Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Τὰ πεταμένα λεφτά...



+ Μελέτιος Καλαμαρς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Μο γράφει κ. θαν. Κόλλιας:
Τό 1971 πήγαμε μέ τήν σύζυγό μου λένη στήν Ρόδο. μείναμε κε μία βδομάδα. Τό τελευταο βράδυ καθίσαμε στήν παραλία. Δίπλα μας ταν καί να λλο νδρόγυνο. Στίς 8 τό βράδυ λθε καί να βαποράκι. ρθαν δύο νέα παιδιά καί κατσαν στό διο τραπέζι. Καί ρχισαν νά διηγονται, τί εδαν στό μοναστήρι πού εχαν πάει.

Τά λόγια τους μο ρεσαν. Ζήτησα συγγνώμη καί ρώτησα.
-Πο εναι τό μοναστήρι ατό;
-Στήν Σύμη.
-Καί πς πνε κε;
-Τό πρωΐ θά πάρετε πό δ τό καραβάκι. Θά πτε. Καί τό βράδυ θά σς φέρει πάλι δ.
-Κρμα! Πολύ θά τό θελα. λλά αριο πρωΐ φεύγουμε γιά τήν θήνα.
-, δέν πειράζει. ν θέλεις, βάλε κάτι μέσα σέ να μπουκαλάκι, πέταξέ το στήν θάλασσα, καί παρακάλεσε τόν γιο Ταξιάρχη νά τό πάει στό μοναστήρι του. Καί θά τό πάει.
- Θά στείλω!
Μά μέσως παρενέβη σύζυγός μου. Επε αστηρά:
-Νά μήν στείλεις. Θά πνε τά λεφτά χαμένα.
-Θά στείλω! Καί ς πνε χαμένα.
ταν νύχτα. φύγαμε γιά πνο. Καί στό δρόμο λλάξαμε γνώμη.
-Δέν πμε αριο γιά λίγες μέρες στήν Κ;


πήγαμε καί μείναμε κε μιά λόκληρη βδομάδα. Καί ξέχασα ντελς τόν Ταξιάρχη καί τό μπουκάλι. Τό θυμήθηκα, ταν πηγαίναμε γιά τό καράβι, νά γυρίσωμε στήν θήνα.
Λέω λοιπόν στήν λένη:
-Προχώρει σύ. γώ θά πάω μιά στιγμή νά πάρω να πεπονάκι καί λίγα σταφύλια γιά τό δρόμο. Δεκαπενταύγουστος εναι. Τί θά φμε;
Δέν θελε. λλά γώ δέν τήν κουσα.

Γύρισα βιαστικά στό σπίτι πού μείναμε καί ζήτησα πό τήν οκοδέσποινα να μπουκαλάκι. Μο δωκε. πρα καί λίγα φροτα πό τό μανάβη (πεπόνι καί σταφύλια) καί μπήκαμε στό βαπόρι γιά θήνα.
κουσα τά σχολιανά μου. λλά καμα τόν κουφό. Καί πέρασε.

Στόν δρόμο, κοιτούσαμε τά παράλια καί ξεχαστήκαμε. Τό βράδυ κοιμηθήκαμε. Καί ξυπνήσαμε στό Σούνιο. Μο λέγει γυναίκα μου.

-Δέν φέρνεις τά φροτα νά φμε κάτι; Θά φθάσωμε στό σπίτι στίς 11.00.


νοιξε τήν τσάντα καί βρκε μέσα τό μπουκάλι.

-στε τό πρες!

-Τό πρα. λλά δέν τό ρριξα γιά νά μήν πνε τά λεφτά μας χαμένα.

Μετά πό λίγο βγήκαμε στό κατάστρωμα. Ερκα μία πρόφαση καί κατέβηκα πάλι κάτω. πρα τό μπουκαλάκι. βγαλα 50 δρχ. (χαρτονόμισμα τότε· 150 € σημερινά). Τό δίπλωσα σέ λίγο χαρτί. Καί τό βαλα μέσα στό μπουκάλι. λλά δέν εχε φελλό. Ψάχνω στό καράβι νά βρ. Πουθενά φελλός. Βούλωσα τό μπουκάλι μέ χαρτί φημερίδας. Τό δεσα καί μέ μιά κλωστή. Καί τό πέταξα στήν θάλασσα· καί επα:
-ν τό θέλει ταξιάρχης νά πάει, θά πάει.
Στήν λένη δέν επα τίποτε.

Πέρασαν πό τότε Αγουστος, Σεπτέμβριος, κτώβριος, Νοέμβριος. Στά τέλη το Νοέμβρη πγα στό χωριό μου. κε ξαναθυμήθηκα τό μπουκαλάκι.
-Βρέ, τί νά γινε;

Στίς 12 Δεκεμβρίου γύρισα.
ταν μπκα στό σπίτι γυναίκα μου μέ περίμενε μέ να γράμμα στό χέρι. ταν πό τή Μονή το Πανορμίτη στή Σύμη. Γράμμα το γουμένου. Καί πόδειξη γιά 50 δρχ. Τά δειξα στή γυναίκα μου μέ τά λόγια.

-Βλέπεις, πιστε Θωμ; Τό ρριξα. Καί τά λεφτά σου δέν πγαν χαμένα.

-σως ταξιάρχης δέν μέ φησε νά ρίξω τό μπουκαλάκι στή θάλασσα τότε πού μαστε κοντά (δηλαδή στήν Ρόδο στήν Κ), λλά στό μακρινό Σούνιο, γιά νά στερεώσει τήν πίστη τς κυρίας μου.


* * *


Πόσα τέτοια συμβαίνουν.

Μεγάλα τά ργα το γίου.

Μεγάλα τά τς πίστεως κατορθώματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου