Η
Ιερά Μονή Δοχειαρίου (άλλες ονομασίες: Δάφνης, Αγίου Νικολάου, Αγίων Ταξιαρχών,
Ασωμάτων) είναι χτισμένη επάνω σε βραχώδη ανώμαλη πλαγιά στη μεσημβρινή ακτή
της Χερσονήσου, λίγες δεκάδες μέτρα από τη θάλασσα. Η εξώπυλος αυλή – αντίθετα
με το στενόχωρο μέσαυλο – απλώνεται με συνεχή αντερίσματα παρέχοντας έξοχο
θέαμα από το κιόσκι, απέναντι από την πύλη της Μονής.
Προσκυνητάρια, παλαιικές κρήνες αβδηριτικού τύπου, πεζούλια με εσπεριδοειδή κοσμούν το γύρω χώρο. Μέσα στη Μονή ότι χάνεται σε πλάτος κερδίζεται σε ύψος, σ' ένα βραχώδη τόπο εντελώς ανισόπεδο και ακανόνιστο. Αλλεπάλληλες επαλείψεις ασβέστη επικρύβουν το αρχέγονο κάλλος πολλών κτισμάτων. Σε ύψος 25 μέτρα, ορθούμενοι οι τρούλοι του καθολικού, λεπτοί και ανάλαφροι, δημιουργούν ανατατικά αισθήματα.
Προσκυνητάρια, παλαιικές κρήνες αβδηριτικού τύπου, πεζούλια με εσπεριδοειδή κοσμούν το γύρω χώρο. Μέσα στη Μονή ότι χάνεται σε πλάτος κερδίζεται σε ύψος, σ' ένα βραχώδη τόπο εντελώς ανισόπεδο και ακανόνιστο. Αλλεπάλληλες επαλείψεις ασβέστη επικρύβουν το αρχέγονο κάλλος πολλών κτισμάτων. Σε ύψος 25 μέτρα, ορθούμενοι οι τρούλοι του καθολικού, λεπτοί και ανάλαφροι, δημιουργούν ανατατικά αισθήματα.
Πιστεύεται
ότι ο ιδρυτής της σχετίζεται με τον Άγιο Αθανάσιο, του οποίου χρημάτισε μαθητής
και δοχειάρης στη Μεγίστη Λαύρα: είναι ο Όσιος Ευθύμιος, Κωνσταντινουπολίτης
ευγενούς καταγωγής. Στο διακόνημα αυτό ο Ευθύμιος υπηρέτησε πριν από το 970,
αφού το 972 υπογράφεται στο Α Τυπικὸ ως
ηγούμενος ανεξάρτητος από την τροφό του: «Ευθύμιος μοναχός και ηγούμενος». Το
πρώτο ασκητήριο ο Ευθύμιος μετά την αποχώρησή του από τη Λαύρα, ίδρυσε προς
τιμή του Αγίου Νικολάου, κοντά στον όρμο της Δάφνης. Τα ερείπια της μικρής
εκείνης μονής, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, ήταν τόπος προσκυνηματικός μέχρι
τον 19ο αιώνα. Από το 1880 ανήκει στη Σιμωνόπετρα.
Υπάρχει
ένα έγγραφό της Μονής του 1037 που επιβεβαιώνει την αρχαιότητα αυτής. Σ' αυτό
αναφέρεται ότι η Μονή είναι κάτοχος ενός αγρού στην «Περιγαρδίκεια» (τα
Πυργαδίκια στην επαρχία Αρναίας) «εξ αμνημονεύτων των χρόνων». Η φράση αυτή μας
επιτρέπει να τοποθετήσουμε την ίδρυση της Μονής στις αρχές του τελευταίου
τρίτου του 10ου αιώνα. Στο ίδιο έγγραφο η Μονή ονομάζεται Δάφνη. Η μονή της
Δάφνης, κατά το ά' μισό του 11ου αιώνα,
γίνεται στόχος πειρατών, με αποτέλεσμα να διαλυθεί, και να σκορπίσουν οι
ένοικοί της. Τότε η Μονή μεταφέρεται στη θέση που είναι σήμερα, με καθολικό
αφιερωμένο, όπως και πριν, στον Άγιο Νικόλαο. Μετά την κοίμηση του Οσίου
Ευθυμίου, τηδιακυβέρνηση της Μονής αναλαμβάνουν κατά σειρά ο Ιωάννης, ο
Θεοδούλος, ο Δανιήλ, ο Θεοδούλος Β , ο
Θεόδωρος, ο Παύλος, ο Διονύσιος, ο Παύλος Β . Στη συνέχεια ψηφίζεται ηγούμενος
ο Νεόφυτος.
Ο
Νεόφυτος (κ.κ. Νικόλαος, πατρίκιος το αξίωμα και γιος του μεγάλου δούκα Ιωάννη)
ήταν ανεψιός του Ευθυμίου και ήρθε στη Μονή πριν από την κοίμηση του θείου του.
Ο νέος ηγούμενος ανεγείρει νέα κτίρια και προσθέτει νέες κτήσεις, προσδίδοντας
στη Μονή κύρος. Το νέο καθολικό που εγείρει «διαλύσας το πρώην» το αφιερώνει
από την αρχή στον Αρχάγγελο Μιχαήλ: το καθολικό «επί τω πανσέπτω και θείω
ονόματι του αρχαγγέλου Μιχαήλ εκ πίστεως ίδρυται απ' αρχής ομού και τετίμηται»,
αναφέρει στη Διαθήκη του. Η Διαθήκη είναι ένα κείμενο των έσχατων γηρατειών του
Νεοφύτου, ο οποίος λίγο πριν τη σύνταξή της καλείται Πρώτος του Όρους, το 1118,
αλλά φαίνεται ότι δεν έζησε πολύ. Στο κείμενο αυτό γίνεται γνωστό ότι ο
Ευθύμιος, πριν πεθάνει, συντάσσει «παραίτησιν έγγραφον», με την οποία
εμπιστεύεται την κυβέρνηση της Μονής στο Νεόφυτο. Ο ευγενής ηγούμενος «πολλά
κοπιάσας», σε μία 15ετια, «οικοδομάς παμπλείστας ανήγειρε και αμπελώνα εφύτευσε
και κελλία κατεσκεύασε, και πέπλα πολύτιμα, και αργύρεα σκεύη ιερά και εικόνας
ομοίας πανσέπτους και βίβλους αγίας τοις ούσι προστέθηκε και κτήματα ακίνητα
και κινητά προσεπεκτήσατο… »
Πλην
η Μονή, λόγω της τοποθεσίας της, θα γνωρίσει τις διακυμάνσεις μίας πολυκύμαντης
ζωής, όμως δεν θα εκπέσει της ακμής της, αφού στα 3 πρώτα Τυπικά θα διατηρεί τα
πρεσβεία της. Κατά το 1361 (έγγραφό του Πρώτου Δωροθέου), η Δοχειαρίου
προηγείται στα πρεσβεία κι από την Ξενοφώντος. Μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα η
Μονή θα αμύνεται εναντίον των εξωτερικών επιφορών με επιτυχία (από έγγραφό της
Μονής, 1344, πληροφορούμαστε ότι έχασε το αρχείο της, εξαιτίας «της των Λατίνων
αλώσεως») και, παράλληλα, θα επεκτείνεται, αφού ζητά και πετυχαίνει το 1345 την
προσάρτηση της διαλυμένης αλλά αρχαίας μονής Καλλιγράφου. Παράλληλα αυξάνει και
το ενδιαφέρον των επισήμων: του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε Παλαιολόγου (1355). Του Σέρβου Στέφανου
Ντουσάν (1349) που της αφιερώνει κτήματα. Του δούκα Μάρκου Γλαβά, που εκδίδει
βεβαιωτικό μέγγραφο (1370) υπέρ του κτήματος της Μονής «Ερμηλεία» (η σημερινή
Ορμύλια Χαλκιδικής). Επίσης αυτό το διάστημα, 1373, η μεγάλη δομεστίκισσα (= η
γυναίκα του στρατιωτικού διοικητή των δυνάμεων ξηράς) Άννα Καντακουζηνή η
Παλαιολογίνα, κάτοχος ενός κτήματος στα Αμαριανά της Καλαμαριάς θα το πουλήσει
στη Μονή στο τρίτο της αξίας. Το κτήμα της Άννας «λαβόντες οι μοναχοί και πολλά
σπουδάσαντες και επιμεληθέντες και πλείστα εκ των οικείων καταναλώσαντες επί το
κρείττον αυτό κατεσκεύασαν, πύργον εν αυτώ ανεγείραντες… και κινδύνους
υποστάντες και ζημίας πολλάς», όπως αναφέρεται σε συνοδική απόφαση υπογραμμένη
από τον πατριάρχη Φιλόθεο το 1375. Το ενδιαφέρον για τη Μονή δεν ήταν όψιμο.
Πρώτος ο Αλέξιος Α Κομνηνὸς με πρόσταγμα
προς τον κριτή Ξιφιλίνο διατάζει να μένουν ανεπηρέαστα τα κτήματα της
Περιγαρδίκειας και της Ζάτουβλας (1089). Επίσης η βασίλισσα Άννα Δαλασσηνή
(1081-1118) γυναίκα Ιωάννη του Κομνηνού και μητέρα του αυτοκράτορα Αλεξίου
Α Κομνηνοῦ, χαρίζει, το ίδιο έτος 1089,
τους φόρους της Μονής συμποσούμενους σε 100 νομίσματα, από το ίδιο κτήμα της
Περιγαρδίκειας. Επίσης μεταγενέστεροι αυτοκράτορες κατακυρώνουν τις κτήσεις της
Μονής, ο Μιχαήλ Η (1267 η 1282), ο
Ανδρόνικος Γ (1328), ο Ιωάννης Ε (1343)
και ο Ιωάννης Βατάτζης (1341).
Όμως
από το 1420 αρχίζει για τη Μονή η παρακμή μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα, πλην
δεν θα μείνει έρημη, όπως υποστηρίχθηκε, διότι σε τέτοια περίπτωση θα έπρεπε η
Σύναξη να την είχε προσαρτήσει σε άλλη Μονή. Η παρακμή αυτή ήταν το μόνο
ανασταλτικό γεγονός στο χιλιόχρονο βίο της Μονής, αφού πυρκαγιά ποτέ δεν την
έψαυσε. Κατά το διάστημα αυτό, μέρος του αρχείου μεταφέρεται στην Ξενοφώντος,
ενώ τα όριά της και τα κτήματά της καταπατούνται.
Από
το 1496 αρχίζει δειλά η Μονή να οργανώνεται. Νέος κύκλος ζωής και δράσης θ'
αρχίσει γι' αυτήν, όταν κατά το 1560 θα την επισκεφθεί άρρωστος, ζητώντας
θεραπεία στα αγιάσματα της Μονής, ο ιερέας Γεώργιος, οικονόμος στη μητρόπολη
Αδριανουπόλεως. Ο Γεώργιος βρίσκει τη θεραπεία του δια των Αγίων Αρχαγγέλων στο
αγίασμα της Μονής και, συνεπαρμένος από το θαύμα, αφιερώνει στη Μονή με
ενθουσιασμό όχι μόνο τα υπάρχοντά του, αλλά και τον εαυτό του: κείρεται μοναχός
λαμβάνοντας το όνομα Γερμανός. Ο Γερμανός, λόγω της θέσης του στη μητρόπολη της
πόλης του Αδριανού στην Ανατολική Θράκη, είχε πολλές γνωριμίες, τις οποίες και
θα χρησιμοποιήσει προς όφελος της Μονής. Λοιπόν καταφεύγει στον ηγεμόνα της
Μολδοβλαχίας Ιω. Αλέξανδρο Lupudneanu (1552-61, 1564-68), για την ανοικοδόμηση
του ερειπωμένου καθολικού. Πριν όμως το έργο ολοκληρωθεί πεθαίνει ο ευεργέτης
ηγεμόνας (1568), καθώς και ο Γερμανός.
Το
Γερμανό στην ηγουμενία διαδέχεται ο Θεόφιλος και ταυτόχρονα εκδίδεται
(1567/1568) φιρμάνι από το σουλτάνο Σελίμ Β
(1566-74) τον αποκαλούμενο Μεστ (=Μέθυσο), με το οποίο δημεύεται η
περιουσία της Μονής. Την κρισιμότατη αυτή ώρα για τη Μονή συντρέχει καίρια η
δόμνα Ρωξάνδρα (+Νοέμβριος 1569), γυναίκα του ηγεμόνα Ιωάννη-Αλεξάνδρου, καθώς
και ο γιος της Μπόγδανος, διάδοχός του πατέρα του στην ηγεμονία (1568-72). Οι
δύο ηγεμόνες κατορθώνουν να επανακτήσουν την περιουσία της Μονής από τον τούρκο
και, παράλληλα, χορηγούν στη Μονή το ποσό της τάξης των 165.000 άσπρων, με την
παράκληση, που ετέθη ως όρος και τηρείται μέχρι σήμερα, να πραγματοποιείται
κατά τη γιορτή του Αγίου Νικολάου αγρυπνία και πανηγυρικό μνημόσυνο υπέρ των
ψυχών των κτιτόρων της Μονής. Τώρα η Μονή με το ωραιότατο καθολικό (1568), το
ψηλότερο όλων των αγιορειτικών καθολικών και το δεύτερο σε μήκος μετά το της Χιλιανδαρίου,
καθώς και με τα λοιπά λαμπρά κτίρια, λειτουργεί απρόσκοπτα. Διατελώντας αυτή
προστατευόμενη των ομόδοξων ηγεμόνων, που εκδηλώνουν συνεχές ενδιαφέρον υπέρ
αυτής, δέχεται μία μεγάλη δωρεά από τον Ποστέλνικο Γιαννάκη: τη μονή
«Σλομποζία», στην ομώνυμη πόλη, με απέραντες εκτάσεις κοντά στον ποταμό
Ιαμολίτα (1626). Άλλη δωρεά, ίσου μεγέθους με την πρώτη, γίνεται από τον
Κομίσση (μέγα σταυλάρχη) Αποστολάκη (1652). Κατά το διάστημα του 17ου αιώνα
συντελούνται ακόμα: η Νότια πλευρά (1602) το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου
(1615), οι 4 πάνω όροφοι του κομψότατου πύργου (1617), το παρεκκλήσι των Αγίων
40 Μαρτύρων (1636), η αγιογράφιση της τράπεζας «δια εξόδου Υακίνθου μοναχού»
(1676 και 1700) και ο λιτός επίχρυσος ηγουμενικός θρόνος της λιτής με τα δύο εικονοστάσια
«δια συνδρομής και εξόδου Βαρθολομαίου μοναχού» (1685).
Το
1660 πληρώνεται και μία σοβαρή παράλειψη: η Μονή ανακηρύσσεται σταυροπηγιακή.
Το σιγίλλιο που εκδίδει ο πατριάρχης Παρθένιος Δ ἀνακηρύσσει τη Μονή «πάντη ελευθέραν»,
σημειώνοντας επίσης, ότι το μοναστήρι «πατράσιν οσίοις και βίω και πολιτεία
εναρέτω κοσμούμενον και πολυτελεία μεν κτισμάτων και ωραιότητι εναβρυνόμενον… »
Αλλά θα ξαναπέσει στην ιδιορρυθμία.
Κατά
τον επόμενο αιώνα, συντελούνται: μέρος της ΒΔ πλευράς (1723), μέρος της ΒΑ
πλευράς και το κωδωνοστάσιο (1736), ανακαίνιση του αγιάσματος και θεμελίωση της
φιάλης (1765), το τέμπλο (1783) … Επίσης και τα 4 παρεκκλήσια: «Ευαγγελισμός»,
στο χείμαρρο (1715), «Γοργοεπήκοος» (1723), «Μεταμόρφωσις» (1727), «Άγιος
Γεώργιος» (1799).
Κατά
τον 19ο αιώνα τα έργα που γίνονται είναι ελάχιστα, εκτός ίσως από κάποιες
ανακαινίσεις, πράγμα που συνετέλεσε να διατηρήσουν τα κτίσματα την κλασική
μορφή τους. Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της εποχής είναι η απόφαση που
παίρνει η αδελφότητα, ύστερα από πολλές προσπάθειες, να επιστρέψει στην
κοινοβιακή τάξη (1834). Το γεγονός κοινοποιείται και στο Πατριαρχείο, το οποίο
εκδίδει το καθιερωμένο πατριαρχικό σιγίλλιο. Τοποθετείται ήδη και ο πρώτος
ηγούμενος, ο αρχιμανδρίτης «κυρ Στέφανος, άτε δη συνετός και ειδήμων και
θεοσεβής» ιερομόναχος της Μονής Διονυσίου, «δι' ένα χρόνον», όπως πρότεινε το
σιγίλλιο και η συνημμένη επιστολή. Μετά την εκπνοή του χρόνου, η Μονή
επανέρχεται στην ιδιορρυθμία, μέχρι το 1980.
Από
το 1980 όμως και μετά που έγινε κοινοβιακή, η Μονή ζει μία διαρκή άνθιση χάρη
στην δραστήρια φύση της σημερινής αδελφότητας υπό την καθοδήγηση του τωρινού
ηγουμένου. Η ανακαίνιση της Μονής προχωρά με ικανοποιητικό ρυθμό, και έχει ήδη
αρχίσει να επανακτά την αίγλη και την πνευματικότητα που της αρμόζει. Αν και
από τις πιο φτωχές, θεωρείται από τις πιο φιλόξενες και συνάμα πιο ταπεινές
Μονές του Όρους, ενώ εντύπωση προκαλεί το νεαρό της ηλικίας και το υψηλό
μορφωτικό επίπεδό της πλειοψηφείας των σημερινών μοναχών.
Σήμερα
ζούνε στη Μονή περίπου 45 μοναχοί, νέοι επί το πλείστον σε ηλικία. Το μοναστήρι
είναι ελληνικό, και οι περισότεροι μοναχοί είναι Έλληνες, αλλά υπάρχουν και
αρκετοί ξένοι. Η Μονή έιναι αφιερωμένη στους Αγίους Αρχαγγέλους και πανηγυρίζει
στις 8 Νοεμβρίου, καθώς και στις 6/12 και 1/10.
Θεωρείται,
και όχι άδικα, ως ένα από τα πιο γραφικά μοναστήρια του 'Ορους και η επίσκεψης
του συστείνεται ανεπιφύλακτα.
Το
αρχικό Καθολικό της μονής Δοχειαρίου ήταν του 11ου αιώνα. Το σημερινό Καθολικό
της είναι κτίσμα του 16ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται από την έντονη υπερύψωσή του
ναού και των τρούλλων προκειμένου να φωτισθεί το εσωτερικό του λόγω τις
γειτνίασης καθολικού και πτερύγων. Η βάση του κεντρικού τρούλου βρίσκεται σε 15
μέτρα ύψους από το έδαφος. Ασυνήθιστα μεγάλη είναι η λιτή του.
Όλος
ο ναός είναι εικονογραφημένος με τοιχογραφίες της κρητικής σχολής που
ολοκληρώθηκαν το 1568. Στα μέσα του 19ου αιώνα επιζωγραφήθηκε το κάτω διάζωμα
του ναού. Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο είναι αξιόλογης τέχνης και κατασκευάστηκε
το 1783. Επίσης αξιόλογο είναι το κιβώριο της Αγίας Τράπεζας του 1813 και ο
αρχαίος χορός που είναι γύρω από τον κεντρικό πολυέλαιο έργο 16ου με 17ου
αιώνα.
Το
καμπαναριό της μονής Δοχειαρίου, βρίσκεται στη βόρεια εσωτερική πλευρά.
Κτίστηκε, σύμφωνα με την επιγραφή, το 1736 από το σκευοφύλακα της μονής Στέφανο.
Παλαιότερα στο καμπαναριό ήταν επιτοίχιο και το μεγάλο ωρολόγιο.
H
φιάλητης μονής Δοχειαρίου, κατασκευάσθηκε το 1765 και τοποθετήθηκε κάτω από το
ημισφαιρικό σκέπαστρο του αγιάσματος των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, το οποίο
για το σκοπό αυτό ανασκευάστηκε. Είναι κατάγραφη κυρίως από τα θαύματα των
Αρχαγγέλων όπως αυτά αναφέρονται στην παράδοση της μονής καθώς και με
αγιογραφικά θαύματα η θέματα που σχετίζονται με το νερό και από οσίους και
μάρτυρες.
Η
μονή Δοχειαρίου έχει εννέα παρεκκλήσια μέσα στη μονή.
Ανάμεσά
τους, της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, με την ομώνυμη θαυματουργή εικόνα.
Κτίστηκε το 1723 και βρίσκεται δίπλα στην Τράπεζα. Επίσης των Αγίων
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Το παρεκκλήσιο προσκολλήθηκε έξω από τη βόρεια πλευρά
του Καθολικού το έτος 1636. Τα άλλα είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του
Ευαγγελισμού,του Αγίου Γεωργίου, των Αγίων Ταξιαρχών, των Τριών Ιεραρχών, των
Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Νικολάου. 'Εξω από τη μονή βρίσκονται τα
παρεκκλήσια, του Αγίου Ονούφριου,του Αγίου Νικολάου και της Μεταμορφώσεως.
Ο
κοιμητηριακός ναός της Δοχειαρίου, είναι αφιερωμένος στον 'Αγιο Νικόλαο και
κτίσθηκε το 1894, στα θεμέλια του προηγούμενου. Βρίσκεται βόρειά της μονής και
διακρίνεται από τα ψηλά κυπαρίσσια και τον εξέχοντα πολύπλευρο τρούλο του.
Η
αυλήτης μονής Δοχειαρίου λόγω της στενότητας, του επικλινούς εδάφους και της
γειτνίασης των κτιρίων με το Καθολικό περισσότερο παραπέμπει σε λιθόστρωτους
δρόμους οικισμού. Η ανθρώπινη κλίμακα και η γραφικότητα είναι χαρακτηριστικά
της γενικής εντύπωσης που προκαλεί στον επισκέπτη.
H
Τράπεζα της Μονής Δοχειαρίου, ανεγέρθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Προχώρο
το 1547 πάνω από την παλιά βυζαντινή Τράπεζα του 12ου αιώνα της οποίας
οικοδομικά στοιχεία και τοιχογραφίες διακρίνονται ακόμη.
Έχει
μήκος 26μ. και είναι από τις πλέον ευρύχωρες και ωραιότερές του Αγίου 'Ορους.
H
εικονογράφηση της έγινε σε δύο περιόδους. Το 1676 τοιχογραφήθηκε η κόγχη με
παραστάσεις της πλατυτέρας και ιεραρχών και το 1700 η υπόλοιπη. Στο κάτω
διάζωμα του μπροστινού τμήματος τοιχογραφήθηκαν παραστάσεις της αποκάλυψης και
στο επάνω μάρτυρες και ο ακάθιστος ύμνος. Αντίστοιχα στο πίσω βόρειο τμήμα
απεικονίζονται όσιοι ,θαύματα των Αρχαγγέλων και του Αγίου Νικολάου.
Το
μαγειρείοτης Μονής Δοχειαρίου βρίσκεται παραπλεύρως της τράπεζας.
Το
παλιό λαδαριό της Δοχειαρίου είναι στο ισόγειό της νοτιοανατολικής πτέρυγας της
μονής κάτω από το Συνοδικό. Το σημερινό λαδαριό κατέχει το ισόγειό του ωριού.
O
φούρνοςτης μονής Δοχειαρίου βρίσκεται στον ημιυπόγειο χώρο της βορειοδυτική
γωνίας και διατηρεί στοιχεία της βυζαντινής περιόδου.
Το
σημερινό βαγεναρειοήκρασαριό της Δοχειαρίου βρίσκεται μεταξύ φούρνου και
δοχείου της μονής.
Τα
κτίρια της μονής Δοχειαρίου ανήκουν σε διάφορες εποχές. Τα κατώτερα τμήματα της
δυτικής πτέρυγας ανάγονται στην αρχική φάση δηλαδή τέλος 11ου αιώνα με αρχές
12ου αιώνα, όπως επίσης και τμήμα της βόρειας πτέρυγας. Στις αρχές του 17ου
αιώνα ανακαινίστηκε η νότια πλευρά της μονής. To 18o αιώνα ανεγέρθηκε το
τελευταίο μέρος της βορειοανατολικής πτέρυγάς της και το 1888 το επάνω τμήμα του
αρχονταρικίου.
Τα
κελλιά των μοναχών της μονής είναι μονοχώρα και στεγάζονται στη νότια και
δυτική πτέρυγα της Δοχειαρίου.
Το
ηγουμενείο της μονής Δοχειαρίου βρίσκεται στον πρόσφατα αποκατεστημένο
τελευταίο όροφο της νότιας πλευράς. Η μορφολογία του κτίσματος είναι ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα με τα ανοίγματα προς τη θάλασσα και τις προεξοχές του αντίστοιχου
ορόφου. Εσωτερικά έχει διακοσμηθεί με καφασωτό και ανάγλυφο ξύλινο ταβάνι. To
Συνοδικό της Δοχειαρίου στεγάζεται στην ανατολική πτέρυγα της μονής.
Πρόσφατα
έχει ανακαινισθεί παρουσιάζοντας κυρίως στην οροφή το συνδυασμό ξύλινων
κυκλικών στοιχείων με εικονογραφικό διάκοσμο.
To
αρχονταρίκιτης μονής Δοχειαρίου βρίσκεται στην δυτική της πτέρυγα. Εκεί είναι
και τα δωμάτια για την φιλοξενία των προσκυνητών της μονής.
Στη
νότια πτέρυγα της μονής υπάρχει ακόμη η σύγχρονη βιβλιοθήκη, η αποθήκη
τροφίμων. Εκεί βρίσκεται και η κεντρική πύλη της μονής και παραπλεύρως το
πορταρίκιο, χώρος κεράσματος των διερχομένων επισκεπτών, το αρχείο και αποθήκες
εργαλείων. Κάτω από το Συνοδικό στη θέση του παλιού λαδαριού είναι
συγκεντρωμένο αξιόλογο λαογραφικό και εθνογραφικού υλικό. Κάτω από το αρχονταρίκι
λειτουργούν τα πλυντήρια. Εκεί διατηρούνται οι μαρμάρινες παλιές κοπάνες μαζί
με τις σύγχρονες συσκευές. Στη Δυτική πτέρυγα πάνω από το μαγειρείο βρίσκεται
το νοσοκομείο, το γηροκομείο, το φαρμακείο και το οικονομείο. Έξω από το
οικονομείο υπάρχει μεγάλος ξύλινος σημαντήρας, με χαρακτηριστικό ήχο για
κάλεσμα των μοναχών από τον οικονόμο για τη λεγόμενη παγκοινιά.
Σε
κάποιους χώρους της Δυτικής και Βόρειας πτέρυγας, οι οποίες παρουσιάζουν
αποσάθρωση των δομικών τους στοιχείων και είναι στο μεγαλύτερό τους τμήμα
ακατοίκητες, υπάρχουν ακόμη το ραφείο, υποδηματοποιείο και εργαστήρι συντήρησης
κειμηλίων. Τέλος σε ισόγειο χώρο της βορεινής πτέρυγας δίπλα στο δοχείο υπάρχει
αποθήκη τσίπουρου και ξυδιού.
Το
σκευοφυλάκιο της μονής Δοχειαρίου περιλαμβάνει διάφορα πολύτιμα κειμήλια όπως
ένα τμήμα του Τιμίου Ξύλου, λειψανοθήκες πολλών αγίων, ιερά σκεύη, άμφια και
μήτρες , άλλα χρυσοκέντητα υφάσματα, σταυρούς ξύλινους και συρμάτινους καθώς
και δισκοπότηρα, ευαγγέλια, θυμιατά και κανδήλια.
Στo
εικονοφυλάκιο της μονής Δοχειαρίου που περιλαμβάνει φορητές εικόνες βυζαντινές,
μεταβυζαντινές και νεότερες, φυλάσσονται όσες εικόνες δεν είναι δυνατόν λόγω
αριθμού η ανάγκη συντήρησης να παραμείνουν για λατρευτική χρήση στο Καθολικό
και στα παρεκκλήσια της μονής.
H
βιβλιοθήκη της Δοχειαρίου που στεγάζεται στον πανύψηλο αρχαίο πύργο της μονής,
περιέχει 395 καταλογογραφημένα χειρόγραφα, των οποίων 60 είναι περγαμηνά, και
αρκετές δεκάδες ακαταλογογράφητα.Ξεχωρίζει ένα μηνολόγιο του 12ου αιώνος που
είναι κοσμημένο με έπιπλα και αρχικά, καθώς επίσης και ωραίες παραστάσεις από
τον βίο των Αγίων. Η βιβλιοθήκη περιέχει επίσης και 5.000 περίπου έντυπα
βιβλία. Στο αρχείο της μονής φυλάσσονται 60 βυζαντινά έγγραφα 11ου μέχρι 15ου
αιώνα, 100 περίπου έγγραφα 16ου και 17ου αιώνα και ένας πολύ μεγάλος αριθμός
αταξινόμητων εγγράφων του 18 και 19ου αιώνα. Φυλάσσονται ακόμη 900 Ρουμανικά
και 1200 Τουρκικά έγγραφα.
Στο
χώρο που περιβάλει τη μονή Διχειαρίου και νότιά της, υπάρχει το χαλκαδιό, το
πτωχοκομείο, το βορδουναριό, που σήμερα λειτουργεί σαν ξυλουργείο, το ρακαριό,
το κεράδικο και άλλοι αυτοτελείς βοηθητικοί χώροι. Στην ανατολική πλευρά
υπάρχει σαν αυτοτελές συγκρότημα, το σπίτι του κήπου και νότια κοντά στον
αρσανά το ωριό. Μεταξύ αρσανά και κοιμητηρίου βρίσκεται το παλιό
μελισουργόσπιτο που σήμερα μαζί με τον παλιό αρσανά χρησιμοποιούνται σαν
εργατόσπιτα.
Ο
αρσανάς της Δοχειαρίου είναι κοντά στη μονή και αποτελεί ένα όμορφο μικρό και
οργανωμένο οικιστικό σύνολο. O υπάρχων σήμερα πύργος του επισκευάστηκε κατά τον
16ο αιώνα. Αργότερα ανεγέρθηκαν προκτίσματα και δημιούργησαν το σημερινό ενιαίο
σύνολο το οποίο σε δύο φάσεις αποκαταστάθηκε πρόσφατα.
Το
παλιό βουρδουναριό της μονής Δοχειαρίου ήταν εντός της μονής και κοντά στην
πύλη. Το 1863 κατασκευάστηκε εκτός μονής αυτό που διασώζεται μέχρι σήμερα, αλλά
που λειτουργεί πλέον σαν ξυλουργείο.
Μέχρι
τον 16ο αιώνα ο μύλος της μονής Δοχειαρίου για λόγους ασφαλείας ήταν μέσα στη
μονή. Αργότερα στη βορειοανατολική πλευρά λειτούργησαν δύο υδρόμυλοι και ένας
αλογόμυλος που κατασκευάστηκε το 1881.
Λόγω
της άμεσης γειτνίασης της μονής Δοχειαρίου με τη θάλασσα τις αλιευτικές ανάγκες
εξυπηρετούσε ο αρσανάς της μονής.
Έξω
από την μονή Δοχειαρίου και σε θέση με πολύ όμορφη θέα υπάρχει το κιόσκιτης. Με
τη σημερινή του μορφή κατασκευάστηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Ο
αμυντικός πύργος της μονής Δοχειαρίου, δεσπόζει στην ανατολική πλευρά της.
Είναι της αρχικής φάσης με ανακαίνιση που έγινε το 1617, ενώ ο πύργος εισόδου
της μονής υφίσταται από τις αρχές του 17ου αιώνα.
H
μονή Δοχειαρίου δεν έχει Κελλιά εκτός από εκείνο των Αγίων Πάντων στις Καρυές
που χρησιμοποιείται ως αντιπροσωπείο, έχει όμως αρκετά Καθίσματα.
Από
τα Καθίσματατης μονής Δοχειαρίου που διαθέτει στην ευρύτερή της περιοχή,
τέσσερα κατοικούνται από εξαρτηματικούς μοναχούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου