Τρίτη 13 Μαΐου 2014

+ Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ ὁ Νεοϊερομάρτυρας





 
Οἱ γονεῖς τοῦ λέγονταν Γεώργιος καὶ Μαγδαληνὴ Χασάπη ἢ Ὀρουντιώτη, ἐπειδὴ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὁροῦντα καὶ ἀπέκτησαν συνολικὰ 13 παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία ἐπέζησαν τελικὰ τὰ 10, 7 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια. Ἡ πολυμελὴς καὶ εὐλογημένη αὐτὴ οἰκογένεια ἔμενε σὲ ἰδιόκτητο σπίτι στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἦταν ἀρκετὰ εὔπορη. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου εἶχε δικό του πανδοχεῖο καὶ φοῦρνο, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ ἀπασχολεῖτο στὸ σπίτι καὶ στὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν.


Ὡς εὐλαβεῖς ποὺ ἤσαν εἶχαν μετατρέψει ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ σὲ τόπο προσευχῆς μὲ εἰκονοστάσι, ἀπ' ὅπου εἶχαν τὴν καλὴ συνήθεια νὰ περνοῦν ὅλοι τὸ βράδυ πρὶν πλαγιάσουν γιὰ προσευχή. Ἰδιαίτερο ζῆλο ἔδειχναν πάντοτε στὴν προσευχὴ οἱ δύο δίδυμοι.

Πολὺ σημαντικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς στὰ παιδιὰ διαδραμάτισε καὶ ἡ ἐνάρετη γιαγιὰ τοὺς (μητέρα τῆς μητέρας τοὺς) Λωξάνδρας (Ἀλεξάνδρα). Οἱ μικροὶ δίδυμοι ἐντρυφοῦσαν ἐπίσης στὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων, καὶ μάλιστα στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ἰδιαίτερά τους συγκίνησε ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, ποὺ ἔδωσε τὴν τελικὴ ὤθηση νὰ ἀκολουθήσουν τὸν μοναχικὸ βίο.

Σὲ ἡλικία μόλις 14 χρόνων, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους, κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1928 τὰ δύο ἀδέλφια ξεκίνησαν μὲ τὰ πόδια, σὰν διψασμένα γιὰ ἀρετὴ ἐλάφια, γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Σταυροβουνίου, ποὺ ἦταν ξακουστὴ γιὰ τὴν ὀσιακὴ ζωὴ τῶν ἐναρέτων Γερόντων, ποὺ ἀσκοῦσαν τότε σ' αὐτήν.

Παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἀντιδράσεις τους, οἱ εὐλογημένοι γονεῖς τοὺς τελικὰ ὑποχώρησαν καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν εὐχή τους, μπροστὰ στὴν ἔντονη ἐπιμονὴ τῶν παιδιῶν τους γιὰ τὸν μοναχισμό. Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ ἐνάρετος Γέροντας Βαρνάβας Χαραλαμπίδης (1864-1948).

Μέσα στὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον τῆς Μονῆς τὰ δύο νεόφυτα βλαστάρια ἔθεσαν τὶς γερὲς βάσεις γιὰ τὴ μετέπειτα βιοτή τους. Στὴ Μονὴ παρέμειναν μόνο γιὰ 5 χρόνια, γιατί κλονίστηκε ἡ ὑγεία τους καὶ ἀναγκάστηκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντά τους νὰ παραμείνουν καὶ γιὰ κάποιο διάστημα στὸ σπίτι τους. Τὸ 1934 ἐπισκέπτεται τὴ Μονὴ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἰορδάνου καὶ μετέπειτα Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Τιμόθεος Θέμελης (1878-1955), ποὺ προτείνει στὸν Γέροντα Βαρνάβα καὶ στὸν πατέρα τῶν παιδιῶν νὰ τοὺς πάρει μαζί του στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ φοιτήσουν στὸ ἐκεῖ Γυμνάσιο. Τόσο ὁ Γέροντας, ὅσο καὶ ὁ πατέρας τοὺς ἔδωσαν τὴν εὐχή τους στὰ παιδιά, ποὺ τὴν ἴδια χρονιὰ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Παλαιστίνη.

Τὰ δύο ἀδέλφια ἀποφοίτησαν τὸ 1939 ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο καὶ ἀκολούθησε ὁ καθένας τὴ δική του πορεία. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸ 1937 κάρηκε μοναχός, μετονομασθεῖς σὲ Ἐλπίδιο καὶ χειροτονήθηκε διάκονος τὴν ἴδια χρονιὰ καὶ τὸ 1940 πρεσβύτερος. Ὑπηρέτησε μὲ ζῆλο σὲ διάφορα διακονήματα τοῦ Πατριαρχείου, καὶ ὕστερα προσλήφθηκε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Μετὰ ἀπὸ διάφορες σπουδὲς καὶ ποικίλες ὑπηρεσίες, καὶ ἀφοῦ παρέμεινε γιὰ λίγο στὸ ΄Ἅγιον Ὅρος, ἐκοιμήθη στὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ στὴν Ἀθῆνα ἕνα ὄντως ὀσιακὸ θάνατο στὶς 29 Νοεμβρίου 1983.

Ὁ Σοφοκλῆς, ἀντίθετα, παρέμεινες μέχρι τὸ μαρτυρικό του τέλος στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὅπου διακόνησε μὲ μεγάλη αὐτοθυσία καὶ ὑποδειγματικὰ ὅσια βιοτὴ σὲ ποικίλα διακονήματα καὶ προσκυνήματα. Τὸ 1937 κάρηκε μοναχός, μετονομασθεῖς σὲ Φιλούμενο, τὸ 1939 χειροτονήθηκε διάκονος, τὸ 1943 ἔγινε πρεσβύτερος, ἐνῷ τὸ 1948 προχειρίσθηκε σὲ Ἀρχιμανδρίτη. Τελικὰ διορίστηκε στὶς 8 Μαΐου 1979 ὑπεύθυνος στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὅπου καὶ λίγο ἀργότερα μαρτύρησε.

Ὡς μέλος τῆς ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητας ὁ π. Φιλούμενος ἔζησε ἀθόρυβα καὶ ταπεινά, τηρώντας μὲ ἀκρίβεια τὶς μοναχικές του ὑποσχέσεις. Ἀναφέρεται πὼς γιὰ ὀκτὼ χρόνια, ποὺ ἀσκήτευε μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Λύδδης Ὑμέναιο, δὲν κάθησαν ποτὲ σὲ τραπέζι νὰ φᾶνε, ἀλλ' ἔτρωγαν ὄρθιοι καὶ μέσα σὲ κατσαρόλα γιὰ ἄσκηση.

 


Στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ τὸν ἐπισκέπτονταν συχνὰ φανατικοὶ Ἑβραῖοι, ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσαν καὶ τὸν παρακινοῦσαν νὰ φύγει ἀπ' ἐκεῖ, ἀφοῦ, ὡς γνωστό, οἱ Ἑβραῖοι τὸ θεωροῦν δικό τους προσκύνημα. Ὁ π. Φιλούμενος ἀπόφευγε διακριτικὰ νὰ τοὺς προκαλεῖ, ἐξηγώντας ὡστόσο μὲ ταπείνωση σ' αὐτοὺς πὼς τὸ προσκύνημα ἀνῆκε ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες στοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Στὶς 16/29 Νοεμβρίου τοῦ 1979 καὶ ἐνῷ ὁ Ἅγιος τελοῦσε τὸν Ἑσπερινό, τὸ ἐπιτέθηκαν, ἄγνωστο πόσοι Ἑβραῖοι φανατικοί, ποὺ μὲ τσεκοῦρι ἀπάνθρωπα τὸν δολοφόνησαν. Ἀφοῦ στὴ συνέχεια λεηλάτησαν τὸν ναό, ἔριξαν φεύγοντας χειροβομβίδα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ βέβηλο ἔργο τους.

Τὸ σκήνωμα τοῦ π. Φιλουμένου παραδόθηκε μετὰ ἀπὸ 6 ἡμέρες στοὺς Ἁγιοταφῖτες καὶ διατηροῦσε θαυμαστὰ τὴν εὐκαμψία του. Ἡ κηδεία τοῦ ἔγινε στὶς 21.11/4/12/79 καὶ τάφηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Σιῶν σὲ συνθῆκες βαρυτάτου πένθους καὶ μὲ τὴ συνδρομὴ πλήθους κόσμου. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του γιὰ νὰ γίνει ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του, τὸ σῶμα τοῦ βρέθηκε ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Τότε ξανακλείστηκε ὁ τάφος καὶ ἄνοιξε ξανὰ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1984, κατὰ τὴν ἠδεία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου. Τὸ σκῆνος τοῦ βρέθηκε τότε νὰ διατηρεῖ μερικὴ ἀφθαρσία καὶ νὰ εὐωδιάζει, ὡς ἄνωθεν ἐπισφράγιση τῆς ἔνταξής του «ἐν σκηναῖς Ἁγίων». Τότε τοποθετήθηκε σὲ ὑάλινη λειψανοθήκη στὸ βόρειο τμῆμα τοῦ ἱεροῦ βήματος στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σιῶν.

Παρότι σήμερα δὲν ὑπάρχει, γιὰ διάφορους λόγους, ἐπίσημη πράξη ἀναγνώρισης τῆς ἁγιότητός του, τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θεωρεῖ τὸν π. Φιλούμενο ὡς Ἅγιο καὶ τοῦ ἀπονέμει τὴ σχετικὴ τιμητικὴ προσκύνηση. Ἡ ὀσιακὴ βιοτή του, τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ἡ ἀφθαρσία καὶ εὐωδία τοῦ χαριτοβρύτου σκήνους του, τὰ ὑπὸ πολλῶν μαρτυρούμενα πολλαπλὰ θαύματα τοῦ (ἰάσεις ἀσθενειῶν, καὶ μάλιστα καρκίνου), ποὺ ἔγιναν σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς μετὰ τὴν τελείωσή του, ἀποτελοῦν ἀψευδεῖς μαρτυρίες γιὰ τὴν ἁγιότητά του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου