα έμαθε στο χωριό του και δάσκαλός του ήταν
μάλλον κάποιος ιερέας ή εφημέριος ή δάσκαλος. Άφησε τα γράμματα για να πιάσει
την τέχνη και να θρέψει τον εαυτό του και την χήρα μητέρα του. Λόγω μιας
απροσεξίας του κακομεταχειρίστηκε από τον μάστορά του και γι' αυτό η μητέρα του
τον απέσυρε από την δουλειά και τον έκλεισε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου.
Εκεί μετονομάστηκε από Νικόλαος σε Νεόφυτος. Ήταν καλλίφωνος και καλλιέργησε
την εκκλησιαστική μουσική.
Ένα χρόνο
αργότερα παρακολούθησε τα μαθήματα του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιερόθεου. Εκεί
γνωρίστηκε με τον Μητροπολίτη Άρτας Πορφύριο και τον ακολούθησε στην Άρτα.
Ανέπτυξε έντονη
δραστηριότητα το 1821 και συνέβαλε σημαντικά στην εξάπλωση της Επανάστασης στη
νότια Εύβοια. Η ήττα στα Στύρα και η αποτυχημένη πολιορκία της Καρύστου
περιόρισαν τις ελπίδες του για απελευθέρωση της νότιας Εύβοιας, αλλά δεν έπαυσε
σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα να φροντίζει για την αναζωπύρωση της Επανάστασης
συγκεντρώνοντας πολεμοφόδια, χρήματα και πολεμιστές.
Παπά Νίκας
Ο Γ. Νίκας ή Παπανίκας όπως αναφέρεται στην
ιστοριογραφία, υπήρξε κληρικός και οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε στην Καστανιά της ορεινής Κορινθίας σε άγνωστη χρονολογία. Είχε
μεγάλη περιουσία και κατά την έναρξη της Επανάστασης ήταν ιερέας και προεστός.
Είχε μεγάλη επιρροή στον πληθυσμό της ορεινής Κορινθίας και ετέθη επικεφαλής
ενόπλων τους οποίους συντηρούσε με δικά του έξοδα. Μαζί με άλλους προεστούς
εισήλθε την 30ή Μαρτίου 1821 στις Κεχριές όπου κηρύχθηκε επίσημα η Επανάσταση
στην Κορινθία. Συμμετείχε στην πρώτη και τη δεύτερη πολιορκία του Ακροκορίνθου
όπου επίσης εφοδίαζε τους πολιορκητές με δικά του έξοδα, στη μάχη κατά του
Μαχμούτ Δράμαλη στα Δερβενάκια και κατά της αιγυπτιακής στρατιάς του Ιμπραήμ
στην Καυκαριά Καλαβρύτων (27 Αυγ. 1827). Πολέμησε επίσης στην Ανατολική Στερεά
περί το τέλος της Επανάστασης. Για την προσφορά του στον Αγώνα τιμήθηκε με το
βαθμό του χιλιάρχου.
Πέθανε στη γενέτειρά του το 1834. Εκεί το 1960
στήθηκε αδριάντας του με πρωτοβουλία του τότε Υπ. Δικαιοσύνης Κωνστ.
Παπακωνσταντίνου. Αρκετές πληροφορίες για τη δράση του Παπανίκα υπάρχουν στα
απομνημονεύματα του Φωτάκου.
Νεζερών
Νικηφόρος
Ο ηγούμενος της
μονής των Νεζερών Νικηφόρος ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Ήταν πασίγνωστος
για τα παλικαρίσια τα στρατιωτικά κατορθώματά του. Πήγε στο Μεσολόγγι μαζί με
τον Ανδρέα Ζαΐμη και στην πολιορκία των Πατρών και παντού άφησε φήμη γενναίου
πολεμιστού. Μετά την επιστροφή του από το Μεσολόγγι πήγε στην Ακράτα όπως ήταν
με όλους τους στρατιώτες του τμήματος των Νεζερών, όσοι τότε ήτανε υπό τις
διαταγές του Α. Ζαΐμη, και πολέμησαν τα υπολείμματα των δυνάμεων του Δράμαλη.
Έμεινε
παροιμιακός για την ανδρεία του.
Παπα Αλέξης
Οικονόμος
Ο Παπά Αλέξηςο
Οικονόμος ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής του 1821.
Ήταν σημαντικός
πολιτικός της Πελοποννήσου και φάνηκε πού χρήσιμος. Εστάλη πληρεξούσιος της
Πελοποννήσου στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο. Στην Τρίπολη φάνηκε επίσης
πολύ χρήσιμος διότι καθησύχαζε τις υποψίες των Τούρκων. Φυλακίστηκε και αυτός
με τους άλλους προκρίτους και πέθανε στα μπουντρούμια της Τρίπολης κατά την
πολιορκία της πόλης.
Γεράσιμος
Παγώνης
Ο ιερέας Αργολίδος Γεράσιμος Παγώνης ήταν
κληρικός και αγωνιστής του 1821.Βρέθηκε αρχικά στην Καλαμάτα και εμψύχωσε τους
στρατιώτες συντελώντας πολύ και στους Μανιάτες και ιδίως στην οικογένεια των
Μαυρομιχαλέων, η οποία τον σέβονταν και τον άκουγε. Μεσολάβησε και στις
διαμάχες των Μανιατών και τους καθησύχαζε αποτρέποντας μεγαλύτερη πολιτική
αναταραχή.
Δοσίθεος
Παναγιωτίδης
Ο Δοσίθεος Παναγιωτίδης (1762-1842)
επίσκοπος Λιτζάς και Αγράφων, ήταν θρησκευτικός, στρατιωτικός και πολιτικός
ηγέτης κατά την επανάσταση του 1821.
Καταγόταν από
τους Σοφάδες της Καρδίτσας. Ο Δοσίθεος διδάχθηκε στη σχολή της Αγίας Τριάδας
και του Καρπενησίου και στη συνέχεια είχε τη θέση του πρωτοσύγκελου της
επαρχίας. Το θρόνο του επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων ανέλαβε το 1793, όταν
αντικατέστησε τον τότε επίσκοπο Διονύσιο τον Λαρισαίο (επίσκοπος μεταξύ
1766-1793). Κατά την επανάσταση πήρε μέρος σε πολλές μάχες (Καρπενήσι, Μεγάλο
Χωριό, Καλιακούδα, Καγκέλια κλπ.) και πολέμησε μαζί με τον Καραϊσκάκη. Πήρε
μέρος στην Α' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου το 1821, καθώς και στην Β' Εθνοσυνέλευση
Άστρους το 1823 ως εκπρόσωπος Καρπενησίου και Βλαχοχωρίων, όταν τον εξέλεξαν οι
πρόκριτοι και ο στρατηγός Γιαννάκης Γιολδάσης. Μετά την επανάσταση τοποθετήθηκε
στην Δ’ τάξη των αξιωματικών της Φάλαγγας για τις υπηρεσίες του.
Πέθανε το 1842,
από τη θέση του επισκόπου Καλλιδρόμης (ονομασία την οποία πήρε το 1833 η
επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων, η οποία είχε και αυτή έδρα το Καρπενήσι).
Παπα-Γιώργης
Ο Παπα-Γιώργης
αγνώστων λοιπών στοιχείων ήταν εφημέριος στον ιερό ναό της Αγίας Αλεξιώτισσας
στην Πάτρα λίγο πριν την επανάσταση, σε κάποια λειτουργία στον ναό εισέβαλαν
Τούρκοι και φόνευσαν τον ιερέα ενώ πήραν μαζί τους και τρία παιδιά του
παπα-Γιώργη. Η πρεσβυτέρα, η γυναίκα του, ανέλαβε να βρει τα παιδιά της σε όλη
την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατόρθωσε τελικά να βρει τον έναν γιο της, τον
Κωνσταντίνο και να τον σώσει. Από τότε όλοι οι απόγονοι του πήραν το επώνυμο
Παπαγεωργίου. Η οικογένεια του εντάχθηκε Β΄ τάξη υπαξιωματικών από την επιτροπή
αγώνος.
Το 1972 με δαπάνες
της Αχαϊκής εταιρείας Πατρών τοποθετήθηκε μνημείο στην μνήμη του στον περίβολο
του ναού.
Παπαγεωργάκης
Ο ιερέας Παπαγεωργάκης
ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από το Μοναστηράκι. Ακολούθησε τον στρατηγό Κανέλλο Δεληγιάννη σε όλους
του πολέμους, και διακρίθηκε.
Πήρε μέρος στην
μάχη της Γράνας κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς όπου και ανδραγάθησε. Μετά
από εκεί βρέθηκε στην μάχη της 9ης Μαρτίου στην Πάτρα, την οποία πολιόρκησε ο
Κολοκοτρώνης. Μετά πέρασε στο Μεσολόγγι μαζί με τον στρατηγό Κανέλλο Δεληγιάννη
και άφησε και εκεί μνημεία παλικαριάς.
Έμεινε
παροιμιακός για την παλικαριά του.
Παπαγεώργης
Ο ιερέας Παπαγεώργης
ήταν κληρικός και αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του
ήταν από τον Λάτικα της Λιοδώρας. Πολέμησε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και
τα ανδραγαθήματα του είναι όμοια θαυματουργίας.
Αρρώστησε βαριά
μετά την άλωση της Τριπολιτσάς στην επιδημία του τύφου που ξέσπασε και πέθανε.
Οικονόμος
Παπαζαφειρόπουλος
Ο Οικονόμος Παπαζαφειρόπουλος ήταν κληρικός
και αγωνιστής του αγώνα του 1821.Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Λάστα της
επαρχίας Καρύταινας. Αδελφός του ήταν ο Κωνσταντίνος. Ακολούθησε τον
Κολοκοτρώνη. Στην μάχη εναντίον του Δράμαλη έστεκε στην ίδια θέση και μαζί με
τον Κολοκοτρώνη διεύθυνε την μάχη. Έψελνε και την παράκληση δεόμενος του θεού
να νικήσουν τον ισχυρό Δράμαλη.
Γρηγόριος
Παπαθεοδώρου
Ο Επίσκοπος
Μεθώνης Γρηγόριος Παπαθεοδώρου (αναφερόταν ως Μεθώνης Γρηγόριος)
(1770 - 1825), ήταν ιερωμένος αγωνιστής του 1821 και πολιτικός από την Άλβαινα
Ηλείας.
Γεννήθηκε στο
χωριό Άλβαινα τον Νοέμβριο του 1770 αλλά καταγόταν από τη Ζούρτσα της επαρχίας
Ολυμπίας, εκεί είχε καταφύγει κυνηγημένη η οικογένεια του από τους Τούρκους.
Ήταν γιος του παπα-Θεόδωρου Οικονόμου, ιερέας και πολιτικός προεπαναστατικά,
και της Αναστασίας, ιερέας ήταν ο θείος του πατέρα του παπα-Θανάσης. Είχε
άλλους τέσσερις αδελφούς που όλοι πολέμησαν στον αγώνα, ήταν θείος του
Αθανάσιου και του Γεώργιου Γρηγοριάδη.
Είχε μυηθεί
στην Φιλική Εταιρεία το 1817 από τον Αντώνιο Πελοπίδα και πήρε μέρος στον ξεσηκωμό
στην Μεθώνη στις 29 Μαρτίου 1821 όπου ο Γρηγόριος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς
ανάγκασαν του Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο και φεύγει για την Πύλο να
βοηθήσει στον εκεί ξεσηκωμό. Αναφέρεται ότι ήταν ο επικεφαλής όλων των
Αρκαδικών στρατιωτικών σωμάτων που πήραν μέρος σε πολιορκίες και αλώσεις
φρουρίων.
Χρημάτισε
πληρεξούσιος στην Β' Εθνοσυνέλευση Άστρους το 1823, και πρόεδρος της
Πελοποννησιακής γερουσίας το 1824,
Το 1825
αιχμαλωτίστηκε και κλείστηκε φυλακή στο κάστρο της Μεθώνης όπου πέθανε μην
αντέχοντας τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν οι Οθωμανοί.
Παπαφλέσσας
Ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας (το
κανονικό του όνομα ήταν Γεώργιος Δημ. Δικαίος. Το επώνυμο "Φλέσσας"
θεωρείται προσωνύμιο της οικογένειας των Δικαίων) (1788-1825) ή περισσότερο
γνωστός ως Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δικαίος ή Μπουρλοτιέρης των
ψυχών ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Eλληνικής
Επανάστασης του 1821.Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν
υστερότοκος γιος από δεύτερο γάμο του Δημήτριου Δικαίου ο οποίος είχε συνολικά
28 παιδιά. Το κοσμικό όνομά του ήταν Γεώργιος Δικαίος του Δημητρίου. Φοίτησε
στη Σχολή Δημητσάνας, την οποία δεν την τελείωσε και μόνασε, το 1816, στο
μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα, όπου πήρε το όνομα
Γρηγόριος (παπάς Φλέσσας εξ ού και το Παπαφλέσσας). Εξαιτίας του επαναστατικού
χαρακτήρα του, ήλθε σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς, έφυγε από τη μονή
του και πήγε σε άλλο μοναστήρι, της Ρεκίτσας. Νέα σύγκρουσή του με Τούρκο
αξιωματούχο για τα περουσιακά της μονής τον παρώθησε να αφήσει την Πελοπόννησο
περνώντας στη Ζάκυνθο, όπου γνώρισε τον Κολοκοτρώνη και αργότερα πήγε στην
Κωνσταντινούπολη.
Εκεί
χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
Στην
Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Αναγνωσταρά ο οποίος τον μύησε στη Φιλική
Εταιρεία στις 21 Ιουνίου 1818. Στα έγγραφα της Εταιρείας υπέγραφε με το όνομα Αρμόδιος και ως διακριτικά έβαζε τα
αρχικά Α.Μ.. Η μύησή του έγινε στον οικία των Αινιάνων στα Θεραπειά και
η παρουσία του στους κόλπους της θα προσέδιδε «ένα νέο δυναμικό τόνο» σε αυτήν.
Στο Βουκουρέστι όμως επειδή ο Αναγνωστόπουλος δεν αποκάλυψε την δομή της
Φιλικής Εταιρείας, ο Αρχιμανδρίτης «μ΄ένα μαχαίρι στο χέρι επετήθηκε του Παν.
Αναγνωστόπουλου φοβερίζοντάς τον, ότι θα τον σφάξει και θα προδώσει στη
Σουλτανική εξουσία όλα τα Εταιρικά». Τον Μάιο του 1820 συντάσσει μαζί με τον
Γεώργιο Λεβέντη στο Βουκουρέστι το Σχέδιον
Γενικόν. Στο Ισμήλιο της Βεσσαραβίας συγκαλλείται σύσκεψη των στελεχών
της Φιλικής Εταιρείας από τον Υψηλάντη. Συμμετείχε και ο Δικαίος, ο οποίος τόσο
πριν τη σύγκληση της σύσκεψης με επιστολές που έστειλε προς τον Υψηλάντη από
την Κωνσταντινούπολη, όσο και στις εργασίες της σύσκεψης υποστήριξε την άποψη
για επίσπευση της έναρξης της Επαναστάσεως, παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα που
εμφάνιζαν την Πελοπόννησο πανέτοιμη για επανάσταση.
Τελικά η σύσκεψη του Ισμαηλίου αποφάσισε -αναφορικά
με τον Παπαφλέσσα- την αποστολή του στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπο του Αρχηγού.
Ο Παπαφλέσσας
τέλη Νοεμβρίου του 1820 αγοράζει καράβι από την Κωνσταντινούπολη στο όνομα του
Φιλικού Παλαιολόγου Λεμονή και αφού λαμβάνει το ποσό των 90.000 γροσίων από την
τοπική Εφορία της Εταιρείας, αναχωρεί για Πελοπόννησο. Το δρομολόγιό του είναι
διαδοχικά οι Κυδωνιές, όπου φορτώνει ένα πλοίο πυρομαχικά με προορισμό τη Μάνη,
η Ύδρα όπου συναντά μια αμφιθυμική κατάσταση (οι Φιλικοί Οικονόμου, Γκίκας,
Κυριαζής ενθουσιάζονται μαζί του, ενώ ο Κουντουριώτης και οι άλλοι προύχοντες
είναι επιφυλακτικοί), οι Σπέτσες, όπου κι εκεί συνάντησε την ίδια αμφιθυμική
κατάσταση μεταξύ των προκρίτων. Προεστοί της Πελοποννήσου έστειλαν τον
Παναγιώτη Αρβάλημε σκοπό να τον βολιδοσκοπήσει και τελικά ασπάσθηκε τις απόψεις
του. Αυτό τον έκανε στα μάτια των προκρίτων «πιο επικίνδυνο (και) αποφάσισαν να
τον απομονώσουν». Γι'αυτό κυκλοφορούσε με ενόπλους σωματοφύλακες όταν πέρασε
στην Πελοπόννησο.
Η
Συνέλευση της Βοστίτσας
Στις εργασίας της Συνέλευσης της Βοστίτσας συμμετείχε
και ο Παπαφλέσσας, ο οποίος παρουσίασε τις εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη
σχετικά με την έναρξη της Επανάστασης στο Μοριά. Αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη,
δισταγμό και ανοιχτή εχθρότητα: κυρίως συγκρούστηκαν μαζί του οι Παλαιών Πατρών
Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Προτάθηκε η απόσυρσή του στο μοναστήρι της
Σιδηρόπορτας προκειμένου να μην θέσει σε κίνδυνο την Επανάσταση. Ο Δικαίος
απείλησε όμως τους προκρίτους πως θα ξεκινούσε μόνος του την επανάσταση
μισθώνοντας 1000 Πελοποννήσιους χωρικούς και άλλους τόσους Μανιάτες, λέγοντας
«κι όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι ας τον θανατώσουν»
Η
δράση του Παπαφλέσσα μετά τη σύσκεψη της Βοστίτσας και μέχρι το τέλος του 1821
Στη συνέχεια κινήθηκε στην Γορτυνία και σε άλλες
περιοχές της Πελοποννήσου προκειμένου να έλθει σε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα
(προύχοντες και οπλαρχηγούς): έτσι στα Λαγκάδια στις 2/14 Φεβρουαρίου
συναντήθηκε με τους Δεληγιανναίους οι οποίοι ήταν δύσπιστοι για όσα έλεγε και
τον φυγαδεύουν στο μικρό μοναστήρι Γαρδίκι της Πολιανής. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης
τον αποκαλεί αγύρτη παλιοκαλόγερο στα απομνημονεύματά του. Η αντίδραση των
προκρίτων απέναντι του δεν ερμηνεύεται μόνο ως αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης
τους απέναντι στην επανάσταση. Ο καθηγητής της Νεώτερης στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο Στέφανος Παπαγεωργίου, λέει χαρακτηριστικά, «Οι έμπειροι
προύχοντες έβλεπαν στο πρόσωπο του Δικαίου τον εκπρόσωπο μιας κατώτερης
κοινωνικής τάξης, ο οποίος επιδίωκε εκτός από την εκδίωξη των Τούρκων και την
απελευθέρωση των Ελλήνων,την ανατροπή της προεπαναστατικής κοινωνικής και
πολιτικής πυραμίδας...» Από τη μονή Γαρδικίου όπου βρίσκεται στέλνει επιστολή
στον Υψηλάντη και του ζητά να επισπεύσει τον ερχομό του. Έπειτα συναντά τον
Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κυτριές και προκειμένου να κάμψει του δυσταγμούς του
του υπόσχεται μεταπελευθερωτικά την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Η παρακίνησή του
σε κάποια πρόσωπα βρίσκει ανταπόκριση: στις 14 Μαρτίου ο Νικόλαος Χριστοδούλου
ή Σολιώτης ταχυδρόμος σκοτώνει μαζί με άλλους τρεις Τούρκους εισπράκτορες. Ο
Παπαφλέσσας έρχεται σε επαφή με τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, μοιράζει μικρούς
και μεγάλους στρατιωτικούς βαθμούς σε σημαντικούς οπλοφόρους με εντολή να
μαζέψουν και να εξοπλίσουν χωρικούς. Επίσης μετά την άφιξη των πολεμοφοδίων που
οι Φιλικοί της Σμύρνης είχαν στείλει, αναθέτει την μεταφορά στους Νικηταρά και
Αναγνωσταρά, ενώ με «τέχνασμα» εξασφαλίζει άδεια εκτελωνισμού αυτού του φορτίου
από τον Πετρόμπεη. Η εμφάνισή του με κράνος προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση αφού
«...η επί το ευρωπαϊκότερον εμφάνισις εξασκούσεν αλλόκοτον επίδρασιν» Στις 23
Μαρτίου εισέρχεται με το σώμα του και με άλλους οπλαρχηγούς υπό τον Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα. Μετά κινήθηκε στην Ανδρίτσαινα , στην Καρύταινα, στα
Βέρβαινα, στο Άργος,όπου πήγε προς ενίσχυση των πολιορκημένων Ελλήνων του
κάστρου με 15 άνδρες και τέλος στην Κόρινθο για να ανακόψει τις τουρκικές
δυνάμεις που κινούνταν προς τα εκεί επειδή ο Μουσταφά μπέης έκαιγε τα χωριά απ'
όπου περνούσε, ο Δικαίος διέταξε «για αντίποινα να πυρπολύσουν –αρχές Μαΐου-τα
ονομαστά σεράγια του Κιαμήλ μπέη[...] καθώς και τα τουρκικά σπίτια της
Κορίνθου». Τον Ιούλιο του1821 βρέθηκε στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδος
προκειμένου να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη και τον Δεκέμβριο στην
Κορινθία όταν παραδόθηκε το κάστρο της Ακροκορίνθου στους Έλληνες[36]. Όταν
εκδηλώθηκε η ρήξη ανάμεσα στον Υψηλάντη και τους προκρίτους -τον καλοκαίρι του
1821- ως αποτέλεσμα της πρότασης που έκανε ο πρώτος στους δεύτερους σχετικά με
την κατάργηση κάθε πολιτικής αρχής που δεν είχε διοριστεί από τον ίδιο, και
μετά την άρνηση των δεύτερων να αποδεχθούν τις προτάσεις αυτές και αφού
αποχώρησε από τα Βέρβενα ο Υψηλάντης, μαζί με τον Δικαίο, ο οποίος ήταν ένας
από αυτούς που διαφώνησαν με τους προκρίτους και που -φαίνεται- να υποκίνησε
και τη στάση των στρατιωτών απέναντί των συγκεντρωμένων προκρίτων στα Βέρβενα.
Στη Συνέλευση της Επιδαύρου (Δεκέμβριος του 1821) συμμετέχει ως πληρεξούσιος
και ονομάζεται γερουσιαστής.
Η
δράση του το 1822
Συμμετέχει, επίσης, τον Ιούνιο του 1822 σε επιτροπή
για την εφαρμογή της συνθήκης παράδοσης του Ναυπλίου. Τον Ιούλιο της ίδιας
χρονιάς μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς προσπαθούν να
αποκλείσουν τον Δράμαλη στην Κορινθία με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων και τη
συμμετοχή του στη μάχη του Αγιονορίου.
Η
δράση του το 1823
Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας τον
εκλέγει Υπουργό των Εσωτερικών, θέση στην οποία θα παραμείνει μέχρι τον θάνατό
του. Στη διάρκεια της υπουργείας του εντέλλεται από την κυβέρνηση να συντάξει
εγκύκλιο επιστολή ‘’προς τους Έλληνας της Δυτικής Εκκλησίας’’ με σκοπό την
ευαισθητοποίησή τους στον κοινό αγώνα.
Η
δράση του το 1824
Αρχικά τάχθηκε με την παράταξη του Κολοκοτρώνη και
αποδείχθηκε «αμφίρροπος εις τας κομματικάς του πεποιθήσεις κατά τον εμφύλιον
πόλεμον». Την ίδια χρονιά οπότε η κυβέρνηση Κουντουριώτη διέταξε την εκλογή
παραστατών για την γ΄ περίοδο της διοικήσεως προκλήθηκαν αντιθέσεις σχετικά με
την εκλογή παραστάτη της επαρχίας Λεονταρίου: οι ντόπιοι ήθελαν τον Πέτρο
Σαλαμονό, ενώ οι κυβερνητικοί, μεταξύ αυτών και ο Παπαφλέσας, Υπουργός των
Εσωτερικών και της Αστυνομίας, ο οποίος παρενέβη, τον Νικόλαο Μιλιάνη.
Όταν το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς εισέβαλε στην
Πελοπόννησο, πρώτος ο Παπαφλέσσας ζήτησε να ελευθερωθούν οι φυλακισμένοι
πολεμιστές, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος:
αφού διορίστηκε από το Εκτελεστικό Σώμα στις 27 Απριλίου 1825, περιέρχεται από
την επόμενη μέρα την κεντρική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο με σκοπό τη
στρατολόγηση ανδρών. Το δρομολόγιό του ήταν αναχώρηση από Ναύπλιο, και μετάβαση
διαδοχικά σε Τρίπολη, Λεοντάρι. Ο Παπαφλέσσας με συνεχείς του εκκλήσεις ζητά
την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην
Ύδρα. Στις 19 Μαΐου όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, πολλοί από τους
άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε με 300 (ή κατά άλλους 600)
πολεμιστές.
Στη Μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου, βρήκε τον
θάνατο προβάλλοντας ηρωική αντίσταση μαζί με τους λίγους άνδρες που του είχαν
μείνει. Σύμφωνα με την ιστορία, που αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της
επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του
να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το
βρήκαν, τους διέταξε να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να
τον στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ πλησίασε τον
νεκρό Παπαφλέσσα και τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της
γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.
Ο Παναγιώτης Σέκερης σε επιστολή του στον Ξάνθο τον
χαρακτηρίζει ‘’ορμητικό’’, «…τούτος είναι ορμητικός , τον εγνώρισα πολλά καλά».
Σε επιστολή του ο Παναγιώτης Σέκερης προς τον Εμμναουήλ Ξάνθο υπαινίσσεται για
την προσωπικότητα του Δικαίου, «Περί δε του ‘’Αρμοδίου’’ (Γρηγ. Δικαίου) δεν
έπρεπε να πιστεύσετε όσα ακούσατε. Εγώ ως τόσον δεν έχω διδόμενα να τον
κατακρύνω αλλά μάλλον τον επαινώ έως τώρα επειδή εδιόρθωσε πολλάς καταχρήσεις…» Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα Απομνημονεύματά
του, «…έφθασεν εις την νήσον Πετζών Γρηγόριος τις, Δικαίος λεγόμενος, και
εκέιθεν μετέβη εις Πελοπόννησον…», «…ο δε Δικαίος,άνθρωπος απαταιών και
εξωλέστατος» «Είχον φθάσει εις τον Πόρον προ καιρού τινός ογδοήκοντα βαρέλια
μπαρούτη…η πρώτη και η μόνη συνδρομή όπου απεστάλη εις την Ελλάδα…αλλά και αυτή
εις μάτην,επειδή με το να ήτον διωρισμένη εις παραλαβήν του Δικαίου Παπά
Φλέσια,ούτος την παρέλαβεν και την επώλησεν,όθεν ήθελεν και εχρηματολόγει ενώ η
Πατρίς εκινδύνευε …»Ο ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος χαρακτηρίζει τους
προσδιορισμούς αυτούς ως ‘’αυστηρούς’’ και ‘’υπερβολικούς’’ και εξηγεί τους
χαρακτηρισμούς αυτούς του Γερμανού, «…δεν ανταποκρίνονται εις την
πραγματικότητα εις όλην την έκτασιν…αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι περί του
χαρακτήρος του Γρηγορίου …πολλά εγνώριζαν οι Πελοποννήσιοι και πλην αυτού
…διάφοροι φήμαι τον παρουσίαζαν υπεράγαν ορμητικόν,ψευδολόγον, αδίστακτον,
επικίνδυνον, και εις τους λογαριασμούς όχι εύτακτον. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης σε
επιστολή του προς τον Αμβρόσιο Φραντζή, «Το όνομα του Παπαφλέσσα τον οποίον
αναφέρετε ως αναφανέντα επωφελώς κατά την εποχήν εκείνην μετά του Κολοκοτρώνη,
κατέστη επομένως ένδοξον και σημαντικόν εις την Ελλάδα, αλλά τις εδύνατο να
δώση πίστιν εις τους λόγους αγνώστου και ασημάντου καλογήρου κατά πρώτον εις
την σκηνήν παρουσιαζόμενον». Πρόκειται για επιστολή που έστειλε ο Κανέλλος
Δεληγιάννης στον Φραντζή αμέσως μετά την έκδοση των δύο πρώτων τόμων της
ιστορίας του και ύστερα από πρόσκληση του Φραντζή να συμπληρώσει και να κάνει
επισημάνσεις πάνω στο έργο του.
Ο Schhrebian γράφει για τον Παπαφλέσσα, «Αυτός ο
εξαιρετικός άνδρας ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ξεσήκωσαν το Μοριά. Ήταν τότε
περίπου σαράντα χρονών. Είχε χαρακτηριστικά αρχοντικά, μάτια φλογερά, σώμα γεμάτο
δύναμη και ζωή, χαρακτήρα ακέραιο. Κάθε του πράξη υποκινούσε ένας αγνός
πατριωτισμός. Το πνεύμα του ήταν περισσότερο καλλιεργημένο από το πνεύμα των
άλλων συναδέλφων του. Μια μακριά μαύρη γεννιάδα τον ξεχώριζε απ΄όλους τους
άλλους καπεταναίους. Στεκόταν πολύ ψηλά από τους άλλους καπεταναίους. Στεκόταν
πολύ ψηλά στη συνείδηση όλων. Οι συμπατριώτες του έτρεφαν τόση εκτίμηση στο
πρόσωπό του, ώστε τυφλά των υπάκουαν. Η παρουσία του μόνο ήταν αρκετή για να
δώσει τέλος στις φιλονικιές που ξεσπόυσαν πολύ συχνά ανάμεσα στους χωρικούς και
στους στρατιώτες. Ο Πουκεβίλ δυσαρεστημένος από τις κομματικές διενέξεις του
1823 θεωρεί τον Παπαφλέσσα ως έναν από τους ‘’ένοχους κομματικούς αρχηγούς’’ Ο
Τάσος Γριτσόπουλος, «Ο Δικαίος ήτο πρόσωπον ανωμάλου φύσεως. Η επιπολαιότης του
έφερνε συχνά εις δύσκολον θέσιν τους αρχηγούς της Εταιρείας. Δια τούτο η περί
αυτού γνώμη των Φιλικών δεν ήτο κολακευτική.[…]ο αρχιμανδρίτης ήρχετο ορμητικός
και υπέράγαν ενθουσιώδης να κηρύξη τον κατά της Τουρκίας πόλεμον.Το άλογον
πάθος,η επικίνδυνος ορμητικότης, το ψεύδος, το παράτολμον μένος, η ανάμνησις
των δεινών τεσσάρων αιώνων υπό δουλείαν[…]εκπροσωπεί (ο Παπαφλέσσας) το
απαραίτητον, αλλά έις πάσαν ενέργειαν επικίνδυνον, παράλογον πάθος»
Παπαφώτης
Ο Παπαφώτης ήταν αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του ήταν από την Κορώνη. Υπήρξε
περίφημος καπετάνιος και έγινε γνωστός για τα στρατιωτικά του κατορθώματα.
Διονύσιος
Παρδαλός
Ο Επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος Παρδαλός
ήταν ιερωμένος αγωνιστής του 1821 και πολιτικός.
Είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία γύρω στα 1818 και
μετέπειτα και ήταν από τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού στην Τσακωνία[1]. Ήταν ο
τελευταίος επίσκοπος της επισκοπής Ρέοντος και Πραστού από το 1812 έως που
καταργήθηκε το 1833 και είχε έδρα τον Πραστό της Τσακωνίας, είχε διαδεχτεί στον
επισκοπικό θρόνο τον Ιάκωβο Σαλούφα. Μετέπειτα ο Διονύσιος έγινε αρχιεπίσκοπος
της νέας επισκοπής Κυνουρίας που δημιουργήθηκε με έδρα το Λεωνίδιο η οποία
καταργήθηκε μετά τον θάνατο του. Ο Διονύσιος διετέλεσε πρόεδρος της ιεράς
συνόδου το 1835-1841 και σύνεδρος από το 1850 έως τον θάνατο του το 1852.
Χρημάτισε πληρεξούσιος των Τσακώνων και της
επαρχίας του Αγίου Πέτρου στην Β' Εθνοσυνέλευση Άστρους το 1823.
Παφνούτιος
Ο ιερομόναχος του Μεγάλου Σπηλαίου Παφνούτιος ήταν
αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του ήταν από την Καρυά της Κορίνθου.
Πριν την επανάσταση εγκαταστάθηκε στη Ρωσία, όπου έγινε εφημέριος της εκκλησία
του αείμνηστου Βαρβάκη στο Ταϊγάνι. Βρέθηκε στη Βλαχία όταν έγινε η εκεί
επανάσταση και κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο. Μετά την αποτυχία της επανάστασης
επέστρεψε στην Πελοπόννησο και φάνηκε χρήσιμος στα στρατόπεδα και στην
Πολιορκία του Ναυπλίου. Πρώτος αυτός μεταξύ των άλλων βρέθηκε και έβαλε την
σκάλα στο Παλαμήδι.
Πορφύριος
επίσκοπος Άρτας
Ο Πορφύριος ήταν επίσκοπος Άρτας και αγωνιστής του
1821.
Η καταγωγή του ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήρθε
στην Πάτρα τον ίδιο χρόνο της πολιορκίας της πόλης από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Τον είχαν στείλει οι αδελφοί Μεσολογγίτες για να ζητήσουν βοήθεια από τον
Κολοκοτρώνη και από την κυβέρνηση. Έτυχε εκεί στην περίφημη μάχη της 9ης
Μαρτίου.
Εμψύχωσε πολύ τους Έλληνες, ιδίως της Ακαρνανίας.
Έγινε πολιτικός και έλαβε μέρος σε όλες τις Εθνικές Συνελεύσεις ως πληρεξούσιος
και βουλευτής.
Επίσκοπος
Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιος
Ο Προκόπιος ήταν Έλληνας ιεράρχης, επίσκοπος
Κερνίκης και Καλαβρύτων και αγωνιστής του 1821.
Γεννήθηκε στο χωριό Ποταμός της πρώην επαρχίας
Καλαβρύτων και συμμετείχε στην επανάσταση του 1821 παίρνοντας μέρος σε όλες τις
συναντήσεις των προκρίτων πριν την έναρξή της, και συμμετείχε σε μάχες.
Τον Μάρτιο του 1821, στάλθηκε στην Γαστούνη από τον
Παλαιών Πατρών Γερμανό, για να ξεσηκώσει τους ντόπιους. Και στις 25 Μαρτίου
μαζί με τον Γερμανό, Ζαΐμηδες, Πετιμεζαίους, Χαραλάμπη, Θεοχαρόπουλο και άλλους
σηκώνουν στην Αγία Λαύρα το λάβαρο της επανάστασης. Στις 26 Μαρτίου υπογράφει
μαζί με τον μητροπολίτη Γερμανό την προκήρυξη προς τους προξένους για στήριξη
του απελευθερωτικού αγώνα.
Σακελλάριος
εξ Ανδρίτσαινας
Ο Σακελλάριος ήταν Έλληνας κληρικός και αγωνιστής
της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.Η καταγωγή του ήταν από το Φανάρι Ηλείας και
υπηρετούσε ως ορθόδοξος κληρικός στην περιοχή της ιστορικής επαρχίας Ολυμπίας.
Όντας μέλος της Φιλικής Εταιρίας, λειτουργούσε ως σύνδεσμος και συνεργαζόταν με
άλλους Φιλικούς μέλη της μυστικής οργάνωσης, προκειμένου να προετοιμαστεί και
να υποστηριχθεί η ελληνική εξέγερση εναντίον των οθωμανικών αρχών. Κατά την
διάρκεια της επανάστασης, κατάφερε να πείσει τις οθωμανικές δυνάμεις να
αποχωρήσουν από την ύπαιθρο και να κλειστούν στην Τριπολιτσά. Λόγω της
βεβιασμένης αποχώρησης των οθωμανικών στρατευμάτων, πολλά υλικά είχαν
εγκαταλειφθεί. Για αυτό τον λόγο και μέσα σε ένα τεταμένο κλίμα, κατάφερε να
μοιράσει στους κατοίκους της Ανδρίτσαινας και άλλων γειτονικών χωριών τις
προμήθειες του οθωμανικού στρατού. Συμμετείχε με τα ελληνικά σώματα στις
πολεμικές επιχειρήσεις, ενώ μαζί του είχε ως συμπολεμιστές τους γιούς του και
άλλους συγγενείς του.
Ιωάννης
Σακελλάριος
Ο ιερέας Ιωάννης Σακελλάριος ήταν κληρικός και
αγωνιστής του 1821.Η καταγωγή του ήταν από την Στεμνίτσα. Ωφέλησε τον αγώνα
παρακινώντας τους πατριώτες του με λόγια και με πράξεις. Υπήρξε φίλος του
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και υπηρέτησε και στο στρατόπεδο ευλογώντας και
συμβουλεύοντας τους στρατιώτες.
Άνθιμος
Σκαλιστήρης
Ο ιερέας Άνθιμος Σκαλιστήρης ήταν ιερώμενος και
αγωνιστής του 1821.Έδειξε πολύ ζήλο κατά την επανάσταση. Πήρε τα όπλα και
έτρεξε στα στρατόπεδα των Ελλήνων και τους παρακινούσε για τον πόλεμο. Πήγαινε
και στα ταμπούρια, κλεινόταν και πολεμούσε μαζί με τους απλούς στρατιώτες. Όταν
στάλθηκε στην Ύδρα για να παρακινήσει τους νησιώτες να βγάλουν τα καράβια τους
στον αγώνα. Βρέθηκε και στην σύσταση του στρατοπέδου των Βερβαίνων και στα
Τρίκορφα και ιδίως στον Άγιο Βλάση. Λειτουργούσε και μεταλάμβανε τους στρατιώτες.
Βαρθολομαίος
Σπηλιωτόπουλος
Ο ιερέας Βαρθολομαίος Σπηλιωτόπουλος ήταν κληρικός
και αγωνιστής του 1821.Η καταγωγή του ήταν από την Δημητσάνα. Βρέθηκε στην θέση
όπου έστεκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και διεύθυνε την μάχη κατά του Δράμαλη στα
Δερβενάκια. Βοήθησε τον Οικονόμο ψέλνοντας την παράκληση κατά την ώρα της μάχης
δεόμενος του θεού των Ελλήνων να ενισχύσει τους στρατιώτες κατά των βαρβάρων.
Έτρεχε δε και αυτός και έδινε θάρρος στους στρατιώτες.
Παπά
Σταθούλας
Ο Παπά Σταθούλας ήταν αγωνιστής του αγώνα του 1821.
Η καταγωγή του ήταν από τα Λαγκάδια Αρκαδίας της
επαρχίας Καρύταινας. Έγινε γνωστός για τα στρατιωτικά του κατορθώματα, διότι
όπου και αν έπαιρνε μέρος στην μάχη ανδραγαθούσε και διακρίνονταν για την
παλικαριά του. Πέρασε στο Μεσολόγγι μαζί με τον στρατηγό Κανέλλο Δεληγιάννη και
άφησε και εκεί σημεία παλικαριάς.
Έπεσε μαχόμενος κατά την ατυχή μάχη των Τρικόρφων
επί Ιμπραήμ Πασά.
Βαρσών
Συμεών
Ο Συμεών ήταν Hγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου
Νικολάου Βαρσών και αγωνιστής του 1821.
Είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη
Σέκερη, ο οποίος τον είχε πιστό και δικό του, και τον έστειλε σε αποστολές υπέρ
της Εταιρείας. Πήγαινε και στην Κωνσταντινούπολη και έφερνε τις οδηγίες από
τους εκεί αδελφούς.
Βρέθηκε σε όλες τις μάχες, ενώ την μονή του την
έκανε σταθμό για τους στρατιώτες που πολεμούσαν στην πολιορκία της Τρίπολης,
και εναντίον των Αράβων.
Θεόκλητος
Φαρμακίδης
Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κατά κόσμο Θεοχάρης
Φαρμακίδης (Νιμπεγλέρ (Νίκαια) της Θεσσαλίας 15 Ιανουαρίου 1784 – Αθήνα 26 Απριλίου
1860), ήταν διδάσκαλος του Γένους, κορυφαίος Νεοέλληνας διαφωτιστής, αγωνιστής
της Ελληνικής Επανάστασης, λόγιος κληρικός και πρωτοπόρος δημοσιογράφος.
Έλαβε τη βασική μόρφωση στο χωριό του και τη Λάρισα
όπου και χειροτονήθηκε διάκονος το 1802 λαμβάνοντας το όνομα Θεόκλητος. Στη
συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν κάποιος θείος του
Μητροπολίτης και φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1804 – 1806).Ο καθηγητής
Δημήτριος Μπαλάνος σημειώνει : "Αλλ' ο Φαρμακιδης δεν απεκόμισεν αγαθές εντυπώσεις
εκ Κωνσταντινουπόλεως τόσον λόγω του πολυτάραχου και εκλύτου βίου της
μεγαλουπόλεως, όσον και λόγω του αυταρχικού πνεύματος, όπερ διέγνωσεν επικρατών
εν τοις πατριαρχείοις". Συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή των Κυδωνιών
και στην Ακαδημία του Ιασίου (1806 – 1811). Αφού παρέμεινε για ελάχιστο χρονικό
διάστημα στο Βουκουρέστι όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, διορίστηκε τον ίδιο
χρόνο εφημέριος του Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου της ελληνικής παροικίας στη Βιέννη
(1811 μέχρι το 1818) συμπληρώνοντας τη φιλολογική του μόρφωση μαθαίνοντας
λατινικά, γαλλικά και γερμανικά όπου και μετέφρασε τη τετράτομη εγκυκλοπαίδεια
του Γιακόμπς.
Μετά τον ιδρυτή Άνθιμο Γαζή από το 1816 έως το 1818
σε συνεργασία μαζί με τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη συνέχισαν την έκδοση του
περιοδικού "Λόγιος Ερμής", το οποίο υπήρξε βασικό δημοσιογραφικό
όργανο της παράταξης του Αδαμάντιου Κοραή. Συμμετείχε ως μέλος στη Φιλική
Εταιρεία. Ο ευεργέτης του, φιλέλληνας λόρδος Γκίλφορντ, του εξασφάλισε τις
δαπάνες των σπουδών του στο πανεπιστήμιο του Γκαίττινγκεν (Γοττίγκη) στη
Γερμανία το 1819.
Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, τον Μάιο
του 1821, μετέβη στην ηπειρωτική Ελλάδα, από εκεί στις Σπέτσες, στη συνέχεια
στο στρατόπεδο των Βερβαίνων όπου τελικά και εντάχθηκε στο επιτελείο του
πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη. Τον Αύγουστο του 1821 βρίσκεται στην Καλαμάτα όπου
και εκδίδει την πρώτη ελληνική εφημερίδα που κυκλοφόρησε σε ελλαδικό έδαφος,
χειρόγραφη με τον τίτλο "Ελληνική Σάλπιγξ". Διέκοψε την έκδοσή της εξ
αιτίας της διαφωνίας του με τη λογοκρισία που επεχείρησε να επιβάλλει ο Υψηλάντης.
Έλαβε μέρος στις δύο πρώτες Εθνοσυνελεύσεις,
διορίστηκε μέλος του Αρείου Πάγου Ανατολικής Ελλάδος, Έφορος της Παιδείας και
της Ηθικής Ανατροφής των Παίδων (5 Ιουλίου 1823) και δίδαξε το διάστημα 1823 –
1825 στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Στα 1825 διορίστηκε από την κυβέρνηση
αρχισυντάκτης της "Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος" της μετέπειτα
"Εφημερίδος της Κυβερνήσεως". Παραιτήθηκε από αυτή τη θέση το 1827
αντιδρώντας έτσι στις κατηγορίες που του απέδιδαν.
Όντας υποστηρικτής του "Αγγλικού
κόμματος" του Μαυροκορδάτου διαφώνησε εξ αρχής με τον Κυβερνήτη Ιωάννη
Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσε όργανο της ρωσικής πολιτικής. Η κυβερνητική
λογοκρισία ανακάλυψε επιστολή του με επικριτικό περιεχόμενο για το πρόσωπο του
Κυβερνήτη και για αυτό το λόγο δικάστηκε και φυλακίστηκε. Έπειτα πέρασε στην
Ύδρα όπου ενώθηκε με την αντικαποδιστριακή παράταξη. Μετά τη δολοφονία του
Καποδίστρια, το 1832, διορίστηκε έφορος του εν Αιγίνη Γενικού και
Προκαταρκτικού Σχολείου (14 Απριλίου 1832).
Με την έλευση του ανήλικου Βασιλέα Όθωνα
χρησιμοποιήθηκε από τον αντιβασιλέα Μάουρερ ως βασικός σύμβουλός του σε
εκκλησιαστικά ζητήματα. Με ενέργειες του Φαρμακίδη στις 23 Ιουλίου 1832 εξεδόθη
Βασιλικό Διάταγμα για την κήρυξη του αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας και
την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Βασικό επιχείρημα
του ήταν ότι δεν μπορούσε το ελεύθερο ελληνικό κράτος να εξαρτά την
εκκλησιαστική του διοίκηση από έναν Πατριάρχη δέσμιο του Τούρκου Σουλτάνου. Οι
συντηρητικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι, που ανήκαν στο "ρωσικό κόμμα" (το
οποίο υποστήριζε το ενιαίο εκκλησιαστικό κέντρο, επί τη βάσει των
πανσλαβιστικών σχεδίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) εξεμάνησαν εναντίον του
ασκώντας του εντονότατη πολεμική για πάνω από δύο δεκαετίες. Επικεφαλής αυτών
των κύκλων υπήρξε ο κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, έμμισθος
σύμβουλος των Ρώσων και κύρια όργανά του η εφημερίδα "Αιών" και το
περιοδικό "Ευαγγελική Σάλπιγξ".
Υπήρξε στενός φίλος του έτερου μεγάλου διαφωτιστή
Θεόφιλου Καΐρη και μετέβη πολλών προσπαθειών προκειμένου να τον μετακινήσει από
τις ύστερες θεοσοφιστικές πεποιθήσεις του. Ως γραμματέας της Συνόδου πρότεινε,
προκειμένου να σώσει τον Καΐρη, να του επιτραπεί η έξοδος από την Ελλάδα, ώστε
να σταματήση η υπόθεση εκεί και να λυθή το ζήτημα.
Είχε την άποψη ότι η Αγία Γραφή έπρεπε να
μεταγλωττιστεί στην απλοελληνική ώστε να γίνεται κατανοητή από τα ευρύτερα
λαϊκά στρώματα, θέση που του κόστισε νέα πολεμική από τους ίδιους συντηρητικούς
κύκλους. Συνδέθηκε φιλικά με τον Ιωνά Κιγκ.
Το 1833 διορίστηκε Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος (όπως ονομαζόταν τότε η Εκκλησία της
Ελλάδος) και το 1837 του δόθηκε η θέση του τακτικού καθηγητή Θεολογίας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο όμως δεν δίδαξε ποτέ. Αργότερα διορίστηκε
καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή.
Όταν στις 29 Ιουνίου 1850 το Οικουμενικό
Πατριαρχείο εξέδωσε Τόμο ανακήρυξης του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος,
ο Φαρμακίδης, θεωρώντας τους όρους του Τόμου αντικανονικούς και περιοριστικούς
για την άσκηση ελεύθερης διοίκησης, εξέδωσε ως "Αντιτόμο" το
σύγγραμμα "Ο Συνοδικός Τόμος ή περί αληθείας" (23 Απριλίου 1852) με
τις θέσεις του, έργο που επηρέασε καταλυτικά την όλη νομολογία και πρακτική του
ελληνικού κράτους έναντι της Εκκλησίας και το εσωτερικό τυπικό της. Σε αυτό
υποστήριζε ότι: "κατεφρονήθη η Ελλάς, περιεπαίχθη, εξυβρίσθη, εξηυτελίσθη
παρά ξένης Εκκλησιαστικής Αρχής, υπό τον Σουλτάνον των Οθωμανών τελούσης και
κατά τας διαταγάς αυτού ενεργούσης".
Στην προσπάθειά του να αναβιώσει την αρχαία
παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, για μια Βιβλική θεολογία, προέβη στην
επανέκδοση (1842 - 1843) των Σχολίων του ερανιστού των Πατέρων Οικουμενίου
(10ος αιώνας), στην Καινή Διαθήκη.
Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, φοβούμενος
τη ρωσική επεκτατικότητα τον κίνδυνο του πανσλαβισμού, τις γεωπολιτικές βλέψεις
και τα μακραίωνα συμφέροντα της Ρωσίας στα Βαλκάνια, υιοθέτησε ουδετερόφιλη
στάση.
Υπήρξε πιστός υπερασπιστής των ιδεών του
νεοελληνικού διαφωτισμού, που είχε ως βασικό εκφραστή τον Κοραή και ιδιαίτερα
ταπεινός στο φρόνημα, ώστε και όταν ακόμη του προσφέρθηκε ο "Μεγαλόσταυρος
του Σωτήρος" ως αναγνώριση των υπηρεσιών του στο έθνος δεν απεδέχθη την
τιμή.
Πέθανε σε πλήρη ένδεια στην Αθήνα το 1860.
Ωλένης
Φιλάρετος
Ο επίσκοπος Ωλένης Φιλάρετος ήταν Έλληνας ιερωμένος
και αγωνιστής Επανάστασης του 1821.
Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας, και ενάρετος.
Βρέθηκε στην Τριπολιτσά κατά την διάρκεια της Πολιορκίας, όπου και
αιχμαλωτίστηκε και απεβίωσε στην φυλακή.
Δημητσάνας
Φιλόθεος
Ο ιερέας Φιλόθεος Δημητσάνας ήταν ιερωμένος και
αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του ήταν από την Κύπρο. Ήταν επίσκοπος
και φιλήσυχος άνθρωπος. Φυλακίστηκε και αυτός μαζί με τους άλλους προύχοντες
και αρχιερείς, και πέθανε στα βασανιστήρια στις φυλακές της Τριπολιτσάς.
Αμβρόσιος
Φραντζής (πρεσβύτερος)
Ο Αμβρόσιος Φραντζής (κατά κόσμον Ανδρόνικος
Φρατζής, Μεσορρούγι Αχαΐας, 1778 - Αθήνα, 1851) ήταν Έλληνας κληρικός,
ιστορικός, πολιτικός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε στο Μεσορρούγι της πρώην επαρχίας
Καλαβρύτων το 1778. Έγινε μοναχός σε μικρή ηλικία στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου
όπου έμαθε και γράμματα στη σχολή που λειτουργούσε εκεί. Στις 20 Φεβρουαρίου
1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον ξάδελφό του Γερμανό Ζαφειρόπουλο, επίσκοπο
της Ιεράς Μητρόπολης Χριστιανουπόλεως[1] και ανέπτυξε μεγάλη δράση στην
Πελοπόννησο. Μύησε στην Φιλική Εταιρεία όλους τους μοναχούς του Μεγάλου
Σπηλαίου, ενώ πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Χρημάτισε μέλος της
Πελοποννησιακής Γερουσίας και το 1827 ήταν πληρεξούσιος Αρκαδίας στην
Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Τον Ιανουάριο του 1821 μαζί με τον επίσκοπο Γερμανό
μετέβησαν από την Κυπαρισσία στην Βοστίτσα (σήμερα Αίγιο) και πήραν μέρος στην
εκεί εθνοσυνέλευση. Μαζί με τον Γερμανό θεωρούνται από τους πρωτεργάτες της
επανάστασης στην Αρκαδία.
Το 1833, με υποκίνηση τού Άγγλου Εδουάρδου Μάνσον,
συνελήφθη μαζί με τον Κολοκοτρώνη ως ρωσόφιλος και φυλακίστηκε στο Ναύπλιο[2].
Αργότερα μετά την απελευθέρωσή του, επί βασιλείας Όθωνα, έχοντας ζήσει τα
γεγονότα όλου του Αγώνα έγραψε το πεντάτομο έργο Επιτομή της Ιστορίας της
Αναγεννηθείσης Ελλάδος, καθιστάμενος έτσι ο πρώτος ιστορικός της Ελληνικής
Επανάστασης του 1821. Η δημοσίευση όμως αυτού του έργου του σήκωσε θύελλα
διαμαρτυριών από μέρους των περισσοτέρων από τους σύγχρονούς του, εκτός των
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Τζαλαφατινού αλλά και του Σακελλαριάδη που το έκριναν
ως ιδιαίτερα αντικειμενικό και αμερόληπτο.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής πέθανε στην Αθήνα το 1851.
Μετά από 85 χρόνια από το θάνατό του, το 1936, επί Ιωάννη Μεταξά στήθηκε
μνημείο με την προτομή του στη Κάτω Κυπαρισσία. Τη βιογραφία του Α. Φραντζή
έγραψε ο Κ. Καλαντζής υπό τον τίτλο "Ο Ιστορικός Αμβρόσιος Φραντζής – Ο
Κληρικός, ο Πολεμιστής και ο Διπλωμάτης 1771-1851", Αθήνα. χ.χ.
Ψηλογαλάνης
Ο πρωτοσύγγελος Ψηλογαλάνης ήταν κληρικός και
αγωνιστής του 1821.
Η καταγωγή του ήταν από την Τριφυλλία. Υπηρέτησε
την πατρίδα από την αρχή της επανάστασης παρακινώντας και τους άπορους Έλληνες
και τους ενίσχυε οικονομικά με δικά του χρήματα για να πηγαίνουν στον πόλεμο.