Η
Ιερά Μονή Βατοπεδίου η Βατοπαιδίου ( η πρώτη γραφή, κατά τον Θεοδώρητο,
ετυμολογείται «εκ της βάτου και πεδινού: ούτω γαρ οράται εν παλαιοίς
χειρογράφοις». Η δεύτερη από το «βάτος» και «παιδίον», παρετυμολογούμενη)
κείται στην κορυφή ενός υψώματος, στα ΒΑ της Χερσονήσου, 5 ἀπὸ τη θάλασσα.
Γύρω
της αμφιθεατρικά παραταγμένοι λόφοι και βουνοί καταπράσινοι, που θάλεγες ότι
τοποθετήθηκαν εξ υστέρου, με σκοπό να προστατεύσουν τη μεγάλη και ένδοξη Μονή
με τις πολλές και σεβάσμιες μνήμες. Η Μονή «ζαφειρόπετρα στου Άθω το
δαχτυλίδι», τα έχει όλα αριστοκρατικά και επίσημα: βαριά και ογκώδη κτίσματα,
δομημένα με σοβαρότητα και επισημότητα, χωρίς να λείπει και κάποιος λυρικός
τόνος απ' αυτά, συμπορεύονται με τη χιλιόχρονη ιστορία της Μονής. Μέσα στην
αυλή 9 αυτοτελή κτίσματα ριγμένα στον χώρο σαν «τυχαία» και θεληματάρικα
τονίζουν εναργώς τη βυζαντινή αρχιτεκτονική της ισορροπίας και της μυστικής αρμονίας.
Γενικά στα κτίσματα της Μονής αναχωνεύονται όλες οι τάσεις, και το χρώμα που
επικρατεί είναι το κόκκινο: «…χρώματι τω ερυθρώ ευ πάνυ κεχρωσμένα…» (κατά
επιγραφή του καθολικού).
Στην
κάτοψή της η Μονή σχηματίζει ένα μεγάλο ακανόνιστο τρίγωνο εμβαδού 18.000 πηχ..
Η μία πλευρά προς τη θάλασσα, εκτεινόμενη σε μήκος 200 περίπου μέτρα δίνει στη
Μονή μία υπέροχη εικόνα. Έξω από τη Μονή καλοδιατηρημένα φαρδιά λιθόστρωτα, με
παλιά εκατέρωθεν κτίσματα (αναγόμενα και στον 15ο αι.) εγείρουν στον προσκυνητή
επιθυμητικά αισθήματα ενός περιπάτου. Λίγο πιο κάτω, στον αρσανά, ένα κτίσμα
του έτους 1496 φέρει στην πρόσοψή του την κεφαλή ενός βοδιού – το έμβλημα της
Μολδαβίας.
Η
Μονή θεμελιώθηκε κατά το τελευταίο τέταρτό του 10ου αι. Κτίτορές της είναι
τρεις πλούσιοι άρχοντες από την Αδριανούπολη: ο Αθανάσιος, ο Νικόλαος, ο
Αντώνιος. Οι τρεις άρχοντες ήρθαν στο Όρος, φέρνοντας, μαζί τους και την
περιουσία τους από 9.000 χρυσά νομίσματα, με το όραμα να χτίσουν μία λαύρα.
Κατά σύσταση του Αγίου Αθανασίου οι τρεις κτίτορες επιλέγουν το σημείο κι
αρχίζουν την ανέγερση. Πάντως η Μονή εμφανίζεται ολοκληρωμένο κτίσμα μετά την
έκδοση του Α Τυπικοῦ (972). Πρώτο
έγγραφο στο οποίο αναφέρεται είναι του έτους 985 η υπογραφή του ηγουμένου της
Μονής Νικολάου βρίσκεται 23η, τελευταία.
Υπογραφές των δύο ηγουμένων της Μονής Νικολάου και Αθανασίου υπάρχουν σε
σύγχρονα έγγραφα.
Η
άνοδος της Μονής θα είναι κατακόρυφη. Παρόλο ότι δεν μνημονεύεται στο Α Τυπικό, στο Β ὅμως (1045) κατακτά τη β θέση των πρεσβείων, σταθερά και μόνιμα, μέχρι
σήμερα. Η φήμη της θα αμιλλάται εκείνη της Λαύρας, και η ευγενής αυτή άμιλλα,
μερικές φορές, θα μεταπέφτει στο παιδαριώδες. Έτσι πρέπει να ιδωθεί και η
υπογραφή ενός ηγουμένου της Μονής σε έγγραφό του 1287: «ο της του Βατοπεδίου
σεβασμίας βασιλικής μονής και πρώτης λαύρας του Αγίου Όρους ταπεινός Ιωσήφ
ιερομόναχος». Η Μονή πάντοτε συνοδεύεται από τους προσδιορισμούς «Λαύρα»,
«Μεγάλη» η «Μεγίστη Μονή».
Η Μονή υπήρξε η πνευματική τροφός του
Αγίου Σάββα (1176-1235), του μεγάλου εθνάρχη των Σέρβων, καθώς και του πατέρα
του Αγίου Συμεών, προς τους οποίους η ίδια παραχώρησε το «μελισσομάνδριον»
Χελανδάρι. Η δωρεά αυτή θα θεωρηθεί μεγάλης σημασίας πράξη απ' όλους τους
Σέρβους ηγεμόνες. Πρώτος ο κράλης Στέφανος Ντουσάν εκδηλώνει θερμό ενδιαφέρον
υπέρ της Μονής. Σε έγγραφό του (Απρίλιος 1348) γράφει σε α πρόσωπο περί της «εκ πολλών χρόνων ενούσης
μοι θερμοτάτης εφέσεως», να έρθω προσκυνητής στον Άθω. Ειδικά «την θερμήν
αγάπην ην ιδίως τρέφει η βασιλεία μου εις την τοιαύτην μονήν» (Βατοπεδίου). Ο
Στέφανος με το έγγραφο δεν επικυρώνει μόνο κτήσεις της Μονής, αλλά και δωρίζει
ένα ολόκληρο συνοικισμό, τον Άγιο Μάμαντα, και άλλους τόπους που «προκατείχον
οι Βαρβαρηνοί στρατιώται». Με άλλο έγγραφο (Νοέμβριος 1369), ο δεσπότης Ιωάννης
Ουγγλέζια, επιστρέφει τον ετήσιο φόρο των 120 υπερπύρων, που κατέβαλλε η Μονή
υπέρ της λίμνης Μπουρού, εκφράζοντας έτσι «ευγνωμοσύνης οίον σημείον και
γνώρισμα» προς την Κυρία Θεοτόκο. Οι δωρεές των Σέρβων ηγεμόνων συνεχώς θα
πληθαίνουν. Ο δεσπότης Στέφανος Λαζάρεβιτς χορηγεί στη Μονή ετήσιο εισόδημα 60
λίτρες άργυρο, καθώς και το χωριό Κοπτιβνίτσα (Ιούλιος 1417), και ο μέγας
τσέλνικ Ράντιτς δωρίζει στη Μονή άλλο χωριό, το Μπελοπόλτζιε επί του Μοράβα
(Μάρτιος 1432). Τα δύο παραπάνω έγγραφα επικυρώνει με άλλα δύο (1427 και 1432)
ο δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς. Η τελευταία πράξη μεταξύ της Μονής και των
Σέρβων ηγεμόνων είναι ένα παραχωρητήριο του 1432 με το οποίο η Μονή παραχωρεί
στους αυτάδελφους βοεβόδες Ραδοσλάβο και Μιχαήλ «τον πύργον του Κωλετζή» και τα
κελλιά εντός του τείχους, όπως και τη γύρω περιοχή. Στο έγγραφο ορίζεται να
μένουν (εξ αδελφατάρια» (6 δηλ. μοναχοί καθισματάριοι) μαζί μ' έναν ιερέα.
Συχνές
επιδρομές και λεηλασίες των Φράγκων πειρατών, των ενωτικών του Μιχαήλ Η τοῦ Παλαιολόγου (1280), των Καταλάνων
(1307-8), των Τούρκων και άλλων οθωμανικών φύλων, αν και θα ενεργούν πάντοτε
ανασταλτικά στην πρόοδο της Μονής, δεν θα κατορθώσουν να ανακόψουν τελείως το
έργο της προσφοράς της στον ιεραποστολικό τομέα και τις διορθόδοξες σχέσεις.
Σηνειώνεται σε έγγραφό του Ανδρόνικου Β ὅτι
στο τέλος του 13ου αι. η Μονή «μετά των πρώτων και περιφανών τεταγμένη
ανέκαθεν», έχει στερηθεί των πάντων: «μικρού δειν παντελώς κινδυνεύουσα δια γε το
ταύτη μεγίστοις καθυποβληθήναι υπό πειρατών τοις δεινοίς και ων είχεν εντεύθεν
αφαιρεθήναι τα κάλλιστα η μάλλον τα σύμπαντα», όμως ταχύτατα «εις την προτέραν
επανήλθεν ευδαιμονίαν τε και κατάστασιν» χάρη στον Ανδρόνικο που πρόσφερε
«ικανάς τας αντιλήψεις και χορηγίας». Στο Όρος οι κατά καιρούς Πρώτοι,
βλέποντας τον συνεχώς ανερχόμενο δυναμισμό της Μονής, της δωρίζουν όλες τις
γειτονικές μονές: του Χαλκέως, του Βεροιώτου, του Ιεροπάτορος, του Καλέτζη, του
Αγίου Δημητρίου, του Ξύστρου, του Τριπολίτου, του Τροχαλά. Το 1347 ο
αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ Κατακουζηνὸς
προσηλώνει με πρόσταγμά του στη Βατοπεδίου τη μονή της Ψυχοσωστρίας στην
Κωνσταντινούπολη, ώστε όταν οι Βατοπεδινοί έρχονται στη βασιλεύουσα να βρίσκουν
«ανάπαυσιν και καταμονήν και την προσήκουσαν λοιπήν ασφάλειαν…». Πιο πριν οι
αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Θ (1042-55)
και Μιχαήλ Ζ ; (1071-78) έχουν χορηγήσει στη Μονή ετήσια συνδρομή: «σολέμνιον
νομίσματα ογδοήκοντα», ενώ ο Νικηφόρος Γ'
Βοτανειάτης (1080), μαζί με άλλες δωρεές, «δωρείται τη Μονή παροίκους
ατελείς τον αριθμόν πεντήκοντα», μαζί με τα ζώα τους : «ζευγαράτους».
Αντίστοιχα η Μονή αναδέχεται στους κόλπους της αδελφότητάς της πρίγκιπες και
βασιλείς: τον Ιωάννη Κατακουζηνό (Ιωάσαφ μοναχός) και Ανδρόνικο Παλαιολόγο,
δεσπότη Θεσσαλονίκης (Ακάκιος μοναχός). Άλλος Παλαιολόγος, ο Γαβριήλ μοναχός,
υπογράφεται σε έγγραφό του 1432.
Και
Δυτικοί ηγεμόνες ενδιαφέρονται για την ακεραιότητα της Μονής: ο βασιλιάς της
Ισπανίας Αλφόνσος (1456), ο μαρκήσιος του Μοντεφεράτου Γουλιέλμος (1512), ο
Τζώρτζης Μοροζίνης Καβαλιέρος (1664) με επιστολές τους συνιστούν στους
συμπατριώτες τους να μη δυναστεύουν τη Μονή. Και ο πάπας Ευγένιος με επιστολή
του επέτρεπε σε κάθε παπικό που ερχόταν σε προσκύνημα του Αγίου Όρους, να
προσκυνήσει την εφέστια εικόνα της Θεοτόκου. Ώστε ο πάπας τη μόνη εικόνα που
επέτρεπε να προσκυνήσει ένας παπικός, χωρίς τον κίνδυνο να αμαρτήσει, ήταν η
της Βατοπεδίου!
Μετά
την άλωση, οι Ρώσοι τσάροι και οι ηγεμόνες των παραδουνάβειων χωρών προσηλώνουν
στη Μονή μονές και μετόχια. Συνολικά αυτή αριθμούσε στην κατοχή της 45 μετόχια
στη Βεσσαραβία. Υπό την κυριαρχία της ήταν οι πιο ονομαστές θυγατρικές μονές: η
Μύρρα (από το 1592), η «θεσπέσια» Γκόλια η Τκόλλια (από το 1606), η Βαρβόϊ η
Μπαρμποΐο (από το 1669), η Ρακιτόσα (από το 1729)… Το 1574 οργανώνεται σε
κοινόβιο, με σιγίλλιο που εκδίδει ο Ιερεμίας Β , χωρίς να υπάρχουν μαρτυρίες
για στέριωμα των κοινοβιακών θεσμών. Εξάλλου, λίγα χρόνια μετά, ανήμπορη να
ξοφλήσει το χρέος της, από 70.000 άσπρα, προς τη Μονή Παντοκράτορος, επιτρέπει
στον «γραμματέα της Βλαχικής ηγεμονίας Σκαρλάτο» να προβεί στην εξόφλησή του.
Η
Μονή δεν υπήρξε τροφός μόνο των δύο Σέρβων Φωτιστών, αλλά και του Αγίου Μάξιμου
του Γραικού, Φωτιστού και αναμορφωτού του Ρωσικού λαού (1470-1556). Η μεγάλη
προσφορά της Μονής στο Γένος είναι η ιστορική Αθωνιάδα Σχολή .Η Σχολή, η
μεγαλύτερη ελληνική στον τουρκοκρατούμενμο χώρο, ιδρύθηκε κοντά στη Μονή το
έτος 1748 και αμέσως έφτασε να αριθμεί 200 μαθητές. Η ίδρυση και λειτουργία της
Σχολής συγκίνησε τους πατριάρχες και άλλους λόγιούς της εποχής, που με εγκώμια
επαίνεσαν το φιλογενές ενδιαφέρον της Μονής: «Εύγε και υπερεύγε, σεβασμιώτατοι
Βατοπεδινοί. Εάν σεις επληρώσατε ότι χρεωστείτε εις την κοινήν ημών μητέρα και
πατρίδα, η πατρίς πρέπει να σας ευχαριστήσει ως ευεργέτας, και όχι ως
πληρωτάς…». Αλλά και κατά τα νεότερα
χρόνια οι δωρεές της Μονής θα είναι πάντοτε γενναιόδωρες και παροιμιώδεις: το
1880 δωρίζει στη Μεγάλη σχολή του Γένους 4.000 λίρες. Το 1915 προσφέρει 1.000
λίρες για να ιδρυθεί στη Λάρνακα Κύπρου Σχολή. Το 1917 δωρίζει στο Γαλλικό Ερυθρό
Σταυρό το μεγάλο ποσό των 20.000 δραχμών. Το ίδιο έτος στην πυρίκαυστη τότε
Θεσσαλονίκη, η Μονή χορηγεί το υπέρογκο ποσό των 50.000 χρυσών φράγκων για την
αντιμετώπιση των καταστροφών από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Ανάλογη είναι και
η προσφορά σε τρόφιμα. Η Μονή «είναι πρώτη σ' αυτή την κλίμακα: ζυμώνει
εβδομαδιαίως 600 οκάδες αλεύρι και ξοδεύει ετησίως 180.000 οκάδες οίνο…».
Από
τα κειμήλια που έχει στην κατοχή της η Μονή πρέπει να εξαιρεθεί ιδιαίτερα η
τιμία Ζώνη της Κυρίας Θεοτόκου που φυλάσσεται σε ολόχρυση θήκη με πολύτιμους
λίθους και μικρά εικονίδια από σμάλτο. Το ιερό κειμήλιο είχε αρχικά κατατεθεί
στις Βλαχέρνες και μετά στην Αγιά Σοφιά, απ' όπου τη μετέφερε στη Μονή ο
ηγεμόνας της Σερβίας Λάζαρος Α (1372-89).
Η τιμία Ζώνη αγιάζει όλη την οικουμένη. Το 1871 με παράκληση των σουλτανικών
αρχών της Κωνσταντινούπολης μεταφέρεται εκεί και σώζει τη βασιλεύουσα από τη
χολέρα, που είχε αποδεκατίσει το λαό. Όμως το πανίερο κειμήλιο είχε και μία
μικρή περιπέτεια. Κατά την Επανάσταση του '21, ο λαός της Κρήτης, μαστιζόμενος
από πανώλη, καταφεύγει στη Μονή, ζητώντας «με μεγάλην πρόσκλησιν» την τιμία
Ζώνη. Φτάνοντας εκεί οι τρεις συνοδοί μοναχοί με το ενθύμιό της Παναγίας, αλλά
σε ώρα δράσης των τούρκικων αντιποίνων, συλλαμβάνονται από τους τούρκους. Τα ιερά
κειμήλια, μετά από την κατάσχεσή τους από τον πασά, χάνονται. Αργότερα
μαθεύτηκε πως αρκετά από τα κειμήλια, μαζί και την τιμία Ζώνη, «έλαβεν ο
κόνσολος (= πρόξενος) της Αγγλίας Δομήνικος Σανταντώνιο». Ύστερα από πολύμηνες
προσπάθειες εντοπίζονται αυτά στη Σαντορίνη, στη νέα κατοικία του Σανταντώνιο.
Η είδηση μεταδίδεται αστραπιαία σ' όλο το νησί και οι κάτοικοι συγκεντρώνονται
γύρω από το σπίτι του Σανταντώνιο, ζητώντας επίμονα την επιστροφή της τίμιας
Ζώνης και των λοιπών κειμηλίων. Ο πρόξενος βρίσκει την ευκαιρία να ζητήσει για
την απόδοσή τους 15.000 γρόσια. Ο λαός με συγκινητική προθυμία συγκεντρώνει
σχεδόν τα τριπλάσια, χώρια άλλα χρυσαφικά μαζί και 114 πρόβατα, και δίνει τα
ιερά κειμήλια στη δικαιούχο. Ο μεγαλοδωρος λαός της Σαντορίνης αφιέρωσε και μία
και κανδήλα στη Μονή.
Άλλο
πολύτιμο κειμήλιο είναι ο «Ίασπις», ένα ποτήρι θρυλικό, δώρο του αυτοκράτορα
Μανουήλ Β Παλαιολόγου (1391-1425), η του
δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνού, γιου του Ιωάννη Καντακουζηνού
(1349-80). Το πολυτιμότατο αυτό κειμήλιο έχει την ιδιότητα να μετατρέπει σε μία
νύχτα το νερό, που θα του βάλουν, σε γαλάκτωμα, το οποίο και χορηγείται ως
αντιφάρμακο στο δάγκωμα ερπετού. Ο «Ίασπις» αποτελεί ένα συνθετικό κράμμα από
πολύτιμα μέταλλα και λίθους, με πρώτο στη σύνθεση και το χρώμα το τουρκουάζ.
Πολλά
είναι και τα κειμήλια που φέρουν βασιλικές επιγραφές: «Ανδρόνικος Παλαιολόγος
δεσπότης». «Ανδρονίκου ευσεβούς δεσπότου Παλαιολόγου» (εικόνα του Χριστού και
των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου). «Δέησις της δούλης του Θεού Άννης Παλαιολογίνας
Καντακουζηνής της Φιλανθρωπινής» (νινία). «Τσαρίνα και μεγάλη πριγκήπισσα
Αναστασία» (1533-36), γυναίκα του Ιβάν Δ
Τρομεροῦ (μωσαϊκή εικόνα Αγίας Άννας). «Γρηγόριος Γκίκας βοεβόδας
Μολδαβίας», 1762 (ανάθημα της Βηματάρισσας. «Κόμης Δημήτριος Νικολάγιεβιτς
Σερεμέτιεβ, 1857» (εικόνα Ευαγγελισμού του τέμπλου). «Δέησις του δούλου του
Θεού ευσεβεστάτου δεσπότου Ιωάννου του Ούγγλεση» (παρεκκλήσι Αγίων Αναργύρων).
«Αλέξιος Μοσχοβίας εν έτει 1654». «Λάζαρος κνέζης Σερβίας και βασιλεύς Γραικίας
ανατίθημι…» (νάρθηκας παρεκκλησίου Τιμίας Ζώνης). «Ματθαίου Ιωάννου
Καντακουζηνού μεγάλου δομεστίκου»…
Μία
μεγάλη σειρά από εικόνες της Θεοτόκου αναδείχνουν τη Μονή το παλλάδιο της
Παναγίας: Ελαιοβρύτις, Κτητόρισσα η Βηματάρισσα, Εσφαγμένη, Παραμυθία,
Αντιφωνήτρια (οι τρεις τελευταίες είναι τοιχογραφίες)
Η
Μονή Βατοπεδίου το 1990 με σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου Α ἔγινε κοινοβιακή. Είναι η τελευταία που
επέστρεψε στο κοινοβιακό σύστημα, αυτή που πρώτη το αθέτησε. Πέρασε κι αυτή ένα
στάδιο συχνών και ολιγόχρονων μεταλλαγών. Στο τέλος του 14ου αιώνα εισάγει την
ιδιορρυθμία, ενώ το 1426 είναι κοινόβια. Αμέσως μετά πέφτει στην ιδιορρυθμία
και ανασταίνεται το 1448, σύμφωνα με μαρτυρία του χφου της Μονής 279, φ. 256α.
το 1573 επιστρέφει εκ νέου στο κοινόβιο και στα μέσα του 17ου αι μεταπέφτει, ως
το 1990, στη ιδιορρυθμία.
Το
Καθολικό της Μονής Βατοπεδίου, είναι κτίσμα του 10ου αιώνα. Η τυπολογία του
βασίζεται σ ἐκείνη του Καθολικού της
Μεγίστης Λαύρας. Ανακατασκευάστηκε τον 14ο αιώνα ενώ τον 17ο αιώνα έγινε
προσθήκη διώροφου ανοικτού εξωνάρθηκα .
Στο
Καθολικό διατηρούνται τα μοναδικά εντοίχια ψηφιδωτά του 11ου και 14ου αιώνα που
σώζονται στο Άγιον Όρος. Οι τοιχογραφίες του είναι των αρχών του 1312 της
λεγόμενης Μακεδονικής Σχολής.
Οι
τοιχογραφίες της λιτής του Καθολικού είναι οι αυθεντικές, ενώ οι υπόλοιπες
επιζωγραφήθηκαν μεταγενέστερα. Το περίτεχνο ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο, είναι έργο
του 1788. Αντικατέστησε το αρχικό μαρμάρινό του οποίου ένα τμήμα σώζεται στην
αρχική θέση. Το μαρμαροθετημένο δάπεδό του είναι εξαιρετικής τέχνης.
To
καμπαναριό της Μονής Βατοπεδίου, κατασκευασμένο το 1427, βρίσκεται νότια της
φιάλης. Είναι από τα υψηλότερά του Αγίου Όρους και έχει σήμερα οκτώ καμπάνες.
Φέρει στην όψη του κεραμοπλαστική επιγραφή.
Η
φιάλη του Καθολικού είναι οκτακίονη. Περιβάλλεται από δεύτερο περιστύλιο που
συνδέεται με τον εξωνάρθηκα του Καθολικού. Η σημερινή της μορφή είναι
αποτέλεσμα ανακαίνισης του 1810, ενώ η αρχική ήταν του 14ου αιώνα. Κάθε πρώτη
Κυριακή του μήνα μεταφέρεται η εικόνα της Βηματάρισσας και ο σταυρός του
Μεγάλου Κωνσταντίνου για την τέλεση του Αγιασμού των υδάτων.
Η
Μονή Βατοπεδίου διαθέτει συνολικά τριάντα ένα παρεκκλήσια. Τα δώδεκα βρίσκονται
εκτός μονής και τα υπόλοιπα στο κτιριακό της συγκρότημα. Πέντε από αυτά
βρίσκονται ενσωματωμένα στο Καθολικό και τρία στους αμυντικούς πύργους της.
Στις πτέρυγες της Μονής υπάρχουν εννέα παρεκκλήσια. Ένα από αυτά είναι του
Αγίου Ανδρέα, με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Τέλος στην αυλή υπάρχουν δύο
παρεκκλήσια. Το ένα είναι της Αγίας Ζώνης. Το εξαιρετικής τέχνης επιχρυσωμένο
ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι του 1816. Θεωρείται ένα από τα ωραιότερά του Αγίου
Όρους.
Ο
κοιμητηριακός ναός των Αγίων Αποστόλων, είναι κτίσμα επιβλητικό και βρίσκεται
δυτικά της μονής. Η παρούσα φάση του ναού και της εικονογράφησής του είναι του
1683 .
Η
αυλή είναι ιδιαίτερα μεγάλη και διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα, ένα οριζόντιο και
ένα επικλυνές. Στο οριζόντιο τμήμα, περιλαμβάνεται και το ιστορικότερο τμήμα
της μονής, ενώ η επικλυνής αυλή προέκυψε από μεταγενέστερη επέκταση της μονής.
Όλη η αυλή είναι λιθόστρωτη, ενώ η είσοδος σ
αὐτὴν γίνεται από το διαβατικό της δυτικής πτέρυγας. Εκτός από το
Καθολικό, που βρίσκεται στην βοειοανατολική της γωνία, περιλαμβάνει και αρκετά
κτίσματα σε διάφορα σημεία της.
H
τράπεζα της Μεγίστης Μονής Βατοπεδίου είναι της ίδιας τυπολογίας με εκείνη της
Μεγίστης Λαύρας. Η κάτοψη της έχει σχήμα σταυρού και σήμερα είναι πλακόστρωτη.
Βρίσκεται σε αυτοτελές κτίσμα του 1785 απέναντι από την κύρια είσοδο του
Καθολικού. Είναι τοιχογραφημένη στο μεγαλύτερό της τμήμα. Αποτελείται, από
κτιστούς ημικυκλικούς πάγκους και μαρμάρινα τραπέζια σε κτιστές βάσεις.
Πρόσφατα
με την μετατροπή της σε κοινοβική και προκειμένου να αξιοποιείται το σύνολο των
τραπεζιών, έγινε λειτουργική επαναδιάταξή τους. Η προηγούμενη τράπεζα, όπως
προέκυψε από ανασκαφική έρευνα, ήταν περίπου στην ίδια θέση, επιστρωμένη με
κεραμικά πλακίδια. Η οροφή της είναι περίτεχνη με ξύλινες χρωματιστές σανίδες
και πήχεις.
To
αρχικό μαγειρείο της μονής ήταν κτισμένο Δυτικά και απέναντί της Τράπεζας.
Καταστράφηκε από πυρκαγιά μαζί με την προηγούμενη τράπεζα. Το νέο μαγειρείο
βρίσκεται στο ισόγειό της βόρειας πτέρυγας.
To
Λαδαριό βρίσκεται σε αυτοτελές κτίσμα απέναντι και νότια της τράπεζας. Οι
περιμετρικές του λιθοδομές είναι του 1627. Εκεί φυλάσσεται σε πιθάρια και μαρμάρινες
στέρνες το λάδι. Υπάρχουν επίσης δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι που χρησιμεύουν σαν
ελαιοδοχεία.
To
κρασαριό βρίσκεται αριστερά του διαβατικού σε μικρή απόσταση από αυτό.
Οι
πτέρυγες της Μονής Βατοπεδίου είναι πολυόροφες και σχηματίζουν ακανόνιστο
πολύγωνο. Η μεγαλύτερη με μήκος 200 μέτρων, είναι η βορεινή που κτίστηκε στα
μέσα του 17ου αιώνα. Ένα μεγάλο της τμήμα μετά από πυρκαγιά ανακατασκευάστηκε
τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η
νοτιοανατολική πτέρυγα που χαρακτηρίζεται από σύνολο τοξωτών ανοιγμάτων και σαχνισιών
κτίστηκε το 1818. Η νεώτερη πτέρυγα είναι η νοτιοδυτική κτισμένη το 1864 . Η
στέγη της επικαλύπτεται με μολυβδόφυλλα, οι όψεις της είναι από ορθογωνισμένη
πέτρα και τα ανοίγματα των παραθύρων πλαισιώνονται από μάρμαρο.
Τα
κελλιά των μοναχών της Μονής Βατοπεδίου βρίσκονται στην Νοτιοανατολική πτέρυγα.
Κατά την περίοδο που η μονή ήταν ιδιόρρυθμη υπήρχαν αυτοτελή διαμερίσματα για
τους μοναχούς. Σήμερα ο κάθε μοναχός διαθέτει το ατομικό του μονοχώρο κελλί.
Το
ηγουμενείο της μονής στεγάζεται με τη γραμματεία στο δεύτερο όροφο της Βορεινής
πτέρυγας. Εκεί βρίσκεται και η μεγάλη αίθουσα του Συνοδικού.
Το
παλιό αρχονταρίκι της Μονής Βατοπεδίου και ο ξενώνας με δωμάτια φιλοξενείας
βρίσκονται σε τμήμα της βορεινής πτέρυγας. Το νέο αρχονταρίκι και ο ξενώνας επισήμων
διαμορφώθηκε στην νεώτερη νοτιοδυτική πτέρυγα.
Η
Μονή Βατοπεδίου έχει οργανωμένους χώρους γηροκομείου, φαρμακείου, οδοντιατρείου
και νοσηλείας των μοναχών. Επίσης διαθέτει κηροπλαστείο, προσφοριό, ραφείο,
ξυλουργείο, ηλεκτρολογείο και πυροσβεστείο. Έχει επιπλέον εργαστήρια συντήρησης
κειμηλίων, γραφείο μηχανογράφησης παλιάς βιβλιοθήκης και εργαστήρια
χειροτεχνίας. Τέλος έχει πλήρες φωτογραφικό εργαστήριο, γραφείο ηλεκτρονικής
επεξεργασίας κειμένων για εκδόσεις, εκθετήριο εκδόσεων και χειροτεχνημάτων της
μονής.
Το
σκευοφυλάκιο της Μονής Βατοπεδίου, είναι στον αύλειο χώρο απέναντι από την
Τράπεζα.
Φυλάγονται
πολλά και σπάνια κειμήλια, όπως τμήμα του Τιμίου ξύλου και η ζώνη της Παναγίας.
Επίσης φυλάγονται το πολύχρωμο από ίασπι ποτήρι δώρο του Καντακουζηνού
Παλαιολόγου, χρυσοκέντητα και αργυροκέντητα άμφια καθώς και ιερά σκεύη πολλών
μορφών και τύπων.
Το
εικονοφυλάκειο της μονής βρίσκεται στην βορεινή πτέρυγα. Περιλαμβάνει ένα
μεγάλο μέρος από τις 2000 φορητές εικόνες που βρίσκονται στη μονή.
Μεταξύ
αυτών είναι πολλές εικόνες της Παναγίας με χαρακτηριστικές προσωνιμίες όπως
"οδηγήτρια", "βηματάρισσα", "αντιφωνήτρια"
"παραμυθία", "παντάνασσα" "ελαιοβρύτισσα''
"εσφαγμένη" .
Όλες
συνδέονται με την ιστορική διαδρομή της μονής και με πολλές παραδόσεις και
θαύματα.
Η
βιβλιοθήκη και το αρχείο της Μονής Βατοπεδίου στεγάζεται σε ένα από τους
αμυντικούς πύργους της μονής.
Περιέχει
2050 χειρόγραφα, από τα οποία το ένα τρίτο είναι γραμμένα σε περγαμηνή.
Διαθέτει
επίσης 25 περγαμηνά ειλητάρια. Εκεί φυλάγονται μέρος από τα 40000 έντυπα, από
τα οποία πολλά είναι αρχέτυπα και παλαιοτυπά.
Το
αρχείο της μονής περιλαμβάνει τριακόσιες δέκα χιλιάδες έγγραφα. Από αυτά
πολυάριθμα είναι χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, πατριαρχικά σιγίλλια και
άλλα πολύτιμα έγγραφα.
Η
περιοχή γύρω από την Μονή Βατοπεδίου είναι κατάσπαρτη από διάφορα κτίσματα.
Υπάρχουν o αρσανάς, οι αποθήκες, τα ψαροσπιτα, το κοιμητήριo, ο αλευρόμυλος ,
δύο κιόσκια, το εργατόσπιτο με παρεκκλήσι, ο σταύλος, το χαλκαδιό και άλλα
βοηθητικά κτίσματα της μονής.
Ο
μεγάλος αρσανάς της μονής κτίστηκε το 1496 από τον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας
Στέφανο Βοεβόδα. Περιλαμβάνει παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου. Δίπλα του είναι
το κτίριο της σιταποθήκης κτισμένο το 1820.
Μεταξύ
των εννέα πύργων που συμβάλουν στη συνολική μορφολογία της Μονής Βατοπεδίου
ξεχωρίζει ο πύργος του καμπαναριού του 1427, ο βυζαντινός πύργος της Μεταμορφώσεως
με μεταγενέστερες μεταβυζαντινές προσθήκες, οι δύο αμυντικοί πύργοι αμφιπλευρά
της εισόδου της μονής και ο ιστορικός πύργος της Παναγίας, 16ου αιώνα,
κτισμένος πάνω στο αρχικό βυναντινό πύργο.
Εκτός
μονής ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο βυζαντινός πύργος της Κολιτσούς εκεί
όπου υπήρχε η αρχαία μονή του Καλετζή.
Η
Μονή Βατοπεδίου έχει δύο Σκήτες: τη Σκήτη του Αγίου Δημητρίου και τη Σκήτη του
Αγίου Ανδρέα. Ἔχει επίσης είκοσι έξι
Κελλιά και ένα κάθισμα.
ΣΚΗΤΗ
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Η
Σκήτη Αγίου Δημητρίου είναι κτισμένη σε μορφή οικισμού και σε απόσταση μίας
ώρας περίπου νοτιοδυτικά της Μονής Βατοπεδίου. Στην θέση της Σκήτης ήταν παλαιά
μονή του Χαλκέως. Οργανώθηκε σαν Σκήτη το 18ο αιώνα.
Το
1729 συντάχθηκε το πρώτο της τυπικό που ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας της.
'Οπως όλες οι παραδοσιακού τύπου Σκήτες είναι ιδιόρρυθμη στον τρόπο λειτουργία
της.
Το
Κυριακό της Σκήτης Αγίου Δημητρίου ανάγεται στη βυζαντινή εποχή.
Ο,τι
σώζεται από την εποχή εκείνη είναι το μαρμαροθέτημα του Κυριακού, έργου του
12ου αιώνα.
Οι
τοιχογραφίες του κυρίως ναού είναι του 1755. Ο εξωνάρθηκας είναι μεταγενέστερος
και οι τοιχογραφίες του είναι του 1806.
Οι
Καλύβες της Σκήτης του Αγίου Δημητρίου είναι είκοσι μία.
Οι
περισσότερες από αυτές είναι σήμερα ερειπωμένες.
ΣΚΗΤΗ
ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
Η
Σκήτη Αγίου Ανδρέα, επονομαζόμενη Σεράι, βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του
οικισμού των Καρυών.
Είναι
κτισμένη σε μορφή ενιαίου συγκροτήματος στη θέση της παλαιάς μονής του Ξύστρου.
Μέχρι τον 17 ου αιώνα ήταν κελλί του Αγίου Αντώνιου και μετέπειτα κελλί Αγίου
Ανδρέα .
Στα
μέσα του 19ου αιώνα εγκαθίστανται οι πρώτοι Ρώσοι μοναχοί, οι οποίοι
επεκτείνουν τα κτίρια και ανοικοδομούν το σημερινό μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου
Ανδρέα.
Το
1849 με πατριαρχικό σιγίλλιο ανακηρύσσεται σε κοινοβιακή Σκήτη του Αγίου Ανδρέα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα είχε 800 μοναχούς.
Μετέπειτα
και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα είχε φθίνουσα πορεία και τελικά για ορισμένα
χρόνια ερήμωσε.
Πρόσφατα
επαναλειτούργησε με την εγκαταβίωση σ αὐτὴν
μικρής συνοδείας μοναχών. Ασχολούνται με συντηρήσεις εικόνων.
Το
Κυριακό της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, βασιλικού τύπου, άρχισε να οικοδομείται
από Ρώσσους μοναχούς το 1842.
Η
ανοικοδόμηση του διήρκησε 58 χρόνια.
Εγκαινιάστηκε
από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ τον Γ' το 1900. Θεωρείται ένας από
τους μεγαλύτερους ναούς των Βαλκανίων. Έχει μήκος 60 μέτρων, πλάτος 33 και ύψος
29 μέτρων .
Το
τέμπλο του είναι ξυλόγλυπτο και χρυσωμένο.
Στις
Πτέρυγες της Σκήτης υπάρχουν τα κελλιά των μοναχών. Σε τμήμα της
νοτιοανατολικής πτέρυγας της Σκήτης που προορίζεται για αρχονταρίκι, λειτουργεί
από το 1953 η Αθωνιάδα σχολή .
Η
δυτική πτέρυγα όπου βρισκόταν η βιβλιοθήκη της, καταστράφηκε από πυρκαγιά το
1956.
ΚΕΛΛΙΑ
Στην
Μονή Βατοπεδίου υπάγονται είκοσι έξι κελλιά που βρίσκονται γύρω από αυτήν η σε
πιο μακρυνές περιοχές.
Στην
περιοχή της Κολλιτσούς βρίσκονται οκτώ Κελλιά.
Δύο
Κελλιά είναι στη περιοχή Γυφτάδικα και δύο στις Καρυές.
ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ
Η
Μονή Βατοπεδίου έχει ένδεκα καθίσματα στην ευρύτερη περιοχή της. Δύο από αυτά
βρίσκονται κοντά στην Μονή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου