στα υπόγεια των Μοναστηριών για να φτιάνουν μπαρούτι, βόλια, γιαταγάνια κοφτερά και καριοφύλλια, για τη ημέρα τη μεγάλη. Ήταν μια μελαγχολία, που η ελπίδα την είχε μεταβάλει σε κρυφή χαρά. Η μελαγχολία όμως, που είχε χυθή στις αγαθές και φιλότιμες καρδιές όλων των Υδραίων, ήταν ανείπωτη. Οι πιο πολλοί από αυτούς τότε εβάδιζαν με σκυμμένα τα κεφάλια χωρίς λέξι να μπορούν να ειπούν, άλλοι έσφιγγαν τα δόντια τους και τις γροθιές τους απειλητικά. «Ακούς εκεί να βρεθή Υδραίος να αλλάξη την πίστι του»! Δεν ημπορούσαν να χωνέψουν την προσβολή που έγινε στο δοξασμένο τους νησί. Το πιο μεγάλο όμως φαρμάκι έπινε δίχως άλλο η άμοιρη μάννα του εξωμότου. Μόλις έμαθε πως ο γυιός της άλλαξε την πίστι του στη Ρόδο και εμπήκε στο παλάτι του πασά, εντύθηκε τα μαύρα, έβαψε και το σπίτι της μαύρο και εκλείσθηκε μέσα. Ούτε και στην Εκκλησιά μπορούσε να πάη. Πού να παρουσιασθή στον κόσμο; Όλοι θα την έδειχναν με το δάκτυλο και θάλεγαν μεταξύ τους: «να η μητέρα εκείνου, που άλλαξε την πίστι του!» Πώς θα μπορούσε να βαστήξη μια τέτοια προσβολή; Τη ζωή της δεν την ήθελε πια η δυστυχής Υδραία μάννα. Και έκλαιγε, έκλαιγε νύχτα και μέρα. Μάλιστα, όταν από τις σχισμές των κλειστών παραθύρων του σπιτιού της έβλεπε καμμιά φορά τους διαβάτες να κάνουν ανατριχιασμένοι το σταυρό τους μόλις αντίκρυζαν το σπίτι της, της ερχόταν να ξερριζώση τα μαλλιά της από την απελπισία.
* * *
Δεν πέρασε
πολύς καιρός ωστόσο, που ο Κωνσταντής άρχισε να ταράσσεται από εφιάλτες στον
ύπνο του. Έβλεπε πάντα τη μάννα του εμπρός του να κλαίη, άλλοτε να τον
καταριέται, και ετιναζόνταν ορθός, αγριεμμένος. Και επί τέλους έλαβε την
απόφασι. Πλούτη είχε όσα ήθελε. Έλυνε κι έδενε στου πασά το σπίτι. δόξες, τιμές
και εξουσία άφθονη, θα φόρτωνε ένα καΐκι από όλα τα αγαθά της γης και θα
τάφερνε στην Ύδρα, θα γέμιζε το πατρικό του σπίτι και θα καλόπιανε τη μάννα
του. Όσο για τους Υδραίους ας τους να λένε ό,τι θέλουν!...
* * *
Είχε η νύχτα
προχωρήσει αρκετά όταν αγκυροβόλησε το καΐκι του εξωμότου στο λιμάνι της Ύδρας.
Τα σκυλιά των άλλων καϊκιών εγαύγιζαν άγρια και ούρλιαζαν αναστατώνοντας την
ηρεμία του λιμανιού. Σε λίγο ένας Τούρκος με σαρίκι φορτωμένος δώρα κτυπούσε με
το ρόπτρο την αυλόπορτα του μαυρισμένου σπιτιού. Ο αντίλαλος συνετάραξε όλη τη
γειτονιά. Από το σπίτι ως τόσο απάντησις καμμιά. Ξανακτύπησε. και πάλι καμμιά
απάντησις. Καλές γειτόνισσες ξύπνησαν από τον ύπνο και άνοιξαν τα παράθυρα να
ιδούν ποιος κτυπάει τέτοια ώρα την πόρτα του ρημαγμένου σπιτιού και σαν είδαν
Τούρκους με σαρίκια, έκαναν ανατριχιασμένες το σταυρό τους, έκλειναν με βία τα
παράθυρα, άναβαν κεριά, έβαζαν λιβάνι και έκαναν μετάνοιες κλαίγοντας. «Ο
καταραμένος ήλθε! Άμοιρη χήρα μάννα!»
Σε κάμποση
ώρα ανοίγει δειλά-δειλά ένα παράθυρο ψηλά από το πονεμένο σπίτι. Ένα κεφάλι
μαυροσκεπασμένο επρόβαλε και ρώτησε τρομαγμένο: «Ποιος είναι τέτοια ώρα; Εγώ
δεν έχω κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο. Τί θέλετε στο σπίτι μου τέτοια ώρα;»
«Άνοιξε, μάννα μου», φωνάζει ο γυιος της χήρας. «Ο γυιος σου είμαι ο Χασάνης!
Ήλθα δώρα φορτωμένος ένα ολόκληρο καΐκι για να σε κάνω ευτυχισμένη. Άνοιξε,
μάννα μου, θέλω να πέσω στην αγκαλιά σου. Ο γυιος σου είμαι!»
Η Υδραία
μάννα αγρίεψε και από το στόμα της άφησε να βγουν λόγια σαν κεραυνοί: «Ο γυιος
μου ο Χασάνης; Καταραμένε! φύγε από τα άγια χώματα της Ύδρας. Εγώ είμαι
χριστιανή. Εγώ γυιο Τούρκο δεν εγέννησα. Ο γυιος μου ο Κωνσταντής επέθανε για
μένα.
Καταραμένε,
φύγε από το σπίτι μου. Η γη να σε ξεράση. Καταραμένεε...!» Έκλεισε απότομα το
παράθυρο και έπεσε λιπόθυμη με λυγμούς στο πάτωμα η άμοιρη μάννα. Ο εξωμότης
εζαλίσθηκε, τον πήραν τα κλάματα και τρικλίζοντας από τη δυστυχία άρχισε να
κατεβαίνη τα σκαλένια σοκάκια της Ύδρας για να γυρίση γρήγορα στο καΐκι και να
φύγη, να φύγη μακρυά. Τα πατήματα των ποδιών στα καλντερίμια αντιλαλούσαν στους
τοίχους των γύρω σπιτιών και τρομαγμένες οι νοικοκυρές άνοιγαν δειλά τα
παράθυρα και βλέποντας τον εξωμότη έμπαιναν απότομα μέσα, αφήνοντας να
ακούγεται η λέξις: «Ο καταραμένος» για να τον συνοδεύη εκείνη στη ζωή του. Και
οι βράχοι της Ύδρας και τα κύματα, που ξεσπούσαν επάνω στο καΐκι, που έφευγε,
ενόμιζε ο εξωμότης ότι όλα του έλεγαν «καταραμένε!» Ακούμπησε τότε το κεφάλι
του βαρύ επάνω στις παλάμες του και βυθίσθηκε σε σκέψεις. Ήταν η πρώτη φορά,
που άρχισε να νοιώθη σαν κάτι να του δαγκάνη την καρδιά. Χίλιοι δαίμονες
ενόμισε πως τον κυνηγούσαν και έβαλε πλώρη για την Πόλι.
Ήταν τότε
Πατριάρχης ο Άγιος Γρηγόριος ο Ε’. Μπροστά του
γονατισμένος εξωμολογήθηκε την αμαρτία του την τρομερή και εζήτησε το έλεος της
Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης τον αγκάλιασε και έκλαψαν και οι δυο ώρα πολλή. Το
πρόσωπο του Κωνσταντή άστραψε από αγαλλίασι. Είχε λάβει την απόφασι να ξεπλύνη
το ρύπο ακόμα και με το αίμα του. Επήγε λίγους μήνες στο Άγιον Όρος να ξανασάνη
και να προσευχηθή και έπειτα ξαναγύρισε πάλι, χριστιανός τώρα, στη Ρόδο. Εκεί
σαν εμπνευσμένος ιεραπόστολος εκήρυξε δημοσία την πλάνη του και εκάλεσε και τον
ίδιο τον πασά να γίνη χριστιανός. Μήνες ολοκλήρους επάλαιψε στη Ρόδο ανάμεσα σε
τρομερά μαρτύρια. Σηκώνεται η τρίχα του ανθρώπου, όταν διαβάζη τις λεπτομέρειες
αυτής της ιστορίας. Και επί τέλους στις 14 Νοεμβρίου του 1800 παρέδωσε Μάρτυς
πλέον του Χριστού στα χέρια Του τη μαρτυρική ψυχή του «Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο
εξ Ύδρας»!
* * *
Σείεται όλο
το νησί από χαρά και κωδωνοκρουσίες. Η ένδοξη Ύδρα είναι στο ποδάρι. Ο
Ιστορικός και μεγαλόπρεπος ναός της Παναγίας «το Μοναστήρι» είναι ολόκληρος
στολισμένος σε σμυρτιές και δάφνες και με φασκομηλιές είναι στρωμένος και ο
ναός και η προκυμαία όλη του νησιού και ο δρόμος, που οδηγεί στο σπίτι του Αγίου.
Όλα τα καΐκια στο λιμάνι είναι σημαιοστολισμένα και τα σπίτια της Ύδρας όλα. Ο
Δεσπότης ντυμένος τη στολή του και οι παπάδες όλοι με τα εξαπτέρυγα περιμένουν
στην προκυμαία. Τί γίνεται! Μάτι δεν μένει αδάκρυτο. Οι Υδραίες νοικοκυρές και
οι κοπέλλες είναι όλες ντυμένες με τις ολόχρυσες στολές. Ο Ηγούμενος κρατεί στα
χέρια του τα άγια Λείψανα και κλαίει. Η λιτανεία πηγαίνει προς το σπίτι του
Αγίου. Όλη η πόλις είναι χωμένη στα σύννεφα του μοσχολίβανου και μυρωμένη με το
άρωμα της φασκομιλιάς, της δάφνης και της μυρτιάς. Η πόρτα του σπιτιού της
ευτυχισμένης τώρα χήρας μάννας μένει ακόμα κλειστή, για να ανοίξη μεγαλόπρεπα
σε λίγο. Ο Δεσπότης ο ίδιος κρούει τώρα τη θύρα. Κοπέλλες χωμένες στα χρυσά την
ανοίγουν διάπλατα στο κτύπημα του Δεσπότη και γονατίζουν κρατώντας λιβανιστήρια
στα χέρια τους και κλαίγοντας: «Έλα, ευτυχισμένη μάννα, να υποδεχθής το γυιο
σου», της είπε ο Δεσπότης, ενώ η φωνή του εκοβόταν από τους λυγμούς.
Η μάννα του
Αγίου ντυμένη στα ολόχρυσα, περιτριγυρισμένη και από άλλες αρχόντισες της Ύδρας
στα ολόχρυσα κι' αυτές ντυμένες, ανοίγει την αγκαλιά της και παίρνει τα άγια
Λείψανα από τα χέρια του Ηγουμένου, που έκλαιγε σαν μικρό παιδί, και ξεφωνίζει
με κλάματα: «Καλώς το το παιδί μου! Έτσι σε ήθελα παιδί μου, νάρθης στην
πατρίδα! Καλώς το το παιδί μου...!» Ώρες ολόκληρες οι λυγμοί και τα κλάματα
εδονούσαν τις καρδιές των Υδραίων, κλάματα, που τους έκαναν να καυχώνται και να
τα αισθάνωνται δροσιά στις καρδιές των. Καμμιά συγκίνησις, καμμιά ικανοποίησις
στο δοξασμένο νησί σαν κι’ αυτή...
* * *
Κάθε χρόνο
αυτές τις ημέρες, που εορτάζεται η μνήμη του νεομάρτυρος Κωνσταντίνου του
Υδραίου, έρχονται στο νου μου οι συγκινητικές αυτές σκηνές. Τις βλέπω ζωντανές
με τα ψυχικά μου μάτια και περνούν και στο δικό μου το κορμί τα ίδια ρίγη, που
περνούν και τα κορμιά των αγαθών Υδραίων κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες και
ανακουφίζεται από το ίδιο ψυχικό ξεκούρασμα και η δική μου ψυχή.
Και σας,
αγαπητοί μου φίλοι, παρακαλώ σήμερα να σταθήτε μαζί μου με σεβασμό πρώτα-πρώτα
μπρος στη μεγάλη Υδραία μητέρα, στην οποία κυρίως οφείλεται η επιστροφή και η
δόξα του Αγίου, και έπειτα και προ παντός να δοξάσετε το όνομα του Παναγάθου
Θεού, που γνωρίζει να ανορθώνη τους συντετριμμένους και από την πιο τρομερή
πτώσι τους να τους ανεβάζη στα ύψη της αγιωσύνης και να τους στεφανώνη με το
μαρτυρικό, αθάνατο στεφάνι.
†
Μητροπολίτου
Καρυστίας
& Σκύρου Παντελεήμονος,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου