Η
Ιερά Μονή Σταυρονικήτα βρίσκεται στο μέσον περίπου της ανατολικής πλευράς της
χερσονήσου του Άθω, μεταξύ των Ιερών Μονών Παντοκράτορος και Ιβήρων. Τα θεμέλιά
της είναι πάνω σε απόκρημνη βραχώδη ακτή. Η επιφάνειά της ισούται με το 1/10
της επιφανείας της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, γεγονός που την καθιστά μικρότερη
απ' όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Το
κτιριακό της συγκρότημα με τον περιβάλλοντα χώρο συνθέτουν ένα ιδιαίτερα
εντυπωσιακό σύνολο, μοιάζοντας με γαλλικό ιπποτικό πύργο, με τις επιβλητικές
αψίδες και τους προτεταμένους εξώστες να δίνουν στο όλο κτίσμα μία κινητικότητα
προς τη θάλασσα. Το Καθολικό της, το μικρότερο όλων των Μονών, είναι αγιογραφημένο
από τον Θεοφάνη. Το δάπεδο έχασε τη λάμψη που είχε, αφού τα κενά που
δημιουργήθηκαν από την αποκόλληση των μωσαϊκών γεμίστηκαν με χυτό μολύβι. Τα
στασίδια, οι θρόνοι και τα προσκυνητάρια μας γυρίζουν σε παλιές εποχές.
Η
απώτερη ιστορία της Μονής αρχίζει τον 11ο αιώνα με Καθολικό αφιερωμένο στο
όνομα της Κυρίας Θεοτόκου. Η ετυμολογία της λέξης δημιούργησε πολλές υποθέσεις,
επειδή σε πρώιμα έγγραφα η ονομασία της Μονής παραδίδεται ως Στραυονικήτα,
ονομασία που τη χρησιμοποιεί μόνιμα ένας από τους ηγουμένους της Μονής:
«Νικηφόρος μοναχός ο του Στραβονικήτα». Όμως ο επόμενος ηγούμενος μετά τον
Νικηφόρο επανορθώνει τη γραφή: «Σάββας μοναχός του Σταυρονικήτα». Ώστε η γραβή
Στραβονικήτα θα πρέπει να θεωρείται ως μία γραφική ιδιοτυπία του Νικηφόρου. Η
πιο πιθανή εξήγηση της ονομασίας οφείλεται μάλλον σ' ένα σταυρό που έστησε εκεί
κάποιος μοναχός Νικήτας η Ανίκητος. Υπάρχουν στο Όρος τέτοιες τοποθεσίες που
πήραν την ονομασία τους από κάποιο σταυρό (π.χ. σταυρός του Μακρυγένους). Αυτή
είναι η πρώτη φάση της ύπαρξης της Μονής, που διαρκεί ενάμισυ αιώνα. Για
τελευταία φορά αναφέρεται το 1153: «του καθηγουμένου και επιτηρητού της μονής
Σταυρονικήτα». Μετά το έτος αυτό αρχίζει να χάνει τη μοναστηριακή υπόστασή της,
όχι όμως και τον πύργο, που χρησίμευε για καταφύγιο των μοναχών της γύρω
περιοχής, «βίγλα των Καρυών τυγχάνων».
Μετά
παρέλευση αιώνα και πλέον, η ερειπωμένη Μονή βρίσκεται υπό την κυριαρχία της
Μονής Κουτλουμουσίου. Το 1287 οι Κουτλουμουσιανοί προσέρχονται στον Πρώτο
Ιωάννη και ζητούν τη Σταυρονικήτα, δίνοντας για αντάλλαγμα ένα μονύδριό τους. Ο
Πρώτος και η Σύναξη δίνουν τη Μονή στην Κουτλουμουσίου, με τον όρο η τελευταία
να αναλάβει την ανακαίνισή της. Πότε την εγκατέλειψε η Κουτλουμουσίου, είναι
άγνωστο. Πάντως στις αρχές του 16ου αιώνα αυτή διατελεί εξάρτημα της Φιλοθέου.
Έτσι ο αρχιμανδρίτης και πατριαρχικός έξαρχος Γρηγόριος, για να γίνει κάτοχός
της Μονής, προσφεύγει στη Φιλοθέου, για την έκδοση πωλητηρίου.
Ο
Γρηγόριος, ηγούμενος πιο πριν της ιστορικής μονής Γηρομέρου στη Θεσπρωτία, στα
ελληνοαλβανικά σύνορα, ζητά τη Σταυρονικήτα από τη Φιλοθέου, δίνοντας στην
κυρίαρχο «εκ προαιρέσεως» 4.000 άσπρα. Στο πωλητήριο έγγραφο, εκδεδομένο τον
Ιούνιο του 1533, περιγράφεται και η κατάσταση, του «καθίσματος», πως «ην
προπάλαι ως ερείπιον πεπαλαιωμένον εκ της κυκλοφορικής και χρονιαίας των
ημετέρων πραγμάτων μεταβολής και φοράς». Λοιπόν ο νέος κάτοχος αρχίζει σύντονα
την ανασυγκρότηση της Μονής: «πλείστην όσην σπουδήν εις αυτό επεδείξατο, εν τε
τη ανακτίσει αυτού και βελτιώσει και τη εις το κρείττον μεταβολή», όπως αναφέρει
σε σιγίλλιό του ο πατριάρχης Ιερεμίας Α
τὸ Μάιο του 1536. Ο Ιερεμίας με το ίδιο έγγραφο κατακυρώνει τις κτήσεις
της Μονής. Ο ίδιος σημειώνει ότι το μοναστήρι υπήρχε πριν από το Γρηγόριο «εκ
πολλού ημελημένον και ασύστατον». Όμως – όπως μας πληροφορεί έγγραφό της
Σύναξης (Ιανουάριος 1541) – ο Γρηγόριος έχει πεθάνει προ διετίας, «ατελές το
έργον καταλελοιπώς», ενώ μία πυρκαγιά φέρνει τη Μονή στην κατάσταση που ήταν
πριν.
Την
εγκαταλειμμένη και απροστάτευτη Μονή, που «εις τελείαν ερήμωσιν καταπεσείν εκινδύνευε»,
αναλαμβάνει υπό την κηδεμονία της η Σύναξη. Η Σύναξη, ενδιαφερόμενη άμεσα για
το σκήνωμα, ζητά νέο κτίτορα, που βρίσκεται στο πρόσωπο του πατριάρχη Ιερεμία
του Α (1522-45). Ο Ιερεμίας ήταν γνωστός
στη Σύναξη, από τις συχνές επισκέψεις του στον Άθω, κι έτσι σε συνάντηση αυτού
με τους ηγουμένους της Σύναξης στο Πατριαρχείο, δέχεται την πρόταση που του
κάνουν οι ηγούμενοι «εκπόνως ικετεύοντες». Πρώτο έργο του Ιερεμία είναι η
εγκατάσταση ηγουμένου, γεγονός που μαρτυρεί τη συνέπεια και τιμιότητα του Πατριάρχη.
Ο ίδιος δεν τη συγκροτεί απλώς σε κοινόβιο, αλλά της δίνει και υπόσταση
μοναστηριακή: της αφιερώνει μετόχια, άμφια, ιερά σκεύη, εικόνες, χειρόγραφα.
Παράλληλα εγείρει «περικαλλώς κελλία τε και εστίαν κοινοβιακήν και νοσοκομεία
και τάλλα δη πάντα τα χρειώδη οικήματα και του τείχεος περιπυργώματα». Επίσης
«αμπελώνας και κήπους και ελαιώνας εκτός (της Μονής) κατεφύτευσε, και ύδωρ
αένναον τε και πότιμον κόπω πολλώ εις την τοιαύτην ιεράν Μονήν εισενήνοχε». Ο
καθολικός ναός «ιερός και σεβάσμιος, ουχ ήττον δε γε περικαλλής και εράσμιος εκ
κρηπίδων αυτών τη των όλων Θεώ ανεγείρατο επ' ονόματι του αυτού γε θεράποντος
Νικολάου του πάνυ». Και προηγουμένως το
Καθολικό, τουλάχιστον επί Γρηγορίου, ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Ο
Ιερεμίας καθιερώνει το κοινοβιακό σύστημα, την ώρα που η πλειονότητα των
αγιορειτικών Μονών ακολουθεί την ιδιορρυθμία. Το κοινόβιο λειτουργεί
απαρέγκλιτα, αυξάνοντας σε μοναχούς και κτήσεις. Τα όριά της ορίζονται με
επικυρωτικό έγγραφό της Σύναξης εκδεδομένο τον Ιανουάριο του 1541. Συγκεκριμένα
διευθετούνται οι οριακές διαφορές μεταξύ Σταυρονικήτα και Παντοκράτορος: η
Σύναξη δώρησε στο Γρηγόριο την έρημη γειτονική μονή Φακηνού που ανήκε στην
Παντοκράτορος. «Εν τη δεσποτεία και χρήσει της Μονής του Σταυρονικήτα... προς
πλατυσμόν και ανάπαυσιν της στενώσεως» της μικρής Μονής. Αλλ' ενώ ο Γρηγόριος,
και στη συνέχεια ο Ιερεμίας «ολοψύχως την οικοδομήν (της μονής Φακηνού)
αρξάμενοι», οι Παντοκρατορινοί ζητούν να επανακτήσουν τη μονή με τρόπο όχι
άψογο. Τελικά γίνεται συμφωνία να γίνει νέα οριοθέτηση. Ο Πατριάρχης «Θεού
έμψυχος εικών υπάρχων» παρέχει συγγνώμη στους μοναχούς εκείνους επιστρέφοντας
και τη μ. Φακηνού, «τον τόπον άπαντα, όσον προς το εκείνων επινεύει μέρος». Το
άλλο μέρος της Φακηνού, «το κατά πρόσωπον χερσαίον, το επιβλέπον της Μονής του
Σταυρονικήτα», μένει στη δεύτερη. Τέλος τα όριά της επικυρώνονται 4 μήνες
αργότερα, με έγγραφο υπογραμμένο από το σύνολο σχεδόν των αρχιερέων του
Οικουμενικού κλίματος.
Χρόνια
πολλά μετά, το 1581, χαράζονται τα όρια μεταξύ αυτής και της Χιλιανδαρίου, και
το 1586, μεταξύ αυτής και της Κουτλουμουσίου. Η Σύναξη βλέποντας τις αυξημένες
ανάγκες της Μονής σε φωτοξύλα της δωρίζει το 1544 «εν ξυλοφόρον βουνόν» κι ένα
«μυλοθέσιον», βορειοανατολικά των Καρυών.
Ο
Ιερεμίας μένοντας πατριάρχης δεν ξεχνά το μοναστήρι του. Το 1542 αφήνει το
Πατριαρχείο προσωρινά και έρχεται για λίγους μήνες στη Μονή του. Την οργανώνει
σε κοινόβιο και τοποθετεί ηγούμενο τον Σίλβεστρο. Επίσης τον Οκτώβριο του 1544
ο Ιερεμίας βρίσκεται πάλι εδώ, ενώ τον επόμενο χρόνο παραιτούμενος της
πατριαρχίας μένει πλέον οριστικά στον Άθω. Κατά το διάστημα αυτό κείρεται
μοναχός «μετονομασθείς Ιωάννης» και πεθαίνει ύστερα από λίγο καιρό στην πορεία
του προς Βλαχία (17 Ιανουαρίου 1546). Το τελευταίο γραπτό του είναι μία
παραινετική επιστολή προς τους Σταυρονικητιανούς, μεστή αγάπης.
Με
τον Ιερεμία συνδέεται και η αγιογράφηση του καθολικού, της τράπεζας και αρκετών
φορητών εικόνων. Στο έγγραφό της Σύναξης του 1544, το οποίο μνημονεύτηκε πιο
πάνω, αναφέρεται πως ο Πατριάρχης τη Μονή «λίαν λαμπρώς κατεκόσμησε και
μοναχούς ενασκουμένους εν ταύτη συνήθροισε και ποικίλοις καλοίς κατεφαίδρυνε».
Από τη φράση αυτή εξάγεται ότι ήδη άρχισε η αγιογράφηση των τοίχων, του
καθολικού και της τράπεζας, από τον περίφημο Θεοφάνη. Επίσης σημείωση στο τέλος
της χειρόγραφης Διαθήκης του Ιερεμίου αναφέρει ότι στις 17 Ιανουαρίου 1546 η
αγιογράφηση είχε ολοκληρωθεί. Δυστυχώς το έργο του Θεοφάνη στο καθολικό
καλύφθηκε με άτεχνες επιζωγραφήσεις, που από το 1962 άρχισαν να καθαρίζονται
και να στερεώνεται το αρχαίο έργο από την Υπηρεσία αρχαιοτήτων. Στην τράπεζα,
παρόλες τις περιπέτειες του κτίσματος, διατηρούνται άριστα κάποιες επιφάνειες
με ιστορημένες μορφές που φέρονται και φέρουν ακέραιο το θείο πάθος στα φωτεινά
πρόσωπά τους. Η τράπεζα ¨ερείπιον το πρώτον ούσα, ανεκαινίσθη» με έξοδα και
επίβλεψη δύο αρχιερέων και ενός λαϊκού το 1770. Ο Θεοφάνης με το γιο του Συμεών
εκτέλεσαν και μία άλλη παραγγελία: τη σειρά των φορητών εικόνων του 12ορτου στο
τέμπλο.
Επίσης
με τον Ιερεμία είναι συνδεδεμένη και η ιστορία της εύρεσης της ψηφιδωτής
εικόνας του Αγίου Νικολάου. Το σεβάσμιο κειμήλιο, έργο του 13ου-14ου αιώνα,
ανέσυραν ψαράδες από τη θάλασσα κατά την περίοδο που χτιζόταν η Μονή από τον
Ιερεμία. Στην εικόνα με το ήρεμο και σταθερό, το επίσημο και προσηνές πρόσωπο
του θαυματουργού ιεράρχη, ήταν κολλημένο ένα τεράστιο στρείδι, που με την
αποκόλλησή του απέσπασε και μέρος της ψηφιδωτής επιφάνειας. Έτσι δημιουργήθηκε
στο μέτωπο και τη μύτη του ιστορημένου προσώπου μία σφηνοειδής ρωγμή, αφήνοντας
όμως ακέραιο το ευεργετικό βλέμμα του Αγίου Νικολάου (βλ. φωτογραφία πιο κάτω).
Η
πορεία της Μονής, που αναγνωρίζεται από την ίδρυσή της ως ισότιμη με τις λοιπές
19, είναι ομαλή μέχρι το 1607, τότε που πυρκαγιά αποτεφρώνει ένα μέρος των
κτιρίων της. Όμως πριν περάσει μια 8ετια η Μονή βρίσκεται ανασυγκροτημένη
αριθμώντας 68 μοναχούς – ο αριθμός είναι ελαφρά διογκωμένος, επειδή έχουν
προστεθεί κι ένας αριθμός εξαρτηματικών. Το έγγραφο όπου αναφέρεται ο αριθμός
αυτός είναι ένα φιρμάνι υπογραμμένο από το σουλτάνο Αχμέτ Χαν Α (1615). Ο σουλτάνος με το σπουδαίο αυτό
ντοκουμέντο, απευθύνεται προς τον «υπογραμμόν των κριτών και δικαστών, το
μεταλλείον της αρετής και της θεολογίας, τον ιεροδικαστήν των Σιδεροκαυσίων»,
και συνιστά την περιφρούρηση της αυτοτέλειας της Μονής: «να μη επιτρέψης ουδενί
να ενοχλή και απειλή» τους μοναχούς της Μονής Σταυρονικήτα.
Λίγα
χρόνια μετά, το 1627, ανεγείρεται το καθολικό, σύμφωνα με εντοιχισμένη
επιγραφή. Σύγχρονός του καθολικού είναι επίσης και ο νάρθηκας καθώς και το
παρεκκλήσι των Αγίων Αρχαγγέλων (1630 και 1667, αντίστοιχα). Τον ίδιο καιρό, το
1630, η Μονή αποσπά από την υποδιοίκηση Σιδεροκαυσίων άδεια για την οικοδόμηση
ενός τείχους. Παραταύτα παραμένει «ως σμικρή των πάντων ούσα και τόπων ουκ
ευμοιρούσα, ύδατος τε και ξύλων υστερουμένη», όπως επισημαίνεται σε έγγραφό του
Πρώτου και της Σύναξης (1641).
Έτσι
αυτό τον καιρό ευεργέτης της Μονής αναδείχνεται ο ηγεμόνας της Βλαχίας Σερμπάν
Καντακουζηνός (1671-88), που χρηματοδοτεί την κατασκευή του υδαταγωγού. Άλλος
μεγάλος δωρητής της Μονής αναφέρεται ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Γκίκας
(1727-40), ο οποίος και προσαρτά στη Σταυρονικήτα την πλούσια μονή των Αγίων
Αποστόλων στο Βουκουρέστι. Πριν από το 1712 εγκαταλείποντας τη δόξα της
εξουσίας έρχεται στη Μονή και κείρεται μοναχός ο γιος του βόρνικου της Βλαχίας
Πασχαλίου. Στις 24-10-1741, σύμφωνα με σημείωση του κώδικα της Μονής Ρωσικού
387, η Μονή «εκάηκεν».
Κατά
το διάστημα της Εθνεγερσίας η Μονή ερημώνεται από ανθρώπους. Θ' αρχίσει να
ζωογονείται μετά την παλινόστηση των διασκορπισμένων μοναχών (1830).
Επισκευάζονται τα κτίρια, εγείρονται και νέα, χάρη στις συνδρομές της μονής των
Αγίων Αποστόλων στο Βουκουρέστι. Τη Μονή θα δοκιμάσουν 5 συνολικά πυρκαγιές. Η
τελευταία του 1879 γίνεται αιτία να μένει αυτή αποδιοργανωμένη από το 1887 για
μία 6ετια, διατελώντας υπό την κηδεμονία της Ιεράς Κοινότητος. Σ' όλο αυτό το
διάστημα θα παλεύει να ξοφλήσει τα υπέρογκα χρέη της, και τους βαρύτατους
τόκους των χρεών της. Έτσι το Μάρτιο του 1893 η ίδια η Κοινότητα αναθέτει τη
διακυβέρνηση της Μονής στον προηγούμενο της Βατοπεδίου Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος με
τη συνοδία του καταβάλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες κατορθώνει μέσα σε μία
10ετια να την οργανώσει και να ξοφλήσι τα χρέη της που ανέρχονταν σε 12.000
τούρκικες λίρες. Έμενε όμως ιδιόρρυθμη μέχρι το 1968, όποτε μετεστράφη στο
κοινοβιακό σύστημα.
Το
Καθολικό της Μονής Σταυρονικήτα ανοικοδομήθηκε στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα,
από τον Πατριάρχη Ιερεμία στα πλαίσια της γενικότερης ανακαίνισης της Μονής από
την ερειπιώδη κατάσταση στην οποία ευρίσκετο. Είναι το μόνο Καθολικό του Αγίου
'Ορους που λόγω έλλειψης χώρου δεν έχει τις πλάγιες ημικυκλικές κόγχες των δύο
χορών των ψαλτών που αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο για τους ναούς
αγιορείτικου τύπου. Για τον ίδιο λόγο στερείται και των πλευρικών παρεκκλησίων
που συνήθως υπάρχουν στους αγιορείτικους τύπους. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται από τον
κυρίως Ναό με ψηλό ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο που χρονολογείται από το
1743. Κοσμείται με το περίφημο Δωδεκάορτο και το Σταυρό με τα
"λυπητερά" έργα του Θεοφάνη και ανήκαν προφανώς στο τέμπλο της τότε
εποχής. Οι τοιχογραφίες του Καθολικού, οι τρεις από τέσσερις φορητές εικόνες
του τέμπλου, τα βημόθυρα, το Δωδεκάορτο, καθώς και διάφορες άλλες εικόνες,
είναι έργα του μεγαλύτερου κρητικού αγιογράφου Θεοφάνη Στρελίτζα που γεννήθηκε
στο Ηράκλειο στα τέλη του 15ου αιώνα. Το Καθολικό, της μονής Σταυρονικήτα
ουσιαστικά αποτελείται από δύο κτίρια διαφορετικά μεταξύ τους. Το ένα ο κυρίως
Ναός με το 'Αγιο Βήμα και το άλλο η Λιτή. H τοιχοποιία του κυρίως Ναού αλλά και
της Λιτής είναι από λιθοδομή με εναλλασσόμενες στρώσεις ημιλαξευτών λίθων από
τοπικά πετρώματα και διπλές σειρές πλίνθων. Τα ψηλά μέρη των εξωτερικών όψεων
της τοιχοποιίας του κυρίως Ναού είναι επιχρισμένα και χρωματισμένα στην
απόχρωση του χοντροκόκκινου.
Το
καμπαναριό βρίσκεται στη Νοτιοανατολική πτέρυγα, που εκτείνεται στα δεξιά της
σημερινής εισόδου της Μονής Σταυρονικήτα. Σ
ἕνα από τα τέσσερα τμήματα αυτής της πτέρυγας είναι και το κωδωνοστάσιο.
H πρόσβαση σ αὐτὸ γίνεται από το στεγασμένο διάδρομο έξω από την Τράπεζα με μία
στενή ξύλινη σκάλα.
Η
Μονή Σταυρονικήτα λόγω στενότητας της αυλής της δεν διαθέτει φιάλη.
H
Μονή Σταυρονικήτα εκτός από το Καθολικό έχει συνολικά επτά παρεκκλήσια. Από
αυτά τα πέντε βρίσκονται εντός του περιβόλου, ενώ τα δύο εκτός. To παρεκκλήσι
των Αρχαγγέλων , κτισμένο το 1667, βρίσκεται στη νότια πτέρυγα της
Παναγίας-Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Ελευθερίου βρίσκονται στη νοτιοανατολική
πλευρά. 'Εχει μολυβδοσκέπαστο τρούλο και κτίστηκαν το 1840. Του Τιμίου
Προδρόμου βρίσκεται στο δεξιό μέρος της Τράπεζας προς τη νοτιοανατολική γωνία
της Μονής. Οι τοιχογραφίες του αποδίδονται στο Θεοφάνη και χρονολογούνται γύρω
στο 1546. Της Αγίας 'Αννης στον τέταρτο όροφο του Πύργου της Μονής. Κτίστηκε
μεταξύ 1546 και 1607. Τέλος σε απόσταση δέκα λεπτών βορειοδυτικά από τη Μονή
βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αγίων πέντε Μαρτύρων.
Το
κοιμητήριο της βρίσκεται σε μικρή απόσταση της εισόδου του Μοναστηριού, δίπλα
στο καλντερίμι που οδηγεί στον αρσανά. Ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου
φέρει τοιχογραφίες του 1798. Αυτές έγιναν με δαπάνες του τότε Προηγουμένου και
σκευοφύλακα της Μονής Διονυσίου του Μυτιληναίου. Πρόσφατα το έτος 1995, έγινε
επέκταση του παρεκκλησίου για να εξυπηρετούνται καλύτερα οι ανάγκες της Μονής.
Κάτω από το δάπεδο του ναού υπάρχει το οστεοφυλάκιο της Μονής.
H
αυλή της Moνης Σταυρονικήτα είναι η μικρότερη όλων των υπόλοιπων μονών του
Αγίου 'Ορους. Είναι λιθόστρωτη. Στο ανατολικό τμήμα της, όπου είναι κτισμένο το
Καθολικό η στενότητα του χώρου δημιουργεί ουσιαστικά τρεις διαδρόμους.
Η
Τράπεζα βρίσκεται στο πρώτο όροφο της νοτιοανατολικής πτέρυγάς της και σε τμήμα
από τον Πύργο μέχρι το ανατολικό άκρο της. Συνδέεται από την αυλή με ένα
ημιϋπαίθριο στεγασμένο διάδρομο, όπου καταλήγει η λιθόκτιστη σκάλα εισόδου από
το ισόγειο. Στο μέσον του ανατολικού της τοίχου υπάρχει αψιδωτή κόγχη,
ημικυκλική εσωτερικά και τρίπλευρη εξωτερικά, με δίλοβο παράθυρο στο κέντρο. Η
τράπεζα επικοινωνεί με το παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου. Υπάρχει επιγραφή του
1770, στο δυτικό τοίχο, πάνω από την θύρα εισόδου της Τράπεζας. Εδώ υπήρχε
αρχικά οχυρωματικός τοίχος. Κατεδαφίστηκε πριν το 1744, όταν πλέον δεν υπήρχαν
οι λόγοι ύπαρξής του. Πράγματι ο γνωστός Ρώσος περιηγητής Μπάρσκι στο σχεδιασμό
της, δεν απεικονίζει πλέον το τμήμα αυτό. H ανακαίνιση που πραγματοποιήθηκε,
διατήρησε ο,τι είχε απομείνει από το κτίριο του 16ου αιώνα και τις τοιχογραφίες,
υψώνοντας το τείχος περιμετρικά και κατασκευάζοντας στέγη. Οι τοιχογραφίες στην
κόγχη και σε τμήμα του νότιου τοίχου είναι του Θεοφάνους Πρόσφατα, το 1998 η
Τράπεζα ανακαινίσθηκε λόγω των προβλημάτων που παρουσίαζε η στέγη της.
Το
μαγειρείο βρίσκεται δίπλα στο χώρο της Τράπεζας στη νοτιοανατολική πτέρυγα.
Επικοινωνεί άμεσα με αυτήν μέσω βοηθητικών χώρων. Πρόσφατα (1998) ανακαινίσθηκε
διότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις
λειτουργίας της Μονής.
Το
λαδαριό της μονής Σταυρονικήτα, κατ ἐξαίρεση
του κανόνα λόγω στενότητας χώρου, βρίσκεται εκτός του μοναστηριού. Είναι
ανεξάρτητο κτίσμα και εφάπτεται του παλαιού τοξοτού υδραγωγού, το οποίο
πρόσφατα, το 1996, αποκαταστάθηκε. Σώζεται το τμήμα και τα μηχανήματα όπου
παρασκευάζεται το λάδι.
Και
ο φούρνος της Μονής Σταυρονικήτα λόγω στενότητας βρίσκεται εκτός του
μοναστηριού. Είναι ανεξάρτητο κτίσμα και βρίσκεται δίπλα στο λαδαριό, προς την
πλευρά της θάλασσας.
To
κρασαριό στεγάζεται στο ίδιο κτίσμα με το λαδαριό, όπου διαμορφώνεται και
εσωτερικό πατάρι. Περιλαμβάνει μεγάλες παραβούτες μέσα στις οποίες από το
πατάρι οι μοναχοί αδειάζουν τον μούστο για την ζύμωση.
Οι
τέσσερις πτέρυγες της Μονής Σταυρονικήτα που κλείνουν μεταξύ τους περιμετρικά
με έκδηλο φρουριακό χαρακτήρα, εσωτερικά περιβάλουν το Καθολικό , αφήνοντας
ενδιάμεσα στενή αυλή και διαδρόμους. Οι πτέρυγες έχουν μήκος περίπου 53 μέτρα
και πλάτος 30, ενώ το ύψος τους δεν υπερβαίνει τα 15μετρα , εκτός βεβαίως του
πύργου που πλησιάζει τα 25 μέτρα. Η ανατολική πτέρυγα είναι τριώροφη με
επίπεδες όψεις προς το εσωτερικό της αυλής και σαχνισιά στο εξωτερικό και
υψίκορμο προστατευτικό τοίχος. Η τριώροφη δυτική πτέρυγα χαρακτηρίζεται από τις
τοξοστοιχίες της εσωτερικής όψης τα δοξάτα και τον κεραμοπλαστικό της διάκοσμο.
Ανακαινίσθηκε το 1986-88. Η βορεινή πτέρυγα εσωτερικά επίσης είναι τριώροφη με
χαρακτηριστικό υπερυψωμένο ισόγειο τμήμα της, ενώ εξωτερικά χαρακτηρίζεται από
το πλέγμα ανοικτών και κλειστών εξωστών. Τέλος η νότια πτέρυγα είναι διώροφη με
έντονο φρουριακό χαρακτήρα και περιλαμβάνει την είσοδο της Μονής και τον πύργο.
Τα
κελλιά των μοναχών, τα οποία είναι μονοχώρα και μικρών διαστάσεων, βρίσκονται
κυρίως στη δυτική πτέρυγα. Κελλιά επίσης μοναχών υπάρχουν στην ανατολική και
στη βόρεια πτέρυγα και είναι τα παλαιότερά της μονής.
Το
Συνοδικό βρίσκεται στον 3ο όροφο της βόρειας πτέρυγας. Το Ηγουμενείο βρίσκεται
κοντά στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου στον 1ο όροφο της ανατολικής
πτέρυγας.
Το
αρχονταρίκι στεγάζεται στον 3ο όροφο της βόρειας πτέρυγας κοντά στο Συνοδικό με
το οποίο συνδέονται με κοινό διάδρομο.
Στις
τριώροφες πτέρυγες της I.Μονής Σταυρονικήτα στεγάζονται επίσης, το νοσοκομείο,
το ραφείο, το κηροπλαστείο, το τσαγκαράδικο, το προσφοριό, το ωρειό, το
φαρμακείο, το δοχειό, οι αποθήκες τροφίμων. Λόγω στενότητας τα εργαστήρια
συντήρησης κειμηλίων, το εργαστήριο θυμιάματος, το οδοντιατρείο βρίσκονται σε
όμορα κτίσματα της μονής.
Το
σκευοφυλάκιο στεγάζεται στον Πύργο. Η μονή διαθέτει πολλά και αξιόλογα
κειμήλια, μεταξύ των οποίων δεκαεννέα χρυσοκέντητα, σταυρούς, ξυλόγλυπτα,
εγκόλπια. Πολλά άγια λείψανα επίσης φυλάσσονται στη μονή σε αντίστοιχες
λειψανοθήκες.
Το
εικονοφυλάκιο θα στεγασθεί στον Πύργο. Στο εικονοφυλάκιο φυλάσσονται οι εικόνες
εκείνες που υπήρχαν παλαιότερα στο τέμπλο η σε εικονοστάσια του Καθολικού η
παρεκκλησίων και οι οποίες στην πορεία του χρόνου αντικαταστάθηκαν με άλλες.
Από τις σπουδαιότερες φορητές εικόνες είναι εκείνες του Αγίου Νικολάου, της
Μετάστασης του Αγίου Ιώαννου του Θεολόγου, των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του
Αποστόλου Λουκά, των Τριών Ιεραρχών, Ανδρέα και Μάρκου, του Αυξεντίου, του
'Αγιου Αντύπα, των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, του Ευαγγελισμού και της
Γέννησης, του Σταυρού, του Αγίου Ευστρατίου, της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας που
βρίσκεται στο Καθολικό, του Χριστού, του Προφήτη Ηλία, του Μαρδαρίου και
Ορέστου, των Άγιων Πάντων και άλλες.
H
βιβλιοθήκη στεγάζεται στο ισόγειό της νότιας πτέρυγας. Διαθέτει μικρή συλλογή
χειρογράφων κωδίκων. Σ' αυτήν περιέχονται 169 ελληνικοί κώδικες, από τους
οποίους 58 είναι περγαμηνοί, 2 βομβύκινοι και οι υπόλοιποι 109 χάρτινοι.
Περιέχουν κυρίως θεολογικά, εκκλησιαστικά και μουσικά κείμενα.
Τα
περιβάλλοντα βοηθητικά κτίρια στην Μονή Σταυρονικήτα βρίσκονται κοντά στις
εξωτερικές αυλές του μοναστηριού και περιβάλλονται με κήπους λαχανικών,
κηπευτικών, από τον πορτοκαλεώνα, τον οπωρώνα και το αμπέλι.
Αποτελούν
αυτοτελή κτίρια και χρησιμοποιούνται ως εργαστήρια αγιογραφίας, ραπτικής,
εργατόσπιτα, μηχανουργείο, ξυλουργείο, αποθήκες, αλιευτικές και λιμενικές
εγκαταστάσεις στον αρσανά.
Το
ιδιαίτερα γραφικό συγκρότημα του αρσανάτης Μονής Σταυρονικήτα βρίσκεται πλησίον
του μοναστηριού και συνδέεται με ανηφορικό καλντερίμι με τη μονή. Είναι
πετροκτιστό διώροφο κτίσμα όπου στο ισόγειο, με την χαρακτηριστική τοξωτή
είσοδο, υπήρχε η δυνατότητα ανέλκυσης και επισκευής των καϊκιών.
Η
όλη εικόνα αρσανά και μονής αποτελεί αρμονικό σύνολο φυσικού περιβάλλοντος και
κτισμάτων.
Το
παλιό βουρδουναριό αποτελεί λιθόκτιστο πλατυμέτωπο και διώροφο λόγω κλίσης του
εδάφους κτίσμα. Βρίσκεται κοντά στη μονή και δίπλα από το γραφικό πλακόστρωτο
με το υδραγωγείο της μονής. Έχει αποκατασταθεί και μετασκευασθεί σε χώρους
διαμονής του εργατοτεχνικού προσωπικού και αποθήκευσης υλικών και προϊόντων.
Το
ψαροσπιτο ταυτίζεται με τον Αρσανά του μοναστηριού, του οποίου τον όροφο
χρησιμοποιούν οι μοναχοί της μονής ενώ ο χώρος της προβλήτας αποτελεί ιδανικό
χώρο για το άπλωμα και επιδιόρθωση των δικτύων τους.
Το
υδραγωγείομε τους λίθινους τοξωτούς πεσσούς και τις ανοικτές δεξαμενές με τα
χρυσόψαρα, την σηματοδοτεί στη ιστορική της διαδρομή. Εδώ η αρχιτεκτονική
μορφολογία του εναρμονίζεται με εκείνη του υπόλοιπου μοναστηριακού
συγκροτήματος, με το οποίο πάντα η λειτουργική συσχέτιση ήταν άρρηκτα δεμένη.
Το
οργανωμένο ξυλουργείο βρίσκεται δίπλα από το κατηφορικό καλντερίμι προς τον
αρσανά και αποτελεί ένα πολύ καλά δομημένο πετροκτιστό κτίσμα πάνω στα βράχια.
Η
Μονή Σταυρονικήτα δεν διαθέτει κιόσκι όπως άλλες μονές, αλλά ακριβώς μπροστά
από την είσοδο της μονής υπάρχει μία σκιερή απλωταριά και κρήνη που αποτελεί
χώρο ανάπαυλας αλλά λειτουργεί και σαν υπαίθριο αρχονταρίκι που εξυπηρετείται
από ειδικό προκτίσμα δίπλα στη είσοδο της μονής.
O
οχυρός πύργος της Μονής Σταυρονικήτα βρίσκεται δεξιά από τη σημερινή κεντρική
είσοδο στη μέση περίπου της νότιας πτέρυγας. 'Εχει κάτοψη σχήματος τετραγώνου,
πλευράς οκτώμισυ μέτρων περίπου και συνολικό ύψος είκοσι πέντε μέτρων.
Ιδιαίτερα παραστατικά τον αποδίδει σχεδιαστικά, στα μέσα του 18ου αιώνα, ο
Ρώσος περιηγητής Μπάρσκυ. Πρόσφατα ανακαινίσθηκε για να στεγάσει το
σκευοφυλάκιο και εικονοφυλάκιο της μονής.
H
Μονή Σταυρονικήτα έχει εξαρτήματά της συνολικά οκτώ Κελλιά συμπεριλαμβανομένου
και του αντιπροσωπείου της στις Καρυές, των Αγίων Πάντων, καθώς και τριάντα
τέσσερις Καλύβες στην περιοχή της Καψάλας.
Τα
Κελλιά της Μονής Σταυρονικήτα βρίσκονται τόσο στην περιοχή των Καρυών όσο μέσα
στην κτηματική περιοχή της Μονής. Αναλυτικά τα Κελλιά που εξαρτώνται από τη
Μονή είναι των Αγίων Αρχαγγέλων, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Κηρύκου, του Αγίου
Ονουφρίου, των Τριών Ιεραρχών, του Τιμίου Προδρόμου και των Αρχαγγέλων. Επίσης
η μονή διαθέτει σαν εξαρτήματά της άλλες 34 Καλύβες στη περιοχή της Καψάλας.
Φέρουν την ονομασία "Καλύβη", και όχι "Κελλίου", λόγω του
ότι η περιοχή Καψάλα στη οποία βρίσκονται, ιστορικά αποτέλεσε άτυπη Σκήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου