Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ



Η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, το πιο τολμηρό κτίσμα μεταξύ των αγιορειτικών κτισμάτων, είναι θεμελιωμένη στο πτερύγιο μίας βραχώδους βουνοσειράς (υψόμετρο 330), που σαν υπόφυση ξεκορμίζεται απ' αυτήν, για να χρησιμεύσει ως βάση της Μονής. Κι αυτή, όπως φαίνεται από τη θάλασσα, να ορμά προς τα ύψη, όλο δύναμη και τόλμη, στεφανωμένη με νεφέλες, μοάζει με τη φανταστική Βλαχάβα. Το μάτι όλο δέος κυκλώνει τα θεόρατα κτίρια με τις μεγάλες προσόψεις, που σαν λαμπερά μέτωπα δικαίων ποιούνται «αναβάσεις τω οίκω Κυρίου».

Ο εναύλιος χώρος είναι μικρός. Τα βραχώδη θεμέλια της Μονής, όπως και στη Διονυσίου, δεν επιτρέπουν την παράκληση ούτ' ενός δέντρου. Μόνο πέτρα και ουρανός. Ένα κενό μεταξύ δύο αδολεσχούντων κτιρίων μας μεταφέρει μία εικόνα των άλλων δύο στοιχείων: της γης και της θάλασσας. Η απόσταση από Δάφνη είναι 2 ώρες, από τη Μονή Γρηγορίου 1 ώρα και από τη θάλασσα 30 .
Τα της ίδρυσής της τα πληροφορούμαστε από τον Βίο του Αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτη (14ος αι.). Ο Πατέρας ασκήτευε σε σπήλαιο έρημο και απομακρυσμένο, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το σημείο, όπου θα κτιζόταν η Μονή, χάρη σ' ένα λαμπερό αστέρι, που φώτιζε στο σημείο εκείνο για πολλές νύχτες. Το φαινόμενο ερμηνεύτηκε, μετά και το άκουσμα «θεϊκής ουρανόθεν επενεχθείσης φωνής», ως θέλημα Θεού να χτιστεί μονή στον τόπο εκείνο. Κάλεσε λοιπόν μερικούς τεχνίτες να χτίσουν ένα μικρό οικοδόμημα σύμφωνα και με τους οικονομικούς πόρους της αδελφότητας. Όμως το τρομερά παράτολμο εγχείρημα προξενεί ίλιγγο στους διαρκώς αποθαρρημένους τεχνίτες και μοναχούς του Σίμωνος. Μόνο ο Όσιος προχωρούσε μπροστά: μετακινούσε θεόρατες πέτρες με θεία δύναμη και σκαρφάλωνε στις πιο επικίνδυνες ακροτομιές. Όσο όμως ορθωνόταν το περιφερειακό τείχος και μεγάλωνε η απόσταση από τα θεμέλια, τόσο και μεγάλωνε ο τρόμος των εργαζομένων. Λοιπόν αποφασίζουν να σταματήσουν το έργο, πληρώνοντας λύπη την καρδιά του κτίτορα, στις παρακλήσεις του οποίου «ουδόλως επείθοντο». Βρίσκονται προ το τέλος της ημέρας και πρόκειται την επομένη ν' αναχωρήσουν. Τη στιγμή εκείνη βλέπουν τον μοναχό που τους έφερνε αναψυκτικά, να χάνει την ισορροπία του και να πέφτει στο βάραθρο. Αμέσως, μετά το αίσθημα της φρίκης που αισθάνονται, περνούν με πικρές εκφράσεις και «θράσος ανοίκειον» στη επίθεση κατά του Οσίου. Αλλά τους κυριεύει θάμβος, όταν ατενίζουν στο βάθος της χαράδρας να αναδεύεται ο μοναχός, κρατώντας στα χέρια του τα κεράσματα και το αγγείο με το ποτό «μηδεποσώς εκχυθέν». Αυτομάτως αλλάζουν τα αισθήματα όλων απέναντί του Αγίου, που συνεχίζουν την ανέγερση του σκηνώματος «συν πόθω πολλώ και ευλαβεία».
Δεν γνωρίζουμε το έτος κοιμήσεως του Οσίου. Πάντως δεν είναι μακριά από το 1364. Το έτος αυτό εκδίδεται χρυσοβουλλο του Σέρβου κράλη Ιωάννου Ugljesa (1350-72), που γράφει για τον Άγιο ως «προσφάτως δοξασθέντα». Του χρυσοβουλλου το περιεχόμενο γνωρίζουμε από το Βίο του Αγίου Σίμωνος κι από ένα σιγίλλιο του πατριάρχη Κύριλλου Α  Λούκαρι (1623). Ο κράλης θεωρεί μεγάλη ευεργεσία το σπήλαιο του Οσίου, αφού με το μύρο που ανέβλυζε εκεί, θεράπευσε τη δαιμονισμένη κόρη του. Έτσι στέλνει εδώ τον πνευματικό του, ιερομόναχο Ευθύμιο, με τα απαραίτητα χρήματα για την ολοκλήρωση του κτίσματος. Παραδίδεται πως στη Μονή μόνασε ο κράλης Ιωάννης ευσεβώς ζήσας. Το πορτραίτο του ήταν ιστορημένο στην τράπεζα της Μονής.
Στο χρυσοβουλλο ο ευσεβής κράλης αιτιολογεί και την ονομασία της Μονής : «Νέα Βηθλεέμ», από τον «κρεμάμενον αστέρα επάνω της πέτρας». Άλλες ονομασίες της Μονής είναι: «της Γεννήσεως», «του Σωτήρος Χριστού» και, κατά την τουρκοκρατία, «Ασημόπετρα». Η καθιερωμένη ονομασία είναι Σίμωνος Πέτρας, για ν' αντιδιαστέλλεται από άλλη συνώνυμη αρχαία μονή «του Σίμωνος». Κατά το διάστημα αυτό και λίγο νωρίτερα, εμφανίζονται στο Όρος άλλες δύο Μονές: του «Αγίου Σάββα» και του «Μικρού». Έτσι η Μονή στο Γ  Τυπικὸ (1394) έρχεται 23η, προηγούμενη των δύο άλλων. Στην κατοπινή πορεία της δεν παρουσιάζονται έκτακτα γεγονότα. Ίσως θα πρέπει να αναφερθεί η για ένα χρονικό διάστημα παραμονή του Αγίου νεομάρτυρα Ιακώβου του Προδρομίτη (+1 Νοεμβρίου 1520). Πειρατικές λεηλασίες το απόρθητο φρούριο της Πέτρας δεν γνώρισε, οι πυρκαγιές όμως τέσσερις φορές την έπληξαν.
Η χρονολογική τοποθέτηση των τριών πρώτων πυρκαγιών της Μονής δημιούργησε μεγάλη σύγχυση σε πολλούς συγγραφείς, που όλοι τις συμψηφίζουν σε δύο. Όμως είναι δυνατό να εξακριβωθούν από τις δύο σημειώσεις των δύο αντίστοιχων χειριγράφων της Μονής: το 104 και το 44. Το πρώτο: «ετελειώθη το παρόν μηνιαίον δια χειρός αμαρτωλού Ραβουλά ιερομονάχου του εκ Τρικάλου, έτους ,ζ?α (=1583). Ο δε εμπρησμός της Μονής γέγονεν ,ζπθ Δεκεμβρίω ία  ὥρα ζ  τῆς νυκτός (=11 Δεκεμβρίου του 1580, μεσάνυχτα). Εγράφη δε εν τη αυτή μονή …». Και το δεύτερο χειρόγραφο: «Το παρόν βιβλίον υπάρχει κτήμα της σεβασμίας και δεσποτικής μονής του αγίου Σίμωνος Πέτρας. Εγράφη δε μετά τον δεύτερον εμπρησμόν της μονής έτος δεύτερον, οίον εν έτει ζρλδ  (=1626, δηλαδή η πυρκαγιά συνέβη ένα χρόνο πριν, το 1625). Ο δε εμπρησμός (ο πρώτος κατά τον αντιγραφέα, αφού αυτόν πρόλαβε αρχάριος) γέγονεν εν έτει ,ζρ  (=1592). Άρα οι πυρκαγιές που έπληξαν τη Μονή είναι: α  1580 , β  1592, γ  1625. Φαίνεται όμως πως οι δύο τελευταίες ήταν μικρής έκτασης, αφού η Μονή, ένα και δύο χρόνια μετά θα έχει τη δυνατότητα να παράγει χειρόγραφους κώδικες. Η πυρκαγιά του 1580, που εξαιτίας της θα χάσουν τη ζωή τους 30 μοναχοί - ο αριθμός θα πρέπει να είναι πολύ διογκωμένος -, θα γίνει αιτία να εγκαταλείψει η αδελφότητα τη Μονή και να εγκατασταθεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα στη Μονή Ξενοφώντος.
Κι απ' αυτής της Μονής την ιστορία δεν λείπουν οι εκ Βορρά ευεργέτες. Από τον Αλέξανδρο Aldea (1431-36) μέχρι τον Αλέξανδρο Γκίκα (1834-42), 54 συνολικά ηγεμόνες Βλαχίας κι ένας Μολδαβίας, εκδίδουν υπέρ της Μονής 808 έγγραφα (146 σλαβικά, 637 ρουμανικά και 23 ελληνικά). Ο Μιχαήλ ο Γενναίος δώρισε στη Μονή το 1599 το ναό «Άγιος Νικόλαος», στο Βουκουρέστι, τον οποίο ο ηγούμενος της Μονής Ευγένιος συγκρότησε σε μοναστήρι, με το όνομα «Μιχαήλ-Βόδα» και «Μιχάλδοβα».
Για ένα διάστημα η Μονή θα διατελεί υπό την κηδεμονία της Μέσης. Έτσι το 1762 στη σχεδόν έρημη Μονή επιτρέπεται η εγκατάσταση του πνευματικού ποδηγέτη του ρωσικού λαού Παϊσίου Βελιτσκόφσκι και της 35μελους συνοδίας του. Όμως με την εγκατάσταση της νέας αδελφότητας, επιπίπτουν και οι τοκογλύφοι ζητώντας την εξόφληση των χρεών, των οποίων τα επιτόκια αύξαιναν κατά 30% το χρόνο. Η αποχώρηση του Παϊσίου αναπόφευκτα γίνεται σε λίγους μήνες.
Το 1765 εγκαθίσταται εδώ ο από Μυτιλήνης ρέκτης πνευματικός Ιωάσαφ, που κατέθεσε υπέρ της Μονής όλη τη ζωτικότητά του. Οργανώνει τη Μονή σε κοινόβιο. Εξοφλεί τα χρέη. Παίρνει πίσω με δικαστικούς αγώνες τα μετόχια που άρπαξαν τούρκοι κοτζαμπάσηδες. Απολυτρώνει το ιερό λείψανο της Αγίας Μαγδαληνής έναντι 520 ενετικών φλουριών. Το έργο όμως της προόδου ανακόπτεται με την κοίμηση του Ιωάσαφ. Έτσι βρίσκεται πάλι στην ιδιορρυθμία. Αλλά το πρόσωπο του Ιωάσαφ και οι ανορθωτικές προσπάθειες των λοιπών Μονών, δημιουργούν και στους Σιμωνοπετρίτες τη φιλότιμη διάθεση να επαναφέρουν την αδελφότητά τους το 1801 «όθεν εξέπεσε». 
Πρώτος ηγούμενος τοποθετείται ο Υάκινθος, δεύτερος ο Διονύσιος Αγιαννανίτης, τρίτος ο Αμβρόσιος, τέταρτος ο Σεραφείμ γεν. στα Αλάτσατα Μικράς Ασίας. Στη συνέχεια ηγούμενος ψηφίζεται ο Νεόφυτος Μολακίδης, συμπατριώτης του προκατόχου του στον ηγουμενικό θρόνο, που μένει στο αξίωμα για μία 45ετια, κλείνοντας έτσι τον 19ο αιώνα. Όμως και μετά την κοινοβιοποίησή της η Μονή υπάρχει διάστημα που μένει έρημη. Είναι η περίοδος της πιο βάρβαρης τουρκοκρατικής τυραννίας (1821-30), που η Μονή πάλαιβε χωρίς πόρους να σταθεί όρθια. Τότε την καταλαμβάνουν 60 Τούρκοι οπλίτες, υποχρεώνοντας τους μοναχούς να τους διατρέφουν. Έτσι οι λίγοι μοναχοί έφυγαν κι οι οθωμανοί, για εκδίκηση, κατέσκαψαν όλη τη Μονή, αφήνοντας την για μία τριετία εντελώς έρημη.
Η τελευταία δοκιμασία της Μονής είναι η πυρκαγιά της 28ης Μαΐου 1891. Η πυρκαγιά, με αρχική εστία το μαγκιπείο, καταστρέφει το καθολικό, τη βιβλιοθήκη, πολλά κελλιά. Τα τιτάνια περιφερειακά τείχη, όπως πάντα, μένουν όρθια, όπως μαρτυρούν εντοιχισμένες επιγραφές. Μοναχοί μπαίνουν στο φλεγόμενο καθολικό και προλαβαίνουν να περισώσουν ότι πολύτιμο υπήρχε: ιερά λείψανα, άγια σκεύη, καθώς και ορισμένα έγγραφα. Την τραγική είδηση πληροφορείται ο ηγούμενος Νεόφυτος στη Ρωσία, όπου βρισκόταν για τη συγκέντρωση ελεών. Ο ίδιος γίνεται ο αγωγός δια του οποίου θα διοχετευθεί η συμπάθεια και η αρωγή των ομοδόξων αδελφών της Ρωσίας προς τη Μονή. Έτσι πριν περάσει μία δεκαετία, η Μονή βρίσκεται ανασυγκροτημένη και με μία 7οροφη προσθήκη στα ανατολικά της.
Το Καθολικό της μονής Σίμωνος Πέτρας, βρίσκεται στη κορυφή του βράχου και τιμάται στη Γέννηση του Χριστού. Είναι ναός Αθωνικού τύπου, εγκαινιασμένος το 1633. Κατά την πυρκαγιά του 1891 υπέστη μεγάλες ζημιές, κατέπεσε η διώροφη λητή στα δυτικά του και κάηκε η βιβλιοθήκη που στεγαζόταν στον επάνω όροφο. Είχε επίσης υποστεί καταστροφές κατά την πυρκαγιά του 1622, ενώ διασώθηκε από την πρώτη πυρκαγιά του 1580. O ναός αποκαταστάθηκε μετά την καταστροφή του 1891 με την ίδια κάτοψη και στην ίδια θέση. Λόγω στις στενότητας της αυλής, είναι σχετικά μικρού μεγέθους. Στα δυτικά του, μετά την λητή, δημιουργήθηκε μικρός εξωνάρθηκας. Ο ναός είναι μολυβοσκέπαστος. Οι τοιχογραφίες του έχουν ολοκληρωτικά καταστραφεί από τις πυρκαγιές. Εξωτερικά ο ναός διακρίνεται για τον παραδοσιακό τρόπο δόμησης, αν και είναι ύστερης εποχής, ενώ εσωτερικά παρ  ὅλη την έλλειψη τοιχογραφιών, για την απλότητα του ύφους και την κατανυκτική του ατμόσφαιρα. Μελετάται η αγιογράφησή του. Πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι αναγκαίες επισκευαστικές εργασίες του Καθολικού της μονής, που μεταξύ των άλλων συμπεριέλαβαν και την αποκατάσταση της μολυβοσκέπαστης στέγης και τους τρούλους του.
To καμπαναριότης Σίμωνος Πέτρας υψώνεται στη Βορειδυτική γωνία του Καθολικού λιθόκτιστο με πλινθοπερίκλειστο σύστημα και τοξωτά ανοίγματα.
Λόγω της περιορισμένης εσωτερικής της αυλής η μονή Σίμωνος Πέτρας δεν διαθέτει φιάλη. Στη θέση της βρίσκεται δεξαμενή, με βρύση κτισμένη το 1904.
H μονή Σίμωνος Πέτρας έχει τέσσερα παρεκκλήσια στις πτέρυγές της
Στoν πρώτο όροφο της ανατολικής πτέρυγας στο ηγουμενείο, είναι το παρεκκλήσι της Αγίας Μαγδαληνής, ενώ στο δεύτερο όροφο βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους. Δύο ακόμη παρεκκλήσια, των οποίων δεν είναι γνωστή η θέση καταστράφηκαν από πυρκαγιά του 1891.
Το παρεκκλήσι του Κοιμητηρίου της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται νοτιοανατολικά έξω από τα τείχη της και τιμάται στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι διώροφο κτίσμα του 18ου αιώνα με το οστεοφυλάκειο στο υπόγειο. Ο κυρίως ναός ακολουθεί τον τύπο συνεπτυμένου σταυροειδή με τρούλλο. Λόγω του επικληνούς εδάφους η πρόσβαση στον ναό γίνεται από την απλωταριά.
H αυλή στην μονή Σίμωνος Πέτρας είναι πλακοστρωμένη , περιορισμένης έκτασης και διαμορφώνεται στην κορυφή του βράχου. Περιβάλλεται από τους τελευταίους ορόφους των πτερύγων της Μονής.
H Τράπεζα της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται στο δεύτερο όροφο της κεντρικής πτέρυγας που είναι και η αρχαιότερή της μονής. Ανακασκευάστηκε το 1893 επί ηγουμενίας Νεοφύτου, μετά την πυρκαγιά του 1891. Χαρακτηρίζεται από το ορθογωνικό της σχήμα με κόγχη στη μία πλευρά και τις δύο σειρές κιονιοστιχιών με ξυλοπηκτά τόξα και ξύλινη οροφή. Το ξύλινο ταβάνι της Τράπεζας έχει κατασκευασθεί από τους μοναχούς της Μονής. Στους τοίχους της Τράπεζας έχουν αναρτηθεί πίνακες των αρχών του αιώνα, με σκηνές από τον βίο του Οσίου Σίμωνος, κτήτορος της μονής.
To μαγειρείο της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται, στο δεύτερο όροφο της νότιας πτέρυγας, νότια της τράπεζας. Το παλιό μαγειρείο της ήταν στα δυτικά της Τράπεζας.
Το παλιό λαδαριό της Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται ακριβώς έξω από το μοναστήρι. Είναι αυτοτελές διώροφο κτίσμα του 19ου αιώνα. Έχει μικρό υπόγειο, ισόγειο με εγκαταστάσεις ελαιοτριβείου, διαφόρων εποχών και όροφο όπου διέμεναν οι εργάτες κατά την περίοδο της ελαιοπαραγωγής. Μεγάλη υδροκίνητη φτερωτή υπήρχε εξωτερικά στην βόρεια πλευρά του κτιρίου. Το δοχειό της, βρίσκεται κάτω ακριβώς από την λητή του Καθολικού. Μέσα σε μεγάλα πήλινα πιθάρια σ  ἕνα μικρά σχετικά χώρο, με πυκνή συστοιχία τόξων, φυλάσσεται το ετήσιο λάδι.
Ο φούρνος της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται στη δυτική πτέρυγα, στο επίπεδό της αυλής δίπλα στο Καθολικό. Στα υπόγειά του πρέπει να υφίστανται τα υπολείμματα του βυζαντινού πυρήνα της μονής.
To ετήσιο κρασί της μονής παράγεται στο χώρο του κρασαριού. Το κρασί που απαιτείται για την καθημερινή χρήση φυλάσσεται στο χώρο στα δυτικά της Τράπεζας.
Η ιδιαιτερότητα της μονής Σίμωνος Πέτρας έγκειται στην καθ  ὕψος ανάπτυξή της σε πολλούς ορόφους. Οι όγκοι και οι κατόψεις είναι ποικιλόμορφες, λόγω των εδαφολογικών ιδιαιτεροτήτων. H ανατολική πτέρυγα της μονής αποτελεί αυτοτελές κτίσμα επτά, οκτώ και εννέα ορόφων ανάλογα με τη μορφολογία του βράχου.Οι τέσσερεις επάνω όροφοι έχουν και ξύλινους εξώστες. Κατασκευάστηκε τα έτη 1897-1902, σε επέκταση της καμένης το 1891 πτέρυγας. Η δυτική πτέρυγα, στηΝ οποία πρόσφατα προστέθηκε για χρηστικούς λόγους όροφος, περιλαμβάνει τμήμα του Καθολικού και το καμπαναριό του. Η ιστορική βορεινή πτέρυγα με τμήμα βυζαντινού τοίχους , περιλαμβάνει και το λιθόστρωτο επιμήκες ανηφορικό διαβατικό της εισόδου που είναι κατασκευή του 1859. Η νότια πτέρυγα του 1864, αποτελείται από επτά κατοικημένους ορόφους και τρεις για τη θεμελίωση της διαμορφώνοντας και μικρούς βοηθητικούς χώρους. Η κεντρική πτέρυγα είναι η αρχαιότερή της μονής. Χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Περιλαμβάνει την Τράπεζα, παρεκκλήσια και κελλιά μοναχών.
Τα κελλιά των μοναχών της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκονται στους ορόφους δύο έως έξι της ανατολικής πτέρυγας και στους ορόφους τρία έως επτά της Κεντρικής και νοτιοδυτικής πτέρυγας. Σήμερα διαθέτει περίπου ογδόντα κελλιά μοναχών. Από ιστορικές πηγές προκύπτει ότι στα μέσα του 16ου αιώνα διέθετε 36 κελλιά.
Το συνοδικό μαζί με το ηγουμενείο της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκονται στον πρώτο όροφο της ανατολικής πτέρυγας. Κοσμείται με ελαιογραφίες των ηγουμένων και των κτητόρων της μονής. Το παλιό Συνοδικό της μονής βρισκόταν στον πρώτο όροφο της νοτιοδυτικής πτέρυγας.
Το αρχονταρίκι της μονής Σίμωνος Πέτρας στεγάζεται στον πρώτο όροφο της Νοτιοδυτικής πτέρυγας. Περιλαμβάνει ευρύχωρη σάλα και βοηθητικούς χώρους εξυπηρέτησης των φιλοξενουμένων.
Στις πολυόροφες πτέρυγες της μονής Σίμωνος Πέτρας υπάρχουν ακόμη οδοντιατρείο, φαρμακείο, γηροκομείο, νοσοκομείο, κηροπλαστείο, προσφοριό, ραφείο, γραφείο επιμέλειας εκδόσεων της μονής καθώς και διάφοροι άλλοι βοηθητικοί χώροι.
Το σκευοφυλάκιο της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται στον 7ο όροφο, της ανατολικής πτέρυγας της μονής. Εκτίθενται διάφορα κειμήλια της μονής, Ιερά Σκέυη, Ευαγγέλια με πολύτιμα καλύμματα και σπάνια έντυπα χειρόγραφα, πέπλα και άμφια, καθώς ξυλόγλυπτοι επενδευμένοι σταυροί διαφόρων εποχών. Ακόμη στο Καθολικό της μονής φυλάσσονται πολύτιμες λειψανοθήκες, σταυροθήκη με Τίμιο ξύλο τα οποία εκτίθενται σε προσκύνηση στις διάφορες εορτές.
Η μονή Σίμωνος Πέτρας δεν διαθέτει εικονοφυλάκιο. Αρκετές εικόνες φυλάσσονται στην έκθεση του σκευοφυλακείου της και στο Καθολικό της μονής.
H βιβλιοθήκη της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται από το 1994 στον 7ο όροφο της ανατολικής πτέρυγας. Σήμερα περιέχει περί τους 30 χιλιάδες τίτλους βιβλίων, περί τους 40 χιλιάδες τόμων καθώς και σύγχρονα θεολογικά και εκκλησιαστικά περιοδικά. Η παλιά βιβλιοθήκη της μονής βρικόταν επάνω από τη λητή του Καθολικού, περιείχε περί τα 250 χειρόγραφα που ευτυχώς είχαν δημοσιευθεί από τον Σπύρο Λάμπρο, γιατί κατά την πυρκαγιά του 1891 όλα κάηκαν. Στο αρχείο της μονής φυλάσσονται έγγραφα Ελληνικά, Τουρκικά, Ρουμανικά και Ρωσσικά.
Εκτός μονής και σε άμεση γειτνίαση με αυτή υπάρχουν το υδραγωγείο, το παλιό βουρδουναριό, το εργατόσπιτο,το λαδαριό, το ξυλουργείο,το παλιό πλυσταριό, ο παλιός νερόμυλος. Στην ευρύτερη περιοχή της Σιμωνόπετρας βρίσκονται ο αρσανάς και το οικοδομικό συγκρότημα -λιμάνι στη Δάφνη.
Το συγκρότημα του αρσανάτης μονής Σίμωνος Πέτρας συνδέεται με την μονή με ανηφορικό καλντερίμι. Περιλαμβάνει τετραόροφο αμυντικό πύργο του 16 ου αιώνα με κελλί και αποθηκευτικό χώρο. Σαν προέκταση του πύργου, χτίσθηκε επάνω από τον ναύσταθμο τον 19ο αιώνα αποθήκη για το σιτάρι που ερχόταν από τα μετόχια της μονής. Η εξάπλωση της κτηματικής της περιοχής μέχρι τη Δάφνη, επέτρεψε στη Μονή τη δημιουργία δεύτερου αρσανά με προβλήτα, κελλί και χώρους αποθήκευσης ξυλείας, την οποία παράγει και διακινεί.
Το παλιό βουρδουναριό της μονής αναφέρεται σε έγγραφά του 16 ου αιώνα. Ήδη από το 1997 δημιουργήθηκαν σ  αὐτὸ βοηθητικοί χώροι για το νέο εξωτερικό αρχονταρίκι της μονής. Το νέο βουρδουναριό κτίστηκε στα νότια του κοιμητηρίου.
O νερόμυλος της μονής Σίμωνος Πέτρας αποτελεί αυτοτελές κτίσμα σε απόκρημνο έδαφος, που τροφοδοτείται από γειτονική στέρνα.
Το υδραγωγείο της μονής Σίμωνος Πέτρας, κτισμένο σε διαφορετικές περιόδους, αποτελεί με τις δύο ανοικτές σειρές τοξοστοιχιών κυρίαρχο στοιχείο της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας της μονής. H δημιουργία του ανάγεται στον 14ο αιώνα με φάσεις του 16ου και 19ου αιώνα.
To εργατόσπιτο της μονής Σίμωνος Πέτρας βρίσκεται στο όροφο του παλιού χαλκαδιού ανατολικά του οικοδομικού συγκροτήματος της μονής. Σε έργατοσπιτο μετατράπηκε, ύστερα από μετασκευές και προσθήκες κι ο παλιός μύλος της μονής.
Η Μονή Σίμωνος Πέτρας δεν διαθέτει οχυρωματικό πύργο. Πιθανότατα δεν είχε ποτέ αυτοτελή πύργο στην ιστορική της διαδρομή, αφού το οικοδομικό συγκρότημα της μονής είναι στο σύνολό του μία έξοχη και υπερβολικά τολμηρή οχυρωματική κατασκευή.
H μονή Σίμωνος Πέτρας έχει εξαρτήματά της στις Καρυές έξι Κελλιά, έξι Καθίσματα και δύο Ησυχαστήρια στην ευρύτερη περιοχή της. To αντιπροσωπείο της στις Καρυές έχει παρεκκλήσι αφιερωμένο στους Αγίους Πάντες και αγοράστηκε από την Μονή το 1877. Ο επάνω όροφος του κελλιού ενοικιάζεται στη Διοίκηση όπου στεγάζει τα γραφεία της και διαμένει ο Διοικητής Αγίου Όρους.
Από τα εξικελλιά της μονής Σίμωνος Πέτρας τα τέσσερα βρίσκονται στις Καρυές και τα δύο στην ευρύτερη περιοχή της. Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το Κελλί του Αγίου Νικολάου-Δοντά στα όρια της μονής Ξηροποτάμου από το 1368 που αποτελεί το αγρόκτημα της μονής. Τα νεότερα τμήματά του είναι του 19ου αιώνα. Στην πλατεία των Καρυών βρίσκεται επίσης το Κελλί του Αγίου Γεωργίου, επονομαζόμενο του Καλαθά. Ιδρύθηκε τον 14ου αιώνα και στεγάζει στο ισόγειο καταστήματα.
Η μονή Σίμωνος Πέτρας έχει στη περιοχή της και γύρω από το μοναστήρι πέντε Καθίσματα.Το Κάθισμα του Αγίου Σίμωνα βρίσκεται δίπλα στο σπήλαιο όπου ασκήτεψε ο κτήτορας της μονής. Το Κάθισμα του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, νότια της Μονής, έχει τοιχογραφίες με επιτoίχια χρονολόγηση 1702.
H μονή Σίμωνος Πέτρας έχει δύο Ησυχαστήρια το Κουρτζίδικο, κτίσμα του 19ου αιώνα, που βρίσκεται στα όρια Ιβήρων - Ξηροποτάμου-Σιμωνόπετρας και το Καλαμίτσι με κτίσμα αρχών του 20ου αιώνα.

(1)     ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Σαν σήμερα ...
ΤΗ ΝΥΚΤΑ ΤΗΣ 11ης ΠΡΟΣ 12ην ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1581, ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΗΝ Ι.Μ. ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ
Την νύχτα της 11ης Δεκεμβρίου 1581 πυρκαγιά κατέκαψε τη Μονή ολοσχερώς. Εικάζεται για πυρπολισμό επειδή η φωτιά ξεκίνησε από τις τέσσερις πλευρές του μοναστηριού και ταχύτατα αποτέφρωσε τα κελλιά των μοναχών, ιερά κειμήλια, πολλά βιβλία και άμφια ακόμη και χρυσοβουλλα και σιγίλλια. Σώθηκε μόνο το Καθολικό το οποίο έμεινε αβλαβές «ως οι τρεις παίδες εν μέσω των Βαβυλωνίων φλογών». Οι μοναχοί τρομοκρατημένοι προσπάθησαν να κατέβουν με σχοινί από τα τείχη της Μονής, τα οποία κατέρρευσαν και μερικοί από αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο.
Ηγούμενος της Μονής  ήταν ο Ευγένιος, ο οποίος μαζί με τους διασωθέντες μοναχούς, πήγε στην Ι.Μ. Ξενοφώντος όπου διέμειναν μέχρι το 1590. Ο Ευγένιος αμέσως μετέβη στο Βουκουρέστι και αφού συνέλεξε αρκετά χρήματα επέστρεψε και ανακαίνισε τη Μονή. Στο ταξίδι του αυτό κατόρθωσε ν αφιερωθεί στην Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται στο Βουκουρέστι, το οποίο και εξασφάλισε οριστικά με έγγραφο το 1599 επί Μιχαήλ Βοεβόδα.
Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους Εξέδωσε την παρακάτω πράξη:
«Τη 11η Δεκεμβρίου του 7089 (1581) έτους εν μέσω νυκτός πυρ καθήψατο των τεσσάρων γωνιών αυτής και ως εν μία καιρού ροπή άρδην απετέφρωσε και κατηνάλωσε τα τε κελλία, κειμήλια ιερά εκ χρυσού πολυτελή και αξιέπαινα, βιβλία πολλά και άμφια χρήσιμα και το δη πάντων βέλτιστον των εν αυτή χρυσοβούλλων και σιγιλλίων κατηφάνισε και εις κόνιν ελέπτυνεν, ωσάν μάλλον ανιάση το γεγονός τους εκείσε ενασκουμένους και εις αμφιβολίαν εμβάλλη και σύγχυσιν των εν αυτοίς εμφερομένων ορίων άμα και κτημάτων της Μονής. Τα δε τείχη αυτής ως ειπείν εξ αυτών των θεμελίων ως πάλαι τα Ιεριχούντεια κατέπεσον. Μόνος γαρ ο θείος Ναός έμεινεν αβλαβής ως οι τρεις παίδες εν μέσω των Βαβυλωνίων φλογών. Τότε οι εντυχόντες αδελφοί δια σχοινίου χαλασθέντες του τείχους, ήτοι του κρημνού, γυμνοί και άποροι διεσώθησαν του φοβερού εκείνου εμπρησμού, τινές δε δι εκείνου ετελειώθησαν. Ως ουν έγνωμεν ταύτα και ακουστόν τότε πάσαν εγένετο άμα πρωί εκείσε παραγενόμενοι Ηγούμενοι τε του Όρους τούτου του αγίου, συν Ιερεύσι και Γέρουσι και λοιποίς εν Χριστώ αδελφοίς, τα προς την χρείαν του σώματος, άρτον φημί, και άμφια παρεμυθήσαμεν ...; »
Την πράξη αυτή υπογράφουν οι Μητροπολίτης Δράμας, Καθηγούμενος Λαύρας, πρώην Ιερισσού Ιγνάτιος, Καθηγούμενος Βατοπεδίου, Ιβήρων, Χιλιανδαρίου, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Κουτλουμουσίου, Παντοκράτορος, Φιλοθέου, Αγίου Παύλου, Ξηροποτάμου, Διονυσίου, Εσφιγμένου, Κασταμονίτου.
Οι πληροφορίες  είναι από το βιβλίο  ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ του Γερασίμου Σμυρνάκη, 1903, σελ. 133, 134 και 588 όπου υπάρχουν και άλλες λεπτομέρειες.
Σε ότι αφορά το έτος της πυρκαγιάς, ο Μοναχός Δωρόθεος στο έργο του «ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του» εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ 1986, αναφέρει  "ο δε εμπρησμός της Μονής γέγονεν, ζπθ  Δεκεμβρίω ία  ὥρα ζ  τῆς νυκτός (= 11 Δεκεμβρίου του 1850, μεσάνυχτα)".  
Οι Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους
Οι αθωνικές βιβλιοθήκες άρχισαν να συγκροτούνται ήδη από την εποχή της ίδρυσης των μονών. Η τέλεση της λατρείας και των μοναστηριακών ακολουθιών, ο πνευματικός καταρτισμός των μοναχών αλλά και η φιλομάθεια και οι αναζητήσεις τους υπήρξαν οι κύριοι συντελεστές δημιουργίας των βιβλιοθηκών. Σταδιακά αυτές εμπλουτίσθηκαν χάρη στις γενναιόδωρες αφιερώσεις κληρικών και λαϊκών, αλλά και στην παραγωγή βιβλίων (χειρογράφων) στα καλλιγραφικά εργαστήρια που οργανώθηκαν σε όλες τις μονές.
Για πεντακόσια περίπου χρόνια, οι βιβλιοθήκες περιείχαν αποκλειστικά βιβλία σε μορφή χειρογράφων. Τα έντυπα βιβλία άρχισαν να εισέρχονται στις αθωνικές βιβλιοθήκες από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, χωρίς όμως να ανακόψουν την αντιγραφή χειρογράφων. Συνεχείς χορηγίες και αγορές συνέβαλαν στη συγκρότηση εντυπωσιακών βιβλιοθηκών έντυπων βιβλίων με έργα της εκκλησιαστικής και θύραθεν γραμματείας, που χρονολογούνται από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης της τυπογραφίας. Είναι αυτές που, σε μεγάλο βαθμό, τροφοδότησαν τις παιδευτικές προσπάθειες των χρόνων της Τουρκοκρατίας.

H Βιβλιοθήκη της Σιμωνόπετρας
Η Βιβλιοθήκη της μονής συγκροτείται από τις επιμέρους βιβλιοθήκες των χειρογράφων και των έντυπων βιβλίων. Η δημιουργία και ο εμπλουτισμός της ακολουθεί την τυπολογία των άλλων βιβλιοθηκών των αγιορειτικών μονών. Ωστόσο, δύο καταστροφικές πυρκαγιές, το 1580 και το 1891, αφάνισαν τον παλαιό βιβλιακό πλούτο της μονής. Οι νέες συλλογές που δημιουργήθηκαν ταχύτατα περιλαμβάνουν 157 φιλολογικά και μουσικά χειρόγραφα και εντυπωσιακό αριθμό έντυπων βιβλίων.
Ειδικότερα, η Βιβλιοθήκη των παλαιών εντύπων αριθμεί σήμερα 2500 περίπου τόμους βιβλίων που χρονολογούνται ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Το παλαιότερο έντυπο (Ισοκράτους Λόγοι) χρονολογείται στο 1513. Παρά την εύλογη παρουσία μεγάλου αριθμού βιβλίων εκκλησιαστικού περιεχομένου, το 40% του συνόλου των βιβλίων περιέχει έργα κοσμικού περιεχομένου (εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, έργα ελλήνων και λατίνων κλασικών καθώς και νεότερων συγγραφέων).
Η συγκρότηση της βιβλιοθήκης των χειρογράφων στη Σιμωνόπετρα φαίνεται ότι άρχισε την εποχή της ίδρυσής της, στα μέσα του 13ου αιώνα, και εμπλουτίσθηκε σταδιακά, τους επόμενους αιώνες, από αγορές, δωρεές, αλλά και επιτόπου αντιγραφή κωδίκων.
Η πρώτη γνωστή μας δωρεά είναι αυτή του δεσπότη της Σερβίας Ιωάννη Ούγκλεση, στα μέσα του 14ου αιώνα, ενώ στις αρχές του 16ου αιώνα ο επίσκοπος και ηγούμενος της μονής Γεράσιμος δωρίζει πενήντα τέσσερις τόμους (οι περισσότεροι χειρόγραφοι). Από τα μέσα του 16ου και καθ' όλο τον 17ο αιώνα, η σιμωνοπετρίτικη βιβλιοθήκη εμπλουτίζεται με κώδικες, κυρίως λειτουργικού και ασκητικού περιεχομένου, γραμμένους από σιμωνοπετρίτες κωδικογράφους. Από αυτούς ξεχωρίζουν ο μοναχός Ιωήλ (β' μισό του 16ου αιώνα), ο Κύριλλος (α' μισό του 17ου αιώνα) και, την ίδια εποχή, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ο οποίος αντιγράφει αποκλειστικά ασκητικά και αγιολογικά κείμενα. Εξάλλου, το 1629-1630 μόνασε στη Σιμωνόπετρα ο γνωστός καλλιγράφος Ιάκωβος, μαθητής του περίφημου γραφέα Λουκά, επισκόπου Buzau, ο οποίος δώρισε στη μονή λαμπρούς κώδικές του. Τέλος, η βιβλιογραφική δραστηριότητα στη μονή συνεχίζεται και τον 18ο και 19ο αιώνα, αλλά είναι περιορισμένη.
Εκτός, όμως, από τις κατά καιρούς προσκτήσεις, η σιμωνοπετρίτικη συλλογή χειρογράφων υπέστη και σημαντικές απώλειες, τόσο από την πυρκαγιά του 1580, όσο και από επισκέψεις ξένων περιηγητών, με περισσότερο γνωστές αυτή του ρωμαιοκαθολικού ιερομονάχου Αθανασίου του Ρήτορα, το 1647, και του ρώσου μοναχού Αρσενίου Souchanov, το 1654.
Παρά τις περιπέτειες αυτές, το 1880 η μονή έφθασε να κατέχει 245 κώδικες, θεολογικού, λειτουργικού, αλλά και φιλολογικού περιεχομένου, περγαμηνούς και χαρτώους, από τον 9ο ως τον 19ο αιώνα. Όμως, τη συλλογή αυτή τη γνωρίζουμε μόνο από την περιγραφή του Σπ. Λάμπρου, αφού καταστράφηκε ολοσχερώς από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1891.

Περιήγηση στη βιβλιοθήκη των χειρογράφων
Η σημερινή σιμωνοπετρίτικη συλλογή χειρογράφων άρχισε να σχηματίζεται αμέσως μετά την καταστροφή. Σε αυτήν περιλαμβάνονται τόμοι προερχόμενοι από εξαρτήματα της μονής, από δωρεές, αγορές, αλλά και από την αντιγραφική δραστηριότητα ορισμένων μοναχών της. Στη φάση αυτή η περιήγηση περιλαμβάνει 50 φιλολογικούς και 30 μουσικούς κώδικες, οι οποίοι παρατίθενται πλήρεις. Οι παλαιότεροι χρονολογούνται στον 14ο και 16ο αιώνα, περίπου 30 είναι έργα του 19ου αιώνα, ενώ κάποιοι γράφηκαν τον 20ο αιώνα. Οι περισσότεροι είναι λειτουργικού περιεχομένου (κυρίως Μηναία και διάφορες ακολουθίες) και μουσικοί (Ανθολογίες, Αναστασιματάρια, Δοξαστάρια κ.α.), και αρκετοί παρουσιάζουν ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, όπως αυτοί του Σιμωνοπετρίτη αντιγραφέα Ιωακείμ.
(3)
Νεώτερο Ελληνικό Αρχείο Σιμωνόπετρας
Τα Αρχεία του Αγίου Όρους
Η συγκρότηση οποιουδήποτε χρηστικού αρχείου, εκκλησιαστικού η κοσμικού, φυσικού η νομικού προσώπου, δεν αποτελεί τυχαία και συμπτωματική ενέργεια, ούτε απορρέει από την όποια περιέργεια η συλλεκτική έφεση. Τα έγγραφα συσσωρεύονται αυτομάτως από τις θεσμικές ανάγκες η τις καθημερινές δραστηριότητες μίας αρχής η ενός ιδρύματος και αντιπροσωπεύουν την τεκμηρίωσή τους.

Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, από την ίδρυσή τους, συγκέντρωσαν σταδιακά στα αρχεία τους πολύτιμα έγγραφα, όπως χρυσοβουλλα και προστάγματα βυζαντινών αυτοκρατόρων, σιγίλια και πιττάκια πατριαρχών, έγγραφα βυζαντινών κρατικών λειτουργών, σουλτανικά φιρμάνια, ιεροδικαστικές αποφάσεις, έγγραφα των αρχών στις αυτόνομες ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, όλα τεκμήρια θεσμικών αναγκών. Κυρίως, όμως, συγκέντρωσαν ταπεινότερα έγγραφα, που αποκαλύπτουν το σφυγμό ενός μακραίωνος καθημερινού βίου, τεκμήρια της επίγειας δραστηριότητας των μοναχών.

Οι κύριες μεγάλες ενότητες τεκμηρίων που διασώθηκαν στις μονές, ανεξαρτήτως γλώσσας στην οποία έχουν συνταχθεί (κυρίως ελληνική και, κατά δεύτερο λόγο, τουρκική και ρουμανική), περιέχουν:
(2)     α) έγγραφα κτητορικά και έγγραφα που κατοχυρώνουν προνόμια διοικητικά και οικονομικά, β) έγγραφα-τίτλους ιδιοκτησίας, δηλαδή «αποδείξεις» δικαιωμάτων και απαιτήσεων που αναφέρονται στην κατοχή και στην εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας, γ) έγγραφα και κατάστιχα με διαχειριστικό χαρακτήρα, δ) έγγραφα που αφορούν την τρέχουσα διοίκηση της μοναστικής κοινότητας, ε) έγγραφα που αποτυπώνουν τις ποικίλες μορφές επικοινωνίας με τους εκκλησιαστικούς και κοσμικούς φορείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου