Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ι. Μ. ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ



Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται στὴ νοτιοανατολικὴ περιοχὴ τῆς χερσονήσου, στὴν τοποθεσία Μελανὰ καὶ σὲ ὑψόμετρο 160 μέτρων. Ἄλλες ὀνομασίες της: «Βασιλικὴ Μεγάλη Λαύρα», «Λαύρα τοῦ κυροῦ Ἀθανασίου», «Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου», «Λαύρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου».
Μπαίνοντας στὸ μοναστῆρι, ἔχεις τὴν αἴσθηση ὅτι βρίσκεσαι σὲ μία βυζαντινὴ πόλη, φορτισμένη μὲ ἔνδοξη ἱστορία καὶ ἱερὲς μνῆμες. Κτίσματα μὲ κουρασμένη ὄψη, ἀλλὰ σεμνὴ διαγωγή, διηγοῦνται τὴν ἐπιβλητικὴ παρουσία τῆς πρώτης του Ὅρους Μονῆς, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Στέγες βαριές, μὲ στρωμένες τὶς πλάκες πρὶν αἰῶνες, παρέχουν ἀσφάλεια καὶ ἐγγύηση ἐναντίον τῶν στοιχείων τῆς φύσης.
Τὴ Λαύρα, τὴν πρώτη στὴν ἱστορία καὶ τὴν ἱεραρχία μεταξὺ τῶν ἁγιορειτικῶν Μονῶν, ἵδρυσε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἡ ἐπιβλητικότερη μορφὴ μεταξὺ τῶν Ἁγιορειτῶν. Ἡ ἵδρυσή της εἰσάγει ἐπαναστατικὸ τρόπο ζωῆς στὸν ἀθωνικὸ μοναχισμό. Παρόλα τὰ προσκόμματα ποὺ παρουσιάζονται ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς λειτουργίας της, αὐτὴ θὰ παίξει πρωταρχικὸ ρόλο στ' ἁγιορειτικὰ πράγματα. Ὁ Ἀθανάσιος, μὲ διεισδυτικὴ ματιὰ στὸ μέλλον, ἔβλεπε πὼς οἱ «εὐτελεῖς σκηναὶ» ἦταν ἀδύνατο νὰ στεγάσουν τὸν μοναχισμὸ ἐπὶ αἰῶνες.
Γεννημένος τὸ 930 στὴν Τραπεζούντα, ὁ Ἀθανάσιος, σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα δίδαξε φιλοσοφία καὶ ρητορική, φτάνοντας ἡ φήμη τοῦ μέχρι τ' αὐτιὰ τῶν βασιλέων. Καὶ ἐνῷ ἡ ζωὴ τοῦ ὑπόσχεται δόξες καὶ τιμές, αὐτὸς μεταβαίνει στὸ ὅρος Κυμινά, στὴ Βιθυνία, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Γέροντάς του ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ Μαλεΐνο, ποὺ ἦταν θεῖος τῶν Φωκάδων Λέοντα καὶ Νικηφόρου. Μεταξύ του Ἀθανασίου καὶ τῶν Φωκάδων συνάπτεται μεγάλη φιλία ποὺ θὰ ἀποβεῖ εὐεργετικὴ γιὰ τὸ Ἅγιο Ὅρος. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Μιχαήλ, τὸ 957, ὁ Ἀθανάσιος ἀναχωρεῖ, ὕστερα ἀπὸ 5ετη ἄσκηση στὸν Κυμινά, γιὰ ἄγνωστη κατεύθυνση, προξενώντας θλίψη σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν εἶχαν ὁδηγὸ καὶ φίλο πιστό. Περισσότερο ἀπ' ὅλους θλίβεται ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος Φωκᾶς, ποὺ ἀναζητᾶ τὸν φίλο του στὰ πέρατα τῆς βυζαντινῆς ἐπικράτειας.
Ἐρχόμενος στὸν Ἄθω ὁ Ἀθανάσιος ἀλλάζει ὄνομα, γίνεται Βαρνάβας, καὶ ὑποτάσσεται σ' ἕναν γέροντα, στὴ μονὴ Ζυγοῦ, ὅπου σήμερα βρίσκεται ἡ Χρωμίστα. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ ἑπόμενου χρόνου, 958, τὸν παίρνει ὁ γέροντάς του στὶς Καρυές, γιὰ νὰ γιορτάσουν τὰ Χριστούγεννα στὸ Πρωτάτο, καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς γιορτῆς, νὰ συμμετάσχει αὐτὸς στὴ σύναξη τῶν γερόντων. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀγρυπνίας ὁ Πρῶτος ὑποψιάζεται πὼς ὁ ἀγράμματος, ὁ εὐήθης καὶ σαλὸς Βαρνάβας, ποὺ ἔφερε στὰ χέρια τοῦ πίνακα γιὰ νὰ τοῦ μαθαίνει γράμματα ὁ γέροντάς του, εἶναι καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ ἀναζητούμενος ἀπὸ τοὺς Φωκάδες στὰ πέρατα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορείας. Οἱ Φωκάδες τὸν ἀνακαλύπτουν καὶ ὁ ἀδελφός του Νικηφόρου, ὁ Λέων, ἔρχεται στὶς Καρυὲς νὰ τὸν συναντήσει. Στὸ μεταξὺ ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαταλείπει τὶς Καρυὲς μετὰ τὴν ἀνακάλυψη ἑνὸς ἀπομακρυσμένου ἀσκητηρίου στὰ Μελανά, ὅπου σήμερα βρίσκεται ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, καὶ βάζει ὄρο νὰ παραμείνει μέσα στὴ σπηλιὰ γιὰ ἕνα χρόνο. Ἡ ζωὴ τοῦ γίνεται ἀφόρητη ἕνεκα τῶν ὀδυνηρῶν πειρασμῶν τῶν δαιμόνων ἀλλὰ ὁ ὅρος τηρεῖται καὶ μὲ τὴ συμπλήρωση χρόνου λαβαίνει κουφισμὸ τῶν πειρασμῶν καὶ θεῖες δωρεές.
Ἐδῶ τὸν βρίσκει ὁ ἀγγελιαφόρος τοῦ Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος τὸν προσκαλεῖ νὰ ἔρθει μαζί του στὴν Κρήτη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν τολμηρὴ ἀπόφαση τῆς ἀνακατάληψης τῆς νήσου ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Ὅλα στέφονται μὲ ἐπιτυχία καὶ μέρος ἀπὸ τοὺς ἀμέτρητους θησαυροὺς – λάφυρα τῶν Σαρακηνῶν δίνονται ἀπὸ τὸν Φωκὰ γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Λαύρας. Εἶναι Μάρτιος τοῦ 961. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Φωκᾶς ἐξασφαλίζει ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ρωμανὸ Β  (959-963) τὴν ἄδεια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας. Μὲ τὸ γράμμα τοῦ Ρωμανοῦ Β  καὶ ἔξι λίτρα χρυσάφι στέλνει στὰ Μελανὰ ὁ Νικηφόρος τὸν Μεθόδιο ὁ ὁποῖος παρέμεινε ἐδῶ 6 μῆνες. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἀρχίζει τὸ ἔργο, καὶ πρὶν περάσουν τέσσερις μῆνες ἔρχεται ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Νικηφόρος ἀναγορεύτηκε βασιλιὰς (16 Αὐγούστου 963). Ἀμέσως ὁ Ἀθανάσιος μεταβαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ κτίσιμο τῆς ἐκκλησίας καὶ «χρησάμενος ὀνειδιστικοῖς λόγοις» κατὰ τοῦ Νικηφόρου, τοῦ συνιστᾶ ν' ἀκολουθήσει τὴν κλήση του. Ὑπεραπολογούμενος ὁ Νικηφόρος ὑπόσχεται μὲ ὅρκο «τῆς βασιλείας καταφρονῆσαι καὶ τοῦ διαδήματος». Πραγματικά, ὁ Νικηφόρος εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεὸ πολὺ πιὸ πρίν: ὅταν ἔδινε στὸν Ἀθανάσιο τὰ ἀπαιτούμενα γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας, τοῦ ζήτησε παράλληλα, νὰ οἰκοδομήσει κι ἕνα κελλὶ ἡσυχαστικό, ἐκτός της Λαύρας, ὅπου θὰ μόναζε αὐτός, ὁ ἀββὰς τοῦ Ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ «ἕτεροι τρεῖς ἀδελφοί». Κι ὅλοι μαζί, ἔλεγε ὁ Νικηφόρος, τὴν Κυριακὴ «κατερχώμεθα εἰς τὴν Λαύραν καὶ τῶν θείων ἁγιασμάτων μεταλαμβάνωμεν».
Πρῶτα κτίζεται τὸ Καθολικό, στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ὅπου βρίσκονταν τὸ σπήλαιο τῶν Μελανῶν. Παράλληλα ἐγείρεται καὶ τὸ κάστρο μὲ τὶς κόρντες καὶ τὰ κελλιὰ προσαρτημένα, «κύκλω τὰ πάντα τῆς ἐκκλησίας στοιχηδόν, ἐν τετραγώνῳ τῷ σχήματι». Ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος πρωτοστατεῖ σὲ ὅλα τὰ ἔργα ἐκτελώντας τὶς πιὸ βαρειὲς δουλιές. Ἦταν τόσο ἀνδρεῖος ποὺ λέγεται ὅτι αὐτὸς τραβοῦσε τὸν ἕνα ζυγὸ τῆς ἁμάξης μόνος, καὶ τὸν ἄλλο ζυγὸ τρεῖς ἄνδρες μαζί.
Στὸν νέο ποιμένα ἔρχονται νὰ ὑποταχθοῦν ἡγούμενοι ἁγιορειτικῶν μονυδρίων μαζὶ μὲ τὶς συνοδεῖες τους, ἀκόμη καὶ ἐπίσκοποι, ποὺ παραιτοῦνταν ἀπὸ τοὺς θρόνους τους, καθὼς καὶ πατριάρχες, ὅπως ὁ Νικόλαος Β  ὁ Χρυσοβέργης (984-996). Ἡ Λαύρα μοιάζει μὲ μωσαϊκὸ ἐθνοτήτων. Μία ἀδελφότητα, τῆς ὁποίας «ἡ συναγωγὴ συνεκροτεῖτο ἀπὸ παντὸς σχεδὸν ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν».
Ἂν ὅμως αὐξάνει ἡ ἀδελφότητα καὶ ἡ φήμη τῆς Λαύρας, μεγαλώνει παράλληλα καὶ ἡ ζηλοφθονία. Ἔτσι μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Νικηφόρου (10 Δκεμβρίου 969) καὶ τὴν ἀνάρρηση στὴν ἐξουσία τοῦ Ἰωάννη Τσιμισκῆ (969-976), οἱ κατήγοροι τοῦ Ἀθανασίου συντηρητικοὶ καὶ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ζητοῦν τὴν ἐπέμβαση τοῦ αὐτοκράτορα, ὥστε νὰ σταματήσει ἡ ἀνέγερση «οἰκοδομῶν πολυτελῶν καὶ περιβόλων καὶ ναῶν καὶ ἐπινείων». Οἱ κατηγορίες μεταβιβάζονται στὸ νέο βασιλιὰ Ἰωάννη Τσιμισκὴ ποὺ ὀργισμένος καλεῖ τὸν Πατέρα νὰ παρουσιαστεῖ «ὡς τάχιστα» στὴ βασιλεύουσα. Σὲ ὅλους ὑπάρχει ἡ βεβαιότητα πὼς ὁ αὐτοκράτορας θὰ φερθεῖ μὲ κάθε σκληρότητα πρὸς τὸν ἀββᾶ τοῦ προκατόχου τοῦ Νικηφόρου. Ὅμως συμβαίνει τὸ ἀντίθετο: ὁ Ἀθανάσιος, «ὁ τέως ἐπαχθέστατος» στὸν Τσιμισκή, γίνεται «ὁ πάντα προσφιλέστατος». Τοῦ δίνει μεγάλες δωρεὲς ἐνῷ αὐξάνει καὶ τὴν ἐτήσια ἐπιχορήγηση, τὸ σολέμνιο, πρὸς τὴν Λαύρα ἀπὸ 224 νομίσματα σὲ 244. Τότε οἱ κατήγοροί του, καλοπροαίρετοι, ὁπωσδήποτε, ζητοῦν συγγνώμη, καὶ «δεξιᾶς δοῦναι καὶ λαβεῖν ἀξιούσι».
 Λίγα χρόνια μετά, ἄλλοι πειρασμοὶ ἐπεγείρονται: μερικοὶ ἡγούμενοι μικρῶν μονῶν «φιλαρχίας ἔρωτι κρατηθέντες», ξεκινοῦν πρὸς συνάντηση τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Β  Βουλγαροκτόνου (976-1025), ποὺ βρίσκονταν τότε στὴ Μακεδονία, μὲ σκοπὸ νὰ κατηγορήσουν τὸν Ἀθανάσιο. Ὅμως πέφτουν, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, στὰ χέρια τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι «γυμνοὺς παντελῶς ἀφήκαν».
Κάποια στιγμὴ εἶχαν ἐξαντληθεῖ ὅλα τὰ ἐφόδια τῆς Μονῆς κι ἀρχίζουν οἱ γογγυσμοὶ ἐναντίον τοῦ Ποιμένα. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀποφασίζει νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔργο τῆς ἀνέγερσης καὶ τὴ διαποίμναση τῆς Λαύρας καὶ νὰ μεταβεῖ εἰς τὰ ἐνδότερά του Ὅρους, «μὴ δυνάμενος ἀναπαύσαι τοῖς ἀδελφοῖς». Ἀλλὰ πρὶν πραγματοποιήσει τὸν σκοπὸ τοῦ «συνήντησεν αὐτῶ θαῦμα τί καὶ φρίκης γέμον. Σχῆμα γυναικός, λάμπουσα ὑπὲρ τὸν ἥλιον», ἡ Κυρία Θεοτόκος, ποὺ τὸν διαβεβαιώνει ὅτι ἡ ἴδια θὰ οἰκονομεῖ τὰ πάντα στὴ Μονή: «Ἐγὼ ἔσομαι σοὶ εἰς οἰκονόμον...». Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὁ Πατέρας ἔχτισε «εὐκτήριον τὴ Μητρὶ τοῦ Σωτῆρος ἐπιγράψας τὴ εἰκόνι Μήτηρ Θεοῦ ἡ Οἰκονόμος».
Ἄλλοι πειρασμοὶ ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ Λαύρα προέρχονται ἀπὸ πειρατικὲς ἑφόδους. Σὲ χρυσοβουλλο τοῦ 978 ἀναφέρεται ὅτι ἡ Λαύρα «πολλαῖς βαρβαρικαῖς ταραχαῖς πλείσταις τὲ ζάλαις καὶ ἀλλεπαλλήλοις τρικυμίαις δεινῶς κλονεῖται». Προσωπικὰ ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς δέχεται ἀπὸ παντοῦ ἐπιθέσεις καὶ ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἀφήνει νὰ τοῦ ξεφύγει μία ἐξομολογητικὴ φράση, λίγους μῆνες πρὸ τοῦ τραγικοῦ θανάτου του: «Μετὰ λύπης ὑπερβαλλούσης διῆλθον πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου». Λίγο πρὶν τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὁ Ἀθανάσιος συγκεντρώνει τὴν ἀδελφότητα καὶ τῆς ἀπευθύνει λόγια ἀγάπης, ἐνῷ παράλληλα προετοιμάζει ὅλους νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν «ἐπὶ τῷ μέλλοντι ἀπευκταίω».  
  Τὴν 5η Ἰουλίου 997 ὁ Πατέρας ἀνεβαίνει στὴ σκεπὴ τοῦ Ἱεροῦ του Καθολικοῦ ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἔξι μοναχοὺς καὶ κάποιους τεχνῖτες. Παραξενεύονται ὅλοι βλέποντας τὸν νὰ φορεῖ τὰ σχήματά του. Προχωρώντας φτάνει στὴν κορυφὴ τῆς σκεπῆς, ἀλλὰ καὶ στὸ ἀποκόρυφο τοῦ δράματος: τὸ κτίσμα ξαφνικὰ «καταρραγὲν» σκοτώνει τὸν θεῖο Ἀθανάσιο «καὶ τοὺς συναναβάντας». Γέμισε ὁ ναὸς συντρίμμια καὶ σώματα νεκρά, καὶ ὁ θρῆνος τῶν τέκνων τοῦ μεγάλου διαπερνᾶ ὅλη τὴ χερσόνησο. Τὸ μυροβλυτίζον σκῆνος τοῦ Ἁγίου ἐκτίθεται σὲ παναγιορειτικὸ προσκύνημα ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς μέρες, λόγω τῆς μεγάλης συρροῆς τοῦ πλήθους. Ἀπὸ τοὺς ὑπερτρισχιλίους τότε μοναχούς του Ἄθω, ἀσπάζονται τὸ σκῆνος τοῦ Ὁσίου οἱ «πεντάκις πεντακόσιοι», δυόμισι χιλιάδες.
Πολλὰ μνημεῖα μαρτυροῦν τὴν παρουσία τοῦ ἱεροῦ κτίτορα, ἀντικείμενα ποὺ ἔψαυσε, τὰ ζωογόνησε, τὰ κατασκεύασε ὁ ἴδιος: Τὸ πανύψηλο στὰ δεξιὰ τῆς φιάλης κυπαρίσσι του. Οἱ δύο μαρμάρινες κοῦπες (τὸ συντριβάνι καὶ ἡ φιάλη). Τὰ ἀκκούβιτα τῆς Τράπεζας. Ἡ κόρντα μὲ τὰ θεόρατα δοκάρια. Τὸ καθολικό. Τὸ Ἁγίασμα. Ἡ ράβδος καὶ ὁ σιδερένιος σταυρὸς ποὺ ἔφερε μαζί του. Τὸ σπήλαιό του στὴ Βίγλα καὶ τὸ ἡσυχαστήριό του στὰ Βουλευτήρια. Τὸ ναΐδριο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στὴ σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ ὁλόκληρη ἡ Λαύρα. Ἐπίσης τὸ σημεῖο στὸ Ἱερό, ὅπου ἔγινε ἡ πτώση τοῦ Ἁγίου, καὶ τὸ σημεῖο, ὅπου μεγάλος κορμὸς δένδρου τοῦ λιάνισε τὸ πόδι (στὸ δρόμο μεταξὺ Μονῆς καὶ ἀρσανά.
Σῴζονται τρεῖς συγγραφές του: ἡ Ὑποτύπωσις (970), τὸ Τυπικὸν (973) καὶ ἡ Διατύπωσις (977), ποὺ ἀνοίχτηκε μετὰ τὴν κοίμησή του καὶ εἶχε τὸν τύπο τῆς διαθήκης.
Ὁ Ἀθανάσιος μεριμνᾶ γιὰ τὴ Λαύρα καὶ μετὰ τὸν θάνατό του: τὴν παραδίνει σὲ δύο «ἐπιτρόπους», σὲ δύο, δηλαδή, εὐλαβεῖς καὶ ἀνεγνωρισμένης ἀξίας ἀνθρώπους ποὺ θ' ἀναλάβουν τὴν προστασία τῆς Λαύρας, ἀπὸ τυχὸν ἐξωτερικὲς ἐπεμβάσεις, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐσωτερικὲς διαμάχες τῆς Λαύρας, ὅταν καλοῦνται ἀπὸ μοναχούς της ἴδιας Μονῆς, θὰ προσφέρουν τὴ διαιτησία τους. Οἱ δύο ἐπίτροποι ποὺ ὁρίζονται ἀπὸ τὸν ἱδρυτὴ τῆς Λαύρας εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων Ἅγιος Ἰωάννης καὶ ὁ πατρίκιος Νικηφόρος ὁ Οὐρανὸς στρατηγὸς τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Β .
Μὲ τὴν ἵδρυσή της ἡ Λαύρα πλουτίζεται μὲ μεγάλα ἀφιερώματα, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Νικηφόρο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους. Ὁ Φωκᾶς χορηγεῖ στὴ Λαύρα σολέμνιο (ἐτήσια εἰσφορὰ) 224 χρυσὰ νομίσματα. Ὁ ἴδιος της προσηλώνει τὴν μονὴ τῶν Περιστερῶν, στὸν Χορτιάτη καὶ ἐκδίδει ὑπὲρ τῆς Μονῆς τρία χρυσοβουλλα. Στὴ συνέχεια ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς χρηματοδοτεῖ τὴν ἀνέγερση κτιρίων, αὐξάνει ἐπίσης τὸ σολέμνιο. Ὁ ἑπόμενος αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Β  δωρίζει στὴ Λαύρα τὴ νῆσο τῶν Νέων (993) καθὼς καὶ ἕνα πλοῖο. Ἡ νῆσος τῶν Νέων, κοντὰ στὴ Σκιάθο, μετατρέπεται σὲ φροντιστήριο καὶ γυμναστήριο νέων μοναχῶν, δηλαδὴ τῶν ἀγενείων,  πρὸς τοὺς ὁποίους δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ παραμονὴ στὸ Ὅρος. Κτήσεις τῆς Λαύρας γίνονται ἐπίσης: ἡ μονὴ τοῦ Γομάτου ἡ Ὀρφανοῦ (989), ὅπου σήμερα ἡ Ἱερισσός. Ἡ μονὴ Μονοξυλίτου (996), μετόχι σήμερα τῆς Διονυσίου. Ὁ ὅρμος Πλατὺς «πλησίον του Στουλαρίου» (9991). Ἡ μικρὴ χερσόνησος ἀπὸ Χιλιανδαρίου πρὸς Νέα Ρόδα. Τὰ Βουλευτήρια (1030), στὴν παραλία τῆς σκήτης Ἁγίας Ἄννης. Ἡ μονὴ Ἀμαλφινῶν (1287). Ἡ μονὴ Καλύκα καὶ τὸ Ξηρόκαστρον (13ος αἰών). Τὶς κτήσεις τῆς Λαύρας ἐπικυρώνουν ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β  κι ἀργότερα ὁ δεσπότης Δημήτριος Β  Παλαιολόγος (1429).
Ἐντός της χερσονήσου ἡ περιοχὴ τῆς Λαύρας ἐκτείνεται «ἀπὸ τοῦ ἀκρωτηρίου τῶν ἀποθηκῶν μέχρι τοῦ Ἀντιάθωνος». Παράλληλα αὐτὴ αὐξάνει πληθυσμιακά. Τὸ 976 ἀριθμεῖ 120 μοναχούς. Τὸ 978, 150. Ἡ αὔξηση στὴ συνέχεια θὰ εἶναι ἁλματώδης, ὥστε τὸ διάστημα τοῦ 11ου αἰῶνα νὰ ἀριθμεῖ 700 καὶ πάνω μοναχούς, ὅπως μαρτυρεῖται σὲ δύο ἔγγραφα: τὸ Χρυσοβουλλο τῆς Λαύρας (1030) καὶ τὸ Β  Τυπικὸ (1045).
Πειρατικὲς ἕφοδοι φέρνουν τὴ Μονὴ σὲ ἀποδιοργάνωση, κατὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ 14ου αἰῶνα, ἀφοῦ μέχρι τότε παρέμενε κοινόβιο. Σημειώνεται σὲ πιττάκιο τοῦ Ἰωάννη Ἐ  Παλαιολόγου, ὅτι «...τὰ κτήματα αὐτῆς φθαρέντα καὶ ἀναλωθέντα ἀπὸ τὲ τῆς πολλῆς τῶν Σέρβων ἐπιθέσεως ἀπὸ τὲ τῆς λεηλασίας καὶ τῶν κούρσων τῶν ἀθέων ἐχθρῶν» καὶ «δεομένη πολλῶν ἐξόδων καὶ ἀναλωμάτων», δὲν περιμένει παρὰ «ἀπὸ προσενέξεως ἀγαθῆς τῶν φιλοχρίστων, ἐξ αὐτῶν δὴ πάλιν τῶν Σέρβων τινῶν, Βουλγάρων, Ἰβήρων, Ρώσων, Φράγκων καὶ ἄλλων καλῶν ἀνθρώπων».
Ὁ κράλης τῶν Σέρβων Στέφανος Ντουσᾶν (1308-55) εἶναι ἕνας Σέρβος ποὺ φέρεται πρὸς τὴ Λαύρα μὲ μεγάλη γενναιοδωρία. Σὲ χρυσοβουλλὸ τοῦ (1347) μιλάει μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὴν πρώτη Μονὴ τοῦ Ὅρους, τὸν πόθο ποὺ εἶχε νὰ ἔρθει ἐδῶ προσκυνητής, καὶ τὴν ἐπιθυμία «ἶνα καὶ μείζονας τινὰς εὐεργεσίας ἐνδείξηται». Μὲ τὸ ἔγγραφο αὐτὸ ὁ Στέφανος δὲν κατακυρώνει μόνο τὰ παλιὰ δικαιώματα τῆς Λαύρας, ἀλλὰ κάνει καὶ νέες δωρεές, ἐνῷ ἡ γυναῖκα τοῦ Ἑλένη (μοναχὴ Ἐλισάβετ) δωρίζει στὴ Λαύρα μας τὴ μονὴ Ἁγίων Πάντων. Στὴ συνέχεια ὁ γιὸς τοῦ παραπάννω Στέφανος Β  Οὖρος (1355-71) μὲ χρυσοβουλλὸ τοῦ (1361) αὐξάνει τὶς δωρεές, κατακυρώνοντας ταυτόχρονα κι ἐκεῖνες τοῦ πατέρα του, κι αὐτὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἐπειδὴ ἡ Λαύρα ἔχει γράψει στὰ δίπτυχά του ἱεροῦ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, «ὥστε εὐφημείσθαι καὶ μακαρίζεσθαι αὐτὸν μετὰ τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, κατὰ τὴν τῆς ἐκκλησίας συνήθειαν». Γενναιόδωρες δωρεὲς πρὸς τὴ Μονὴ θὰ κάνει ἐπίσης ὁ κράλης Στέφανος Λαζάρεβιτς (1389-1427) τὸ 1407.
Κατὰ τὴν τουρκοκρατία οἱ παρίστριοι ἠγεμίονες, ὅπως ὁ Νεάγκοε Μπάσαραμπ (1513),  Βλαδισλάβος Γ  (1523), Ράδουλος (1533), Ἱερεμίας καὶ Γαβριὴλ Μοβίλα (1598, 1617 καὶ 1619), Ματθαῖος Μπάσαραμπ (1643), Ἀλέξανδρος Γκίκας (1668), Κωνσταντῖνος Μπράνκοβαν (1696), Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1729), Γρηγόριος Γκίκας (1748), Κωνσταντῖνος Ρακοβίτσα (1756), τῆς Βλαχίας, καθὼς καὶ ὁ Πέτρος ὁ Χλωρὸς (1579) τῆς Μολδαβίας, προσθέτουν νέα κτίρια στὴ Μονή, ἐπιχορηγώντας ἐτήσιες συνδρομές. Ἐπίσης ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος ὁ Κακὸς (1593) καὶ ἡ Ντόμνα Μαρία (1592) προσηλώνουν κτήματα στὴ Λαύρα.
Ἡ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας μπορεῖ νὰ μὴ καταστράφηκε, ὅπως ἄλλες Μονές, ἀπὸ πυρκαγιά, γνώρισε ὅμως τὶς πειρατικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τὶς φθορὲς ἀπὸ σεισμούς. Ἤδη τὸ 1583 «ἡγουμενεύοντος τοῦ ὁσίου ἐν ἱερομονάχοις κὺρ Μητροφάνους, ἦλθεν ἡ Λαύρα εἰς ἐσχάτην πτωχείαν, ὥστε καταπεσεῖν τὸ πλεῖστον μέρος τῶν κελλίων καὶ οὐδεὶς ἐστιν ἀνοίξαι τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἰδεῖν τὴν συμφοράν». Κατὰ τὸν μεγάλο σεισμὸ τῆς 18ης Ἰουνίου 1585 ἡ Λαύρα «ὅλη ἐμαστίχθη καὶ ἔπεσε μέρος καὶ ἀπὸ κελλία καὶ ἀπὸ τὸ τειχόκαστρον, καὶ ὁ περιβόητος ναὸς ἐσυνετρίβη. Ὅλη ἡ κόβα (τροῦλλος;) ἐσχίσθη καὶ οἱ δύο χοροὶ καὶ σχεδὸν εἰπεῖν οὐκ ἔμεινε μέρος ἀπλήγωτον εἰς ὅλον τὸ μοναστήριον...».
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς τουρκοκρατίας ἡ Μονή, μαζὶ μὲ τὶς δύο ἑπόμενες Μονὲς Βατοπεδίου καὶ Ἰβήρων, ἀναλαμβάνει ὅλο τὸ βάρος τῆς φορολογίας καὶ ὑπὲρ τῶν ἄλλων Μονῶν. Συνέπεια αὐτοῦ θὰ εἶναι νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς κτιριακὲς καὶ ἄλλες κατὰ καιροὺς ἀνάγκες. Ἔτσι ἀπὸ τὸν 16ο αἰῶνα ἡ Μονὴ ἀρχίζει νὰ βρίσκεται σὲ στενάχωρη κατάσταση. Ὅταν ἔρχεται ἐδῶ νὰ ἐγκαταβιώσει ὁ πατριάρχης Ἄνθιμος Β  τὸ 1623, βρίσκει 5-6 μοναχοὺς καὶ ἄλλους διασκορπισμένους. 40 χρόνια μετὰ ἔρχεται γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ὁ πατριάρχης Διονύσιος Γ  ὁ Βάρδαλις ποὺ συναντᾶ τὴν ἴδια κατάσταση. Ὁ Διονύσιος ἀνασυγκροτεῖ τὴ Μονὴ ἐπιτελώντας καὶ πολλὰ ἔργα: δρόμους ἐκτὸς καὶ κτίσματα ἐντός της Λαύρας. Ἕνα δεινὸ πειρασμὸ πέρασε ἡ Μονὴ κατὰ τὸν Αὔγουστο-Σεπτέμβριο τοῦ 1736, ὅπως τὸν κατέγραψε σὲ μία μεγάλη σημείωση ὁ γνωστὸς προηγούμενος Ἄρτης Νεόφυτος, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε τότε στὴ Λαύρα. Τοῦρκοι ὁπλῖτες ἐπέλασαν μία μέρα ἐδῶ, κι ἄρχισαν νὰ κατασκάβουν τὸ ἐσωτερικό της Μονῆς, μὲ σκοπὸ ν' ἀνακαλύψουν «τὰς δεκαὲξ χιλιάδας καντάρια μάλαμα», ποὺ βρῆκαν Λαυριῶτες «ἐν τόπῳ Τορόνης», ὅπως πληροφόρησε μὲ ἔγγραφη ἐπιστολὴ πρὸς τὸ σουλτάνο Μαχμοὺτ Ἃ  (1696-1754), ἕνας συκοφάντης. Τελικά, ἀφοῦ ἐρεύνησαν παντοῦ, βασανίζοντας καὶ τοὺς μοναχοὺς νὰ ἀποκαλύψουν, «οὐδὲν ὧν ἤλπιζον εὑρόντες, ὑπέστρεψαν». Τὸ 1755 ἕνα κουρσάρικο μὲ 200 κουρσάρους καταστρώνει πολυήμερες ἑτοιμασίες στὴν Τουλσινία (Δουλτσίνο τῆς Ἀλβανίας) μὲ σκοπὸ νὰ ἐκπορθήσει τὴ Λαύρα. Συνεργοί τους στὰ σχέδια ἦταν κάποιοι «Ρωμαῖοι προδόται». Τὶς ἑτοιμασίες τοὺς πληροφορεῖται κάποιος Κρητικὸς ποὺ πωλοῦσε λάδι ἐκεῖ, καὶ εἰδοποιεῖ τὴ Λαύρα. Ἀμέσως οἱ μοναχοὶ ἐδῶ ἀρχίζουν τὶς παρακλήσεις καὶ κάνουν λιτανεία τριγύρω του μοναστηρίου μὲ τὴν ἱερὴ Εἰκόνα τῆς Κουκουζέλισσας, ἐνῷ στὸν ἀρσανὰ τῆς Μονῆς φαίνεται τὸ κουρσάρικο. Ταυτόχρονα φαίνονται καὶ «δύο σκλαβούνικα πλευσίματα φορτωμένα λάδι». Στὴ μάχη ποὺ συνάπτεται ἐκεῖ τὰ δύο πλοῖα βυθίζουν τὸ κουρσάρικο καὶ σκοτώνουν ὅλους τους κουρσάρους.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης, καὶ πρὶν ἀπ' αὐτήν, τὸ βάρος τῆς φορολογίας τοῦ Ὅρους πέφτει σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου στοὺς ὤμους τῆς Λαύρας, ὅπως μαρτυρεῖται σὲ ἀμέτρητα ντοκουμέντα τῆς ἐποχῆς. Ἄπληστες οἱ τουρκικὲς ἀρχές, ὅλο καὶ ζητοῦν περισσότερα. Τὸ 1789 οἱ ἐτήσιοι φόροι φτάνουν τὶς 7.200 γρόσια: ἡ Μονὴ δηλώνει ἀδυναμία νὰ τοὺς καταβάλλει καὶ οἱ προϊστάμενοί της, τὸν Ἰούνιο τοῦ ἰδίου ἔτους, φυλακίζονται στὸν πύργο τοῦ Πρωτάτου, καὶ οἱ λοιποὶ μοναχοὶ σκόρπισαν ἀφήνοντας σχεδὸν ἔρημη τὴ Λαύρα. Ἔξι χρόνια μετὰ ἔχουν ἀφαιρεθεῖ κι ἀπὸ τὸ τελευταῖο Εὐαγγέλιο «ὁ διαχρυσὸς καὶ ὡραῖος κόσμος αὐτοῦ», ὑπὲρ τῶν φόρων, σημειώνεται σὲ ἐνθυμήσεις. Τὸ ἴδιο ἔτος καὶ Φαναριῶτες πιέζουν τὴ Λαύρα γιὰ τὴν ἀπόδοση ἑνὸς χρέους 7.500 γροσιῶν. Καὶ ἡ διαδικασία τῆς λήψης τῶν φόρων ἦταν ὥρα ὀδυνηρή. Τὸ 1764 γίνεται ἀπογραφὴ στὴ Λαύρα καὶ τὰ ἐξαρτήματά της καὶ δίνει τοὺς παρακάτω ἀριθμούς: Ἐν τὴ Λαύρα καὶ ἐτὰ τῶν πέριξ καθισμάτων ἅπαντες 189. Γερόντια, τυφλοί, χωλοὶ (ἐν τῷ γηροκομείῳ) 36. Οἱ ἐν τῷ καϊκίῳ λείποντες διὰ τὴν ἐσοδίαν 16. Οἱ ἐν τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης 126. Οἱ ἐν τὴ Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλίου (Ἅγιος Βασίλειος) 15. Οἱ ἐν τὴ Κερασσὰ καὶ πέριξ 28. Οἱ Χῖοι καὶ πέριξ (ὅπου ἡ Σκήτη Προδρόμου) 14. Μολφηνοὺ 19. Προβάτας 77. Ἅπαντες 582.  
Ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα ἡ Μονὴ θὰ διατελεῖ σὲ ἰδιορρυθμία, μὲ τυπικὸ ἰδιαίτερου χαρακτῆρα, τὸ λεγόμενο λαυρεωτικό, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Δ  Τυπικό, καὶ ποὺ θὰ εἶναι ὅμοιο μὲ τὸ τυπικὸ τῶν λαυρῶν τῆς Παλαιστίνης. Τὸ 1574 ὅμως, κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «ἐν μηνὶ Μαρτίω κὲ'» ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος (1566-90) ποὺ ἔρχεται στὸ Ὅρος γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ Ἐ  Τυπικοῦ, τὴν ἐπαναφέρει στὸ κοινοβιακὸ σύστημα. Ὅμως δὲν ὑπῆρξε μεγάλο τὸ διάστημα ποὺ αὐτὴ ἐγκατέλειψε τὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα: τὸ 1535, τὸ 1560 καὶ 1566 (ὅπως ἀναγράφεται σὲ ἐπιγραφὲς τοῦ καθολικοῦ καὶ τοῦ παρεκκλησίου Ἅγιος Νικόλαος καθὼς καὶ στὸ χειρόγραφο Ἐ 184 φ. 316) ἡγούμενος εἶναι ὁ Κυπριανὸς καὶ μετὰ ἀπ' αὐτὸν ὁ Ἰγνάτιος. Μὲ τὴν κοινοβιοποίηση τοῦ 1574 πρῶτος ἡγούμενος ψηφίζεται ὁ ἱερομόναχος Ἰωσήφ. Παρόλες τὶς δυσκολίες τῆς ἐποχῆς διατηρεῖται κοινόβιο γιὰ ἕνα σχεδὸν αἰῶνα, ὅποτε περίπου κατὰ τὸ 1670 μεταπίπτει στὴν ἰδιορρυθμία ἄγνωστο γιὰ πόσο καιρό. Στὸν 20ο αἰῶνα καταβάλλει πολλὲς προσπάθειες νὰ ἀνορθωθεῖ. Τὸ 1914 γίνεται γιὰ λίγο κοινόβιο. Τὸ Δεκέμβριο ἐκείνου τοῦ χρόνου ἐκδίδει καὶ τὸν ἐσωτερικὸ κανονισμό της, πλὴν δὲν τελεσφορεῖ. Ὁριστικὰ μεταποιεῖται σὲ κοινόβιο στὶς 11 Ἰουνίου τοῦ 1979, μὲ πρῶτο ἡγούμενο τὸν ἀρχιμανδρίτη Ἀθανάσιο (ἀπὸ 24-4-80) καὶ δεύτερο τὸν ἀρχιμανδρίτη Παῦλο (ἀπὸ Ἰανουάριο 1985).
Ἡ προσφορὰ τῆς Λαύρας στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι τεράστια. Ἀπὸ τὴ μοναχική της ἀδελφότητα ἀναδείχτηκαν 26 πατριάρχες καὶ 144 ἀρχιερεῖς. Οἱ τρόφιμοί της κατὰ τὸ διάβα τῆς διαιώνιας πορείας τῆς ξεπέρασαν τὶς 17.000. Στὰ ὅρια τῆς ἔχουν ταφεῖ 39 πατριάρχες. Οἱ γνωστοὶ Ἅγιοί της φτάνουν τοὺς 60. κατὰ τὰ τελευταία χρόνια ἡ Λαύρα εἰσβάλλει μὲ δυναμισμὸ στὴν Ὀρθοδοξία, καθαρὴ πάντοτε ἀπὸ εὐσεβίστικες ἐπιμειξίες. Τὸ 1963 συμπληρώθηκαν 1000 χρόνια ζωῆς τῆς Λαύρας καὶ μὲ τὴν ἐπέτειο ὀργανώθηκαν ἐπίσημες γιορτὲς τῆς Χιλιετηρίδας, ποὺ εἶχαν ἀντανάκλαση σ' ὅλο τὸ Ὅρος. Πολλὰ εἶναι τὰ ἐλέη τῆς Λαύρας, ἀφοῦ μέχρι τὰ χρόνιά μας ζυμώνει 200 κιλὰ ἀλεῦρι τὴν ἑβδομάδα, στέλνοντας εὐλογία σὲ πολλοὺς ἀσκητές.
Στὴ Λαύρα ἀνήκουν τρεῖς Σκῆτες (Τιμίου Προδρόμου, Ἁγίας Ἄννης, Καυσοκαλυβίων), καλυβικᾶ ἀθροίσματα (Μικρὰ Ἁγία Ἄννα, Κατουνάκια, Καρούλια, Κερασιά, Ἅγιος Βασίλειος, Προβάτα), ὀνομαστὰ κελλιὰ (Μορφονού, Μυλοπόταμος, Ἅγιος Νεῖλος) καὶ ἁγιασμένα ἀσκηταριὰ (Ἁγίου Πέτρου, Ἁγίου Ἀθανασίου, Ἁγίου Νείλου).
Τὸ Καθολικό της Μονῆς Μεγίστης Λαύρας κτίστηκε τὸ 963 μὲ χορηγίες τῶν αὐτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννου Τσιμισκῆ. Εἶναι τὸ πρῶτο Καθολικὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε στὸ Ἅγιο Ὅρος. Σύμφωνα μὲ τὴν τυπολογία του, κατασκευάστηκαν καὶ τὰ ἄλλα Καθολικὰ τῶν ἁγιορείτικων μοναστηριῶν. Πρόκειται γιὰ ἕνα σύνθετο βυζαντινὸ ναό, μὲ δύο κόγχες στοὺς χοροὺς τῶν ψαλτῶν, δύο παρεκκλήσια, ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τῆς λιτῆς καὶ διπλὸ νάρθηκα, δηλαδὴ λιτὴ ἡ ἐσωνάρθηκα καὶ ἐξωνάρθηκα. Ἡ στέγη τοῦ εἶναι σκεπασμένη μὲ φύλλα μολύβδου ἀπὸ τὸ ἔτος 1526.  Βρίσκεται στὸ κέντρο περίπου τῆς αὐλῆς καὶ τιμᾶται στὴν Κοίμηση τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη, ὁ ὁποῖος τὸ ἔκτισε καὶ τὸ ἀφιέρωσε στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Ὁ κυρίως ναὸς τοιχογραφήθηκε τὸ ἔτος 1535 ἀπὸ τὸν μεγάλο Κρητικὸ ζωγράφο Θεοφάνη, ἐνῷ οἱ δύο νάρθηκες τοιχογραφήθηκαν τὸ 19ο αἰῶνα. Στὸ παρεκκλῆσι τῶν τεσσαράκοντα μαρτύρων τοῦ Καθολικοῦ ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου. Ἐκεῖ βρίσκονται καὶ δύο ἀξιόλογες φορητὲς εἰκόνες, ἡ μία του Χριστοῦ καὶ ἡ ἄλλη τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονόμισσας. Τὰ μαρμαροθετημένα δάπεδα τοῦ ναοῦ, τοῦ νάρθηκα καὶ τῶν παρεκκλησίων χρονολογοῦνται ἀρχὲς 11ου αἰῶνα, ὅπως καὶ ἡ μαρμάρινη ἐπένδυση στὴν κατώτερη ζώνη τῶν τοίχων τοῦ ναοῦ. Στὸ Καθολικὸ φυλάσσονται σταυρὸς λιτανείας τοῦ 10ου αἰῶνα, λείψανα ἑκατὸ ἁγίων, ἀξιόλογες φορητὲς εἰκόνες, χρυσοποίκιλτα ἱερὰ σκεύη, ἄμφια καὶ παλαιὰ λειτουργικὰ βιβλία.
Ἡ Μεγίστη Λαύρα ἤδη ἀπὸ τὸ 1060 εἶχε τρία καμπαναριά. Ἀπὸ τὰ παλαιὰ καμπαναριὰ σῴζεται σήμερα μόνο ἡ μαρμάρινη ἐπιγραφή. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο κατεδαφίστηκαν τὸ 1814 καὶ τὸ τρίτο μετὰ τὸ σεισμὸ τοῦ 1905 ὅποτε καὶ ἀντικαταστάθηκε μὲ μεταλλικὴ κατασκευή.
H φιάλη Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται μεταξὺ Καθολικοῦ καὶ Τράπεζας. Κατασκευάστηκε τὸ 1060 ἀπὸ τὸν τότε ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἰωάννη.Τὸ περιστήλιό της, στὴ σημερινή του μορφή, εἶναι τοῦ 1634 καὶ διακοσμήθηκε τὸ 1635. Ἐδῶ τελεῖται ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων τὴν πρώτη Κυριακὴ κάθε μηνὸς καὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀρχαιότερη φιάλη τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
H μονὴ Μεγίστης Λαύρας ἔχει εἰκοσιένα παρεκκλήσια ἐσωτερικά της μονῆς. Ἀπὸ αὐτὰ δεκαεπτὰ βρίσκονται στὶς περιμετρικὲς πτέρυγές της. Δύο εἶναι αὐτοτελῆ κτίσματα μέσα στὴν αὐλὴ καὶ δύο μέσα στὸ Καθολικό. Τὰ παρεκκλήσια τοῦ Καθολικοῦ εἶναι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μὲ τοιχογραφίες τοῦ Φράγκου Κατελάνου -16ου αἰῶνα καὶ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων. Καὶ τὰ δύο ἔχουν κτισθεῖ ἀπὸ τον  Ὅσιο Ἀθανάσιο ἱδρυτὴ τῆς μονῆς. Ἀπὸ τὰ σημαντικότερα παρεκκλήσια ποὺ βρίσκονται στὴν αὐλὴ εἶναι ἡ Παναγία ἡ Κουκουζέλισσα, μὲ τὴν ὁμώνυμη θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ τὶς ἀξιόλογες τοιχογραφίες καὶ τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Σινάδων. Ἐξωτερικὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα πολλὰ παρεκκλήσια, ἀπὸ τὰ ὁποία σημαντικότερα εἶναι τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ, Ἁγίου Γρηγορίου, Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ Ἁγιάσματος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ὁ κοιμητηριακὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται νοτιοδυτικά της μονῆς. Στὴν σημερινὴ φάση εἶναι κτίσμα τῆς πρώιμης τουρκοκρατίας ἐνῷ ὁ ἀρχικός του πυρήνας εἶναι παλαιότερος καὶ ἴσως ὁ ἀρχικός. Σῴζονται αὐθεντικὰ δομικὰ στοιχεῖα 10ου αἰῶνα. Οἱ λιγοστὲς τοιχογραφίες εἶναι τοῦ 17ου αἰῶνα ἐνῷ τὸ ἀξιόλογο τέμπλο του, ἔργο τοῦ 1535, ἔχει μεταφερθεῖ ἐδῶ ἀπὸ τὸ Καθολικό.
 Η αὐλὴ τῆς μονῆς ἔχει μεγάλη ἔκταση ὅπου δεσπόζει τὸ κυπαρίσσι τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἐκτός του Καθολικοῦ, τῶν παρεκκλησίων, τῆς Τράπεζας καὶ τῶν βοηθητικῶν της κτισμάτων περιλαμβάνει προσκηνητάρι, κρῆνες, εἰκονογραφημένους τάφους τριῶν πατριαρχῶν, τὸ ἀρχικὸ πηγάδι τῆς μονῆς καὶ τὸ κτίριο σκευοφυλακείου. Εἶναι πλακοστρωμένη στὸ σύνολό της μὲ ὀρθογωνικὲς πλάκες καὶ διαθέτει πλῆρες σύστημα ἀπορροῆς τῶν ὀμβρίων ὑδάτων ἀπὸ τὴν βυζαντινὴ ἐποχή.
Ἡ τράπεζα τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας εἶναι ἡ ἀρχαιότερή του Ἁγίου Ὅρους. Ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη. Οἱ τοῖχοι, τὸ δάπεδο, καὶ τὰ μαρμάρινα τραπέζια τῆς μᾶλλον εἶναι τῆς ἐποχῆς τοῦ ἱδρυτῆ της. H σημερινή της μορφὴ ἔχει σχῆμα σταυροῦ, ὅπως πρέπει νὰ ἦταν καὶ ἡ ἀρχική. Οἱ τοιχογραφίες τῆς χρονολογοῦνται στὸ 16 αἰῶνα καὶ ἀποδίδονται στὸ ζωγράφο Θεοφάνη ὁ ὁποῖος φιλοτέχνησε καὶ τὸ Καθολικό της μονῆς. Ἡ εἰκονογράφησή της καλύπτει τὸ σύνολο τῶν τοίχων τῆς Τράπεζας. Χαρακτηριστικὲς εἶναι ἡ ἀπεικόνισητης Ρίζας τοῦ Ἰεσσαὶ καὶ τῆς κοίμησης τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Στὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τῆς εἰκονογραφοῦνται σκηνὲς ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Μεγίστης Λαύρας καθὼς ἐπίσης ὁ μητροπολίτης τῶν Σερρῶν Γενάδιος ὁ ὁποῖος τὸ 1527 ἐπισκεύασε τὴν Τράπεζα. Ἡ μορφὴ ποὺ τῆς ἔδωσε εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν σημερινή.
Τὸ μαγειρεῖο Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται νότια της Τράπεζας καὶ στὴν προέκταση τῆς κόρδας τοῦ Ἅγιου Ἀθανασίου. Ἔχει τὴν τυπικὴ μορφὴ τοῦ μοναστηριακοῦ μαγειρείου, μὲ κεντρικὴ καπνοδόχο μεγάλων διαστάσεων. Στὴ σημερινή του μορφὴ διατηρεῖ τὰ χαρακτηριστικά του 18ου αἰῶνα.
  Τὸ λαδαριὸ καὶ δοχειὸ τῆς μονῆς βρίσκεται στὸ ἰσόγειο χῶρο τοῦ ἀρχονταρικίου στὴ βορειοδυτικὴ πτέρυγα. Ἐκεῖ βρίσκονται μαρμάρινες σαρκοφάγοι ρωμαϊκῆς ἐποχῆς καὶ παλιὰ πιθάρια λαδιοῦ. Χῶρος λαδαριοὺ ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ὅμορος χῶρος τῆς Τράπεζας μὲ ἐνσωματωμένα εἴκοσι πιθάρια στὸ δάπεδό του.
 Tο βαγεναρεῖο, δηλαδὴ τὸ κρασαριὸ τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας, βρίσκεται σὲ ὅμορο κτίσμα τοῦ Ἀρχονταρικίου στὴ βόρεια πτέρυγα τῆς μονῆς.
  Οἱ πτέρυγες τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ἀπαρτίζoνται ἀπὸ πολυώροφα κτίσματα διαφορετικῆς τυπολογίας. Ἐξωτερικὰ δίνουν ἔντονο φρουριακὸ χαρακτῆρα, ἐνῷ ἐσωτερικὰ δίνουν τὴν ἐντύπωση οἰκισμοῦ μὲ ἀνθρώπινη κλίμακα. Ἡ βορεινὴ πλευρὰ ἔχει τὰ κτίρια τῆς εἰσόδου, τὸ ἀρχονταρίκι τὴν ἱστορικότερη κόρδα τοῦ παλαιοῦ Ἡγουμενείου τοῦ Πατριάρχη Φιλοθέου του Κόκκινου, μὲ τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τὸ ἡγουμενεῖο, τὸ συνοδικὸ καὶ τὴ νέα βιβλιοθήκη. Ἡ νότια πλευρὰ περιλαμβάνει κατὰ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς τὴν ὀνομαζόμενη κόρδα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ποὺ πρόσφατα ἀποκαταστάθηκε, τὴν κόρδα τοῦ 1769, τὸν νέο ξενῶνα καὶ τὸ παραπόρτι. Ἡ πολυώροφη ἀνατολικὴ πτέρυγα κελλιῶν ἔχει ἡμερομηνία 1806.Τέλος ἡ δυτικὴ πτέρυγα περιλαμβάνει, τὸν καστρότοιχο καὶ τὸν πύργο τοῦ Τσιμισκῆ.
Τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν της Μεγίστης Λαύρας βρίσκονται περιμετρικά της μονῆς, τὰ περισσότερα στὴ νότια καθὼς καὶ στὴν ἀνατολικὴ πλευρά. Εἰδικὰ στὴ νότια, μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐργασιῶν ἀποκατάστασης τῆς κόρδας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἐπαναχρησιμοποιεῖται, ὅπως παλιότερα, σὲ πτέρυγα μονοχωρῶν κοινοβιακῶν κελλιῶν. Στὴν μονὴ ὑπάρχουν ἀκόμη ἀρκετὰ κελλιὰ σὲ μορφὴ διαμερίσματος ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἰδιόρρυθμη. Στὶς πτέρυγες τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ὑπάρχουν ἀκόμη τὸ κηροπλαστεῖο, τὸ προσφοριό, ἐργαστήρια συντηρήσεων κειμηλίων, τὸ ραφεῖο, τὸ πλυντήριο, τὸ ὠριό, τὸ φαρμακεῖο, τὸ γηροκομεῖο, τὸ νοσοκομεῖο καὶ πολλοὶ ἀποθηκευτικοὶ χῶροι.
 Aπέναντι καὶ βόρειά του Καθολικοῦ, εἶναι κτισμένο τὸ κτίριο τοῦ Συνoδικοῦ, ὅπου ὑπάρχουν τὰ γραφεῖα τῆς μονῆς στὸ πρῶτο ὄροφο καὶ αἴθουσα ὑποδοχῆς καὶ φιλοξενίας ἐπισήμων στὸ δεύτερο ὄροφο. Εἶναι κτίριο τοῦ 1904 προσαρτημένο στὴν νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τοῦ παλαιοῦ πύργου τῶν Ἀρχαγγέλων. Τὸ ἡγουμενεῖο εἶναι ὅμορό του συνοδικοῦ μὲ παρεκκλήσιο τῶν Ὁσίων Ὀνουφρίου καὶ Πέτρου.
  Τὸ ἀρχονταρίκι τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ μορφολογία , βρίσκεται στὰ βόρειά της μονῆς, κοντὰ στὴν εἴσοδο. Κτίστηκε πάνω ἀπὸ τὸ δοχειὸ τὸ ἔτος 1580 γιὰ νοσοκομεῖο καὶ διατηρεῖ αὐθεντικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ διάκοσμο τοῦ 18ου αἰῶνα ὅποτε καὶ μετασκευάστηκε σὲ ἀρχονταρίκι. Τὸ παλιὸ μαραγκούδικο τῆς μονῆς, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἴσοδο, πρόσφατα μετασκευάστηκε σὲ ξενῶνα. Ἐπίσης ξενῶνες, εἶναι καὶ οἱ χῶροι στὸ ἀνατολικὸ ἄκρο τῆς βορεινῆς πλευρᾶς, πάνω ἀπὸ τὴ νέα βιβλιοθήκη.
  Στὶς πτέρυγες τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ὑπάρχουν ἀκόμη τὸ κηροπλαστεῖο, τὸ προσφοριό, ἐργαστήρια συντηρήσεων κειμηλίων, τὸ ραφεῖο, τὸ πλυντήριο, τὸ ὠριό, τὸ φαρμακεῖο, τὸ γηροκομεῖο, τὸ νοσοκομεῖο καὶ πολλοὶ ἀποθηκευτικοὶ χῶροι.
  Τὸ σκευοφυλάκιο τῆς Μεγίστης Λαύρας στεγάζεται σὲ αὐτοτελὲς κτίσμα ποὺ βρίσκεται ἀνατολικότερα τοῦ Καθολικοῦ. Περιλαμβάνει πολύτιμα κειμήλια ὅπως τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ στέμμα καὶ τὸ σάκο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, δύο φαρέτρες μὲ βέλη τοῦ 10ου αἰῶνα. Ἐπίσης Εὐαγγέλια μὲ πολύτιμα καλύμματα, μῆτρες, πατερίτσες καὶ ἱερὰ ἄμφια Πατριαρχῶν, Μητροπολιτῶν καὶ Ἡγουμένων, ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, σταυρούς, ἐγκόλπια, ἅγια δισκοπότηρα καὶ ἀξιόλογες εἰκόνες. Τέλος ἄλλα κειμήλια μικροτεχνίας, γλυπτικῆς καὶ χρυσοκεντιτικής, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἰδικὴ ἐπίχρυση θήκη σὲ σχῆμα κεφαλῆς φιδιοῦ, τοῦ 10ου αἰῶνα, ποὺ περιέχει ἀπολιθωμένη γλῶσσα ἀσπίδος δῶρο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ στὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο.
  Οἱ σημαντικότερες εἰκόνες τῆς Μεγίστης Λαύρας φυλάσσονταν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ φυλάσσονται σὰν λειτουργικὰ σκεύη στὸ Καθολικὸ καὶ στὰ πολλὰ παρεκκλήσια τῆς μονῆς. Τὸ πρῶτο εἰκονοφυλάκειο στεγάστηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Συνάδων. Λόγω ὅμως τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ φορητῶν εἰκόνων φυλάσσονται στὸ παλιὸ Σχολειό. Σήμερα ὑπάρχουν στὴ μονὴ περίπου 2000 φορητὲς εἰκόνες. Ἀπὸ αὐτὲς μερικὲς εἶναι τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ὅπως ἡ Σταύρωση, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἡ Σύναξη τῶν Ἀρχαγγέλων. Ὑπέροχο εἶναι τὸ κομμάτι τοιχογραφίας ἀταύτιστου ἁγίου, ποὺ ἀποδίδεται στὸν ζωγράφο Πανσέληνο τοῦ 14ου αἰῶνα. Ἡ συλλογὴ εἰκόνων τοῦ 16ου αἰῶνα εἶναι ἐξαιρετικὰ πλούσια, γιατί ὁ περίφημος ἁγιογράφος Θεοφάνης τῆς κρητικῆς τεχνοτροπίας καθὼς καὶ οἱ γιοὶ τοῦ ἦταν Λαυριῶτες μοναχοί. Ἐπιλεκτικὰ ἀναφέρονται τὸ τρίπτυχο κλειστάρι , ἡ προσκύνηση τῆς ἁλύσεως τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ οἱ τρεῖς ἀνευρέσεις τῆς κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἀπὸ τὴ μεγάλη συλλογὴ εἰκόνων δὲν λείπουν φυσικὰ εἰκόνες τοῦ 17ου, 18ου καὶ 19ου αἰῶνα.
 H βιβλιοθήκη τῆς Μεγίστης Λαύρας ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν κτήτορα τῆς Μονῆς Ὅσιο Ἀθανάσιο. Ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους λειτούργησε σκριπτόριο δηλαδὴ ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς κωδίκων. Ἀπὸ τὸ 10ο αἰῶνα μέχρι τὸ 1870 ἡ συλλογὴ ἐφυλάσσετο μέσα στὸ Καθολικό, στὸ παλιὸ ἡγουμενεῖο καὶ στὸν πύργο τοῦ Τσιμισκῆ. Ἀπὸ τὸ 1870 καὶ μέχρι σήμερα, στεγάζεται σὲ κτίριο ποὺ βρίσκεται ἀνατολικά του Καθολικοῦ. Ἡ συλλογὴ ἀποτελεῖται σήμερα ἀπὸ 3000 κώδικες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ 700 εἶναι σὲ περγαμηνή, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι εἶναι χάρτινοι. Θεωρεῖται ἡ τρίτη στὸν κόσμο σὲ Ἑλληνικὰ Βυζαντινὰ χειρόγραφα. Ἀπὸ τοὺς περγαμινοὺς κώδικες οἱ 12 εἶναι παλαιότατοι μὲ μεγαλογράμματη γραφή, ἐνῷ πολλοὶ ἔχουν μικρογραφίες ἐξαιρετικῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἐπίσης σημαντικὸ εἶναι τὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς. Περιέχει 200 αὐτοκρατορικὰ χρυσόβουλα, περίπου 20.000 ἑλληνικὰ βυζαντινὰ καὶ μεταβυζαντινὰ καθὼς καὶ 10.000 τουρκικά, ρουμανικά, σλαυικά, λατινικὰ καὶ ἀραβικὰ ἔγγραφα. Ἡ συλλογὴ ἐντύπων της Μεγίστης Λαύρας εἶναι ἡ μεγαλύτερή του Ἁγίου Ὅρους. Ἀπὸ αὐτὰ 22 εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ 1500, περισσότερα ἀπὸ 20.000 εἶναι τυπωμένα πρὶν ἀπὸ τὸ 1800, 18.000 εἶναι τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ πάνω ἀπὸ 100.000 εἶναι τοῦ 20ου αἰῶνα.
  Ἡ περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας εἶναι κατάσπαρτη ἀπὸ διάφορα κτίσματα. Ὑπάρχουν τὸ βουρδουναριό, τὸ κοιμητήριο, ὁ ἀλευρόμυλος, τὸ κιόσκι, τὸ ἐργατόσπιτο, τὸ ἐλαιοτριβεῖο καὶ ἄλλα βοηθητικὰ κτίσματα καὶ σὲ μεγαλύτερη ἀπόσταση ὁ ἀρσανάς. Στὴ περιοχὴ τῆς Μορφωνοὺς ἡ μονὴ ἔχει ὀργανωμένο πριονιστήριο καὶ ξυλουργεῖο.
O ἀρσανάς, τὸ νεώριο τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας, ἀπέχει δεκαπέντε λεπτὰ πορεία ἀπὸ τὴν μονή. Ἐντυπωσιάζει σὰν ἀρχιτεκτονικὸ σύνολο.Τμήματα τοῦ ἀρσανὰ ἀνάγουν τὴν δόμησή τους στὴν βυζαντινὴ ἐποχή. Ἡ ὀχυρὴ θέση τοῦ ἀρσανὰ διαθέτει πύργο μὲ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ἀρμενίας.
To παλιὸ βουρδουναριὸ τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας, μετασκευασμένο σὲ ξυλουργεῖο,, εἶναι κτίσμα διώροφο ποὺ περιλαμβάνει καὶ δωμάτια τῶν ἐργατῶν. Ἡ κάτοψη σχηματίζει "Π". Ἀπέναντί του εἶναι τὸ μοναδικὸ σωζόμενο παλαιὸ σφαγεῖο.
Ἐξωτερικά της μονῆς καὶ νοτιότερα, βρίσκεται ὁ παλιὸς ὑδρόμυλός της μὲ τὴν μεγάλη κυκλικὴ μεταλλικὴ φτερωτή.
H μονὴ Μεγίστης Λαύρας ἔχει ψαροσπιτα στὸν ἀρσανά της στὸ Μανδράκι, στὸ μικρὸ ὅρμο Βελλὰ μὲ τὸ γραφικὸ πέτρινο γεφύρι βόρειά του ἀρσανά, καθὼς καὶ στὴ Μορφωνοῦ. Ὅλες οἱ περιοχὲς τῶν ἐξαρτημάτων της, ὅπως οἱ τρεῖς Σκῆτες καὶ οἱ περιοχὲς τῶν Κελλιῶν της, διαθέτουν μικροὺς ἀρσανάδες μὲ ψαροσπιτα.
 Στο δυτικὸ τεῖχος τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας, ὀρθώνεται ἐπιβλητικὸς ὁ Πύργος τοῦ Τσιμισκῆ. Εἶναι κτίσμα τοῦ 10ου αἰῶνος, ἔχει ὕψος 24 μέτρα καὶ χωρίζεται σὲ τέσσερα πατώματα. Στὸ ἐπάνω πάτωμα ὑπάρχει τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Πρωτομάρτυρος Ἁγίου Στεφάνου καθὼς καὶ αἴθουσα στὴν ὁποία στεγάστηκε κατὰ τὴν τουρκοκρατία ἡ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Σύμφωνα μὲ ἐπιγραφὲς ὁ πύργος καὶ οἱ γύρω πολεμίστρες ἀνακαινίστηκαν κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰῶνα.
 Η μονὴ Μεγίστης Λαύρας ἔχει τὰ περισσότερα ἐξαρτήματα ἀπὸ ὅλες τὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἔχει τρεῖς Σκῆτες, Καθίσματα, πολλὰ Κελλιὰ καὶ Ἡσυχαστήρια συγκεντρωμένα ἡ διάσπαρτα σὲ διάφορες περιοχές της, καθὼς καὶ ἐρημητήρια σὲ δυσπρόσιτες περιοχές. Παλαιότερα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες σκῆτες οἱ ὁποῖες καταργήθηκαν. Σήμερα εἶναι περιοχὲς κελλιῶν καὶ ἡσυχαστηρίων.
Τρεῖς Σκῆτες ἀπὸ τὶς δώδεκα τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὑπάγονται στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας. Οἱ δύο εἶναι σὲ μορφὴ οἰκισμοῦ, ὅπως ἡ Σκήτη Ἁγίας Ἄννας καὶ ἡ Σκήτη Ἁγίας Τριάδος. Βρίσκονται στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς Ἀθωνικῆς χερσονήσου. Ἡ τρίτη εἶναι ἡ Σκήτη Τιμίου Προδρόμου σὲ μορφὴ ἑνιαίου κτιριακοῦ συγκροτήματος καὶ βρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ τὸν Ἀκράθω. (Τὰ ἐξαρτήματα περιγράφονται σὲ χωριστὲς ἑνότητες).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου