Κάποια
φορά, ένας νέος Ιερέας πού πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα Αμβρόσιο, όπως και τη
Γερόντισσα Παρθενία, τον πήρε και επισκέφθηκαν το Μοναστήρι του Όσιου Λουκά
στο Στίρι Βοιωτίας. Αφού ευχαριστήθηκαν το προσκύνημα, ξεκίνησαν χαρούμενοι να
επιστρέψουν στο Μοναστήρι του Δαδιού, ανεβαίνοντας πάλι στο βουνό ψηλά, με την
προοπτική να κατεβούν στη Δαύλεια.
Στα
ενδιάμεσα της διαδρομής τους σταμάτησε ένας γέροντας πολύ καλά ντυμένος και
σεβάσμιος:
Με
συγχωρείτε πάρα πολύ, μπορείτε να με πάρετε ως τη Δαύλεια; τους ρώτησε,
Γέροντα, τί λέτε, να τον πάρω; ρώτησε σιγά ό ιερέας τον Γέροντα. Μα, βέβαια,
συμφώνησε αυτός.
Μπήκε
μέσα ό άνθρωπος, κάθισε σεμνά στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν. Στο μισό περίπου
της διαδρομής, πριν φτάσουν μέχρι κάτω, ρώτησε ό Γέροντας τον ξένο:
Δεν
μου λες, γεροντάκι, έχεις ανέβει ποτέ εσύ τα βουνά εδώ πάνω;
Πώς,
βεβαίως, τα έχω επισκεφθεί, του απάντησε ό άλλος.και αυτός ήταν όλος ό διάλογος.
Όταν
έφτασαν στο σημείο πού τους ζήτησε, ό ξένος άνοιξε την πόρτα, γύρισε και τους
είπε:
-Να
είναι ευλογημένη ή ώρα του ταξιδιού σας!Κι έφυγε.
Λίγο
πιο κάτω, στράφηκε παραξενεμένος ό νέος ιερέας και είπε:
Γέροντα,
να σε ρωτήσω κάτι;Άλλα εκείνος τον κοιτούσε. Δεν κατάλαβες τίποτα;
-Τί
να καταλάβω, Γέροντα; Το μόνο πού μπορώ να σου πω είναι ότι ή μάνα μου, όταν
έφευγα από το νησί για να σπουδάσω, πέταγε νερό στην έξοδο μου και έλεγε: «Καλό
ταξίδι! Ή Παναγιά μαζί σου!» και άλλες ευχές. Άλλα αυτή τη ρήση, «Ευλογημένη ή
ώρα του ταξιδιού σας», μόνο από πνευματικό μπορείς να την ακούσεις. Δεν το έχω
ξανακούσει, και αυτό με παραξένεψε.
Ά,
βρε, δεν εννοούσε μόνο το ταξίδι πού θα πάμε, αλλά όλη τη διαδρομή, όλη μέρα,
όλο το ταξίδι θα είναι ευλογημένο, όπου και να πάμε. Γέροντα, ναι, αλλά ποιος
μπορεί να δώσει μια τέτοια ευχή; και μη μου πεις τί υποψιάζομαι...
ναι,
παιδί μου, ό Άγιος Λουκάς είναι, πού πήρε τη μορφή αυτή, για να μην τρομάξεις.
Ευχαριστήθηκε με την επίσκεψη μας και ήρθε να μας το δείξει εδώ.
Άλλα
όταν έφτασαν στο Μοναστήρι, τον Ιερέα τον περίμενε μία ακόμη έκπληξη. Μόλις
τον είδε ή Γερόντισσα Παρθενία, τον ρώτησε μ' εκείνη την παράξενη φωνή πού
απέκτησε μετά την ασθένεια της:
-Τί
έπαθες, μωρέ; Είδες τίποτα; Μήπως είδες τον Άγιο Λουκά και σε συνόδευε;
Ή
πόρτα στο κελάρι του Μοναστηρίου κάποια στιγμή δεν άνοιγε. Το μεγάλο κλειδί δεν
γύριζε στην κλειδαριά, κι έτσι οι μοναχές δεν μπορούσαν να μπουν μέσα για ένα
απόγευμα. Την άλλη μέρα το πρωί, ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα
ξαναπροσπάθησε, αλλά πάλι δίχως αποτέλεσμα. Όποτε πήρε το κλειδί, ανέβηκε στο
κελί του και ζήτησε να το σταυρώσει. Εκείνος το πήρε στα χέρια του με
φυσικότητα, προσευχήθηκε για λίγο σιωπηλά, το σταύρωσε και το έδωσε πίσω.
Πήγαινε ν' ανοίξεις! είπε με βεβαιότητα. Ό άνθρωπος έβαλε μετάνοια εκ νέου και
κατέβηκε. Με το πού γύρισε το κλειδί, ή κλειδαριά άνοιξε αμέσως. Ωστόσο, όταν
λίγο μετά την άλλαξαν και έβαλαν καινούρια, διαπίστωσαν πώς όλα ήταν σπασμένα
μέσα της και λογικά δεν μπορούσε να λειτουργεί.
Ό
Γέροντας είχε το χάρισμα να βρίσκει νερό στο έδαφος, και μάλιστα να γνωρίζει το
βάθος στο όποιο είναι και την ποιότητα του - έκανε με τα χείλη και τη γλώσσα
σαν να το γευόταν και σου έλεγε τη γεύση του. Είχε πει πώς του είχε μεταδώσει
αυτή την ικανότητα ο Γέροντας Πορφύριος ακουμπώντας τον στον ώμο. Κι αυτό το
πετύχαινε είτε περπατώντας σ' ένα συγκεκριμένο μέρος και απλώνοντας προς το
έδαφος το χέρι του, πού έτρεμε ολόκληρο ανεξέλεγκτα και με μεγάλη δύναμη λες
και είχε εξαρθρωθεί, είτε τοποθετώντας την παλάμη του πάνω σ' ένα χάρτη ή και
σ' ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα.
Επίσης,
μπορούσε να βρίσκει σε ποιο μέρος είχε πολλά ψάρια. Έτσι, όταν μερικοί από τη
Θεσσαλονίκη του πήγαν κάποτε ένα χάρτη, πέρασε από πάνω το χέρι του και στα
σημεία οπού τρεμόπαιζε τους αποκάλυψε ότι ήταν ψαρότοποι. Οι άνθρωποι
διαπίστωσαν αργότερα ότι όλες οι περιοχές πού έδειξε ήταν γεμάτες, αλλά και
προστατευόμενες από την ελληνική πολιτεία, οπότε απαγορεύεται το ψάρεμα. Τους
φανέρωσε όχι μόνο για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, αλλά και για τα νησιά του
Αιγαίου όλα.
Ακόμη,
είχε και το χάρισμα να βρίσκει τις ασθένειες κάποιου, όταν ήταν δίπλα του, αφού
μόλις περνούσε ψηλά από το σώμα του ανθρώπου σαν μαγνητική τομογραφία το χέρι
του, αυτό σταματούσε εκεί πού ο άλλος έπασχε, ενώ συγχρόνως παλλόταν ανάλογα με
την ασθένεια και τη σοβαρότητα της, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση.
Ένα
πνευματικό του παιδί από την Αμφίκλεια θέλησε κάποτε ν' αλλάξει το αυτοκίνητο
πού είχε, ένα ΝΙΣΣΑΝ παλαιάς τεχνολογίας, και να πάρει ένα καινούριο. Πλησίαζαν
Χριστούγεννα και αποφάσισε να πάει στη Λαμία μαζί με την οικογένεια του, να
κάνουν και τα ψώνια τους. Σκέφτηκε όμως πρώτα ν' ανεβεί στο Μοναστήρι, να πάρει
την ευχή του Γέροντα, και μετά να κάνουν το ταξίδι (65 χιλιόμετρα είναι το Δαδί
από τη Λαμία). Τότε άκουσε τον Γέροντα να του λέει:
-
Τι να σε κάνω; Πρέπει να θυμάσαι αυτή τη μέρα.
Ό
άνθρωπος δεν κατάλαβε. Έβαλε την οικογένεια του στο αυτοκίνητο, πήγαν στη
Λαμία, παράγγειλαν το καινούριο όχημα, ψώνισαν και επέστρεψαν. Άλλα τότε, όταν
προσπάθησε να παρκάρει στη συνηθισμένη του θέση στο σπίτι, διαπίστωσε έκπληκτος
πώς ο Ιμάντας του αυτοκινήτου ήταν κομμένος και πεταμένος στο έδαφος. Δηλαδή,
είχε κάνει τη διαδρομή των 65 χιλιομέτρων χωρίς αυτόν. Τούτος ο εξωτερικός
Ιμάντας (κίνησης δυναμό και αντλίας νερού) εάν κοπεί, τότε δεν γυρίζει ούτε ή
αντλία ούτε το δυναμό, με αποτέλεσμα να σηκώνει θερμοκρασία, αφού δεν γυρίζει ή
αντλία νερού, και να μην έχει ενέργεια ή μπαταρία. Όποτε πήγε σ' ένα γνωστό του
μηχανικό αυτοκινήτων και ανέφερε το γεγονός. Ό μηχανικός του μίλησε
«συνωμοτικά»:
-Μην
το πεις σε άλλους, γιατί θα σε κοροϊδέψουν. Αυτό δεν γίνεται ούτε με θαύμα.
Παρ'
όλα αυτά, εκείνος ρώτησε ακόμη δύο ειδικούς στα αυτοκίνητα. Και εκείνοι, όταν
άκουσαν το περιστατικό, δεν το πίστεψαν. Αυτός όμως πού έζησε το θαυμαστό και ή
οικογένεια του γνώριζαν.
Τον
χειμώνα του 1996 επισκέφθηκαν τον Γέροντα στην Αθήνα μια μητέρα με την τρίχρονη
κόρη της. Ό παππούς πήρε το κορίτσι στην αγκαλιά του και άρχισε να του λέει
αργά και καθαρά το Θεοτόκε Παρθένε. Μόλις τελείωσε, ζήτησε να το πουν μαζί. Το
παιδί, κοιτώντας τον στα μάτια, άρχισε να το επαναλαμβάνει μετά από κάθε φράση
του. Όταν τελείωσαν, της ζήτησε να το πει μόνη. Και ή μικρή, πού καλά-καλά δεν
μιλούσε, το απήγγειλε όλο δυνατά και καθαρά χωρίς διακοπή.
Υπάρχουν
μαρτυρίες ανθρώπων, πού βεβαιώνουν ότι ο Γέροντας μπορούσε να παρίσταται
σωματικά σε δύο μέρη συγχρόνως ή ότι μπορούσε να μετακινείται στον χώρο δίχως
να επηρεάζεται από τα καιρικά φαινόμενα, όπως να πηγαίνει από ένα μέρος σε άλλο
με βροχή και απροστάτευτος, αλλά να φθάνει στον προορισμό του εντελώς στεγνός.
Στο
μετόχι της Αθήνας ήταν μια μέρα ο Γέροντας, ή Γερόντισσα Παρθενία, ή αδελφή
Γαλήνη (νυν Γερόντισσα) και άλλοι τέσσερις λαϊκοί, τρεις γυναίκες και ένας
άνδρας. Οι οικοδεσπότες, που ήταν πάντοτε πολύ φιλόξενοι, προσκάλεσαν επιμόνως
τους επισκέπτες να φανέ. Είχαν λίγο κοτόπουλο και χόρτα, τα όποια όμως δεν
έφταναν παρά για δύο, το πολύ τρία άτομα. Έστρωσαν το τραπέζι.
-
Ευλόγησον, Γέροντα, είπε ή Γερόντισσα Παρθενία.
Εκείνος
ευλόγησε κι έπειτα ή μοναχή μοίρασε το φαγητό. Ήταν πεντανόστιμο. Όλοι έφαγαν
και όλοι χόρτασαν.
Ένα
παρόμοιο με το προηγούμενο συμβάν έγινε πιο παλιά, γύρω στο1970-71. Ήταν Πάσχα
και στο Μοναστήρι υπήρχε πολύς κόσμος. Για φαγητό είχαν μόνο ένα αρνί και
πατάτες. Άλλα οι υπηρέτες της Μονής και των ανθρώπων δεν ανησυχούσαν. Ό
Γέροντας Αμβρόσιος ευλόγησε την τράπεζα, έτσι το φαγητό έφτασε για όλους και
περίσσεψε.
Όταν
τον Οκτώβριο του 1999 είχαν φέρει την εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας
στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, μία γυναίκα προσπάθησε δύο φορές να πάει να
την προσκυνήσει, όμως στάθηκε αδύνατον. Ό κόσμος ήταν πολύς και θα χρειαζόταν
ώρες να το καταφέρει. Λόγω σωματικής αδυναμίας, δεν το μπόρεσε. Τηλεφώνησε στον
Γέροντα και εκείνος την προέτρεψε να μη χάσει την ευκαιρία:
-
Να ξαναπάς, παιδί μου. Να, μία ώρα θα χρειαστείς να περιμένειςστη σειρά. Να πας
τώρα. Είναι μεγάλη ευλογία.
Εκείνη,
από υπακοή, το ξαναπροσπάθησε. Διαπίστωσε πώς ο κόσμος ήταν εξίσου πολύς,
σχηματίζοντας ουρά χιλιομέτρων. Και πήγε, και περίμενε, και σε μία ώρα ακριβώς
βρισκόταν μπροστά στην Εικόνα, αλλά και στο Τίμιο Ξύλο πού είχε βγει απ' την Ί.
Μ. Βατοπεδίου. Προσκύνησε με μεγάλη ευλάβεια, όμως δεν μπόρεσε ποτέ να
καταλάβει πώς έγινε και ο χρόνος μειώθηκε τόσο μπροστά στη μεγάλη επιθυμία της.
Μια
Κυριακή του Θωμά (πιθανόν το 1998), με έκπληξη ή αδελφή Νεκταρία διαπίστωσε πώς
το ακάνθινο στεφάνι πού είχαν τοποθετήσει στο κεφάλι του Κυρίου είχε ανθίσει.
Ήταν ξεραμένο και το είχαν ήδη χρησιμοποιήσει τις δύο προηγούμενες χρονιές.
Τώρα είχε βγάλει μικρά κόκκινα και πράσινα ανθάκια. Πήγε στη Γερόντισσα
Παρθενία.
-
Γερόντισσα, επάνω στον Εσταυρωμένο υπάρχουν λουλουδάκια, την πληροφόρησε.
Το
είδε και ο Γέροντας. Ό όποιος, επειδή δεν του άρεσε η κοσμοσυρροή στο Μοναστήρι
και ή προσέγγιση του θείου μόνο από τα θαυμαστά και τα υπερφυσικά, είπε στις
αδελφές:
-
Δείτε το, πιστέψτε, είναι θαύμα, αλλά μην το πείτε. Δεν θέλω να έρχονται στο
Μοναστήρι γι' αυτό. Να το κρατήσουμε για εμάς. Το στεφάνι έμεινε ανθισμένο για
20 μέρες περίπου.
Μια
φορά, ο Γέροντας βρισκόταν με άλλους σ' ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο και πήγαιναν
προς την περιοχή του Διονύσου. Ανέβαιναν για προσκύνημα σε κάποιο Μοναστήρι,
όταν σε μια στροφή κατέβαινε με Ιλιγγιώδη ταχύτητα από την αντίθετη πλευρά ένα
αυτοκίνητο, το όποιο κατευθυνόταν προς αυτούς. Ό Γέροντας μόλις πού πρόλαβε να
πει «Πανάγια, βοήθα μας!» και κάτι σαν τεράστιο χέρι τους σήκωσε όλους μαζί με
το αυτοκίνητο και τους έβαλε πάλι στην άσφαλτο, σώζοντας τους από βέβαιο
τρακάρισμα, από το όποιο κανείς δεν ξέρει ποιος θα ζούσε και πώς.
Τον
Μάιο του 2005 ένα ζευγάρι πού πολύ αγαπούσε τον Γέροντα πήγαιναν προς το
Μοναστήρι. Ή γυναίκα του έφερνε από τα Ιεροσόλυμα ένα σταυρό, τον όποιο της
είχαν δώσει Άγιοταφίτες. Ό σύζυγος της όμως οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα και
στην Εθνική Οδό, στο Ύψος της Θήβας, κινδύνεψαν σοβαρότατα. Το αυτοκίνητο τους
βρισκόταν ανάμεσα σε δύο νταλίκες, όταν ο άνδρας ήταν έτοιμος να προσπεράσει.
Άλλα εκείνη την ώρα ανασηκώθηκε το καπό, ακούστηκε ένας θόρυβος σαν έκρηξη,
ράγισε το παρμπρίζ και βούλιαξε ο ουρανός του αυτοκινήτου. Ξαφνικά, δεν έβλεπε
μπροστά του σχεδόν τίποτα. Ή γυναίκα κραύγασε «Παναγία μου!» και, χωρίς να το
καταλάβουν, βρέθηκαν δεξιά. Πίσω τους ακριβώς είδαν ένα όχημα οδικής βοήθειας,
λες και τους περίμενε. Στην καφετέρια πού ήταν κοντά, οι άνθρωποι με τους
οποίους μίλησαν τους είπαν πώς «είχαν άγιο».
Τηλεφώνησαν
στο Μοναστήρι, για να πουν το γεγονός και να μην τους περιμένουν γρήγορα.
Άκουσαν τότε τη μοναχή να τους λέει:
-
Ά, γι' αυτό ο Γέροντας ήταν ανήσυχος και έλεγε: «Τρέξε, Κύριε!Τρέξε, Κύριε!».
Όταν
έφτιαξαν το αμάξι, πήγαν στο Μοναστήρι και διηγήθηκαν με λεπτομέρειες όσα
πέρασαν. Ό Γέροντας είπε:
-
Πρόσεξε Τι θα σου πω. Όταν ξεκινάς να πηγαίνεις κάπου, θα σταυρώνεις το τιμόνι
3 φορές και θα λες: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος». Δεν θα παθαίνετε τίποτα. Άκου Τι έγινε. Την ώρα πού συνέβη αυτό,
εγώ το είδα. Και είδα την Υπεραγία Θεοτόκο να φεύγει απ' το Μοναστήρι, να
πιάνει το τιμόνι και αυτός να σκάει. Δεν την είδες εσύ την Υπεραγία Θεοτόκο;
Ζούσε
ακόμη ή Γερόντισσα Παρθενία, όταν ρώτησε κάποιος τον Γέροντα σχετικά με τον
φοβερό πόνο πού είχε στο μάτι:
-
Γέροντα, Τι να κάνουμε με το μάτι σου;
-
Παιδί μου, του απάντησε εκείνος, ξέχασε το. Δεν θα φύγει αυτός ο πόνος και οι
γιατροί δεν πρόκειται να βρουν ποτέ Τι έχω.
-
Γιατί, παππούλη;
-
Γιατί παρακάλεσα εγώ τον Κύριο να μου δώσει αυτόν τον πόνο.Του είπα: «Κύριε,
εσύ τόσα έκανες για μένα. Δώσε μου έναν πόνο ανυπόφορο, να υποφέρω κι εγώ για
Σένα, για χάρη Σου». Και μου είπε ο Κύριος: «θα τον αντέξεις αυτόν τον πόνο πού
θα σου δώσω;». Του είπα: «Εάν με βοηθήσεις, για την αγάπη Σου θα τον αντέξω».
Και από εκείνη τη στιγμή μου ήρθε ο πόνος αυτός..
Λίγο
μετά την κοίμηση του αγαπημένου φίλου του, του μακαριστού Επισκόπου Σισανίου
και Σιατίστης Αντωνίου, μία γυναίκα πού τους αγαπούσε πολύ και τους ευλαβείτο,
ανέβηκε στη Μονή Δαδιού. Ήταν έγκυος στον 5ο μήνα και ήθελε τη συμβουλή του
σχετικά με μια θεραπεία πού της είχε συστήσει ο γιατρός. Ό Γέροντας ήταν
άρρωστος και κλινήρης. Της είπε:
-
Εγώ θα φύγω για το νοσοκομείο σήμερα. Εσύ θα μείνεις έως το βράδυ, για να
διαβάσεις.
-
Καλά, Γέροντα, απάντησε αυτή, χωρίς να καταλαβαίνει,
Και
κατέβηκε στην κουζίνα, για ν' ασχοληθεί με κάτι. Πέρασε αρκετή ώρα. Ξαφνικά,
τον αισθάνθηκε ολοζώντανο δίπλα της να της λέει:
-
Ανέβα επάνω, να με χαιρετίσεις. Φεύγω.
Ή
γυναίκα δεν έδωσε σημασία, γιατί νόμισε ότι είναι πειρασμικό, και συνέχισε να
καθαρίζει χόρτα. Όμως σε λίγο τον άκουσε ξανά:
-
Παιδί μου, δεν ακούς; Ανέβα να με χαιρετίσεις.
Εκείνη
έκανε πάλι να μη δώσει σημασία, όμως την τρίτη φορά ή φωνή του στ' αυτιά της
ήταν επιτακτική: - Ανέβα επάνω τώρα!
Τότε
έσπευσε να τον συναντήσει. Είχε έρθει το ασθενοφόρο, τον είχαν βάλει στο φορείο
και μόλις τον έβγαζαν από το κελί. Καθώς την είδε, την τράβηξε από το χέρι και
τη ρώτησε:
-
Τι θέλεις; - Τίποτα, Γέροντα. - Τι θέλεις; επανέλαβε γνωρίζοντας τον λόγο πού
ήθελε πολύ να τον δει. Τα πνευματικά του παιδιά τα πρόσεχε και τα φρόντιζε,
αλλά ήθελε και να εκφράζεται το αίτημα.
-
Ξέρεις, μου είπε ο γιατρός να κάνω μια συγκεκριμένη θεραπεία, αλλά εγώ φοβάμαι,
απάντησε τότε αύτη.
-
Θα κάνεις ότι σου είπε ο γιατρός, της είπε και φεύγοντας την ευλόγησε.
Πράγματι,
έτσι έγινε. Ή γυναίκα ακολούθησε τη θεραπεία του γιατρού, αυτή ήταν
επιτυχημένη, και τώρα χαίρεται στην αγκαλιά της τον μικρό της γιο.
Ένας
νέος άντρας έζησε την ακόλουθη συγκλονιστική εμπειρία: Ό Γέροντας ήταν βαριά
άρρωστος, κοιμόταν και δεν υπήρχε ή δυνατότητα να τον δει, γιατί ήταν πολύ
κουρασμένος, με αποτέλεσμα να μην τον ακούσει. Αυτός όμως, όπως είπε, είχε την
«ανθρώπινη και εγωιστική ανάγκη» να πάρει την ευλογία του. Βγήκε λοιπόν από το
Μοναστήρι, πήγε από την πλευρά του δρόμου πού ήταν το παράθυρο του κελιού του
κλειστό και άρχισε να προσεύχεται μες στο κρύο.
Ξαφνικά,
άρχισαν να βγαίνουν ζεστές φωτεινές σφαίρες στο μέγεθος μπάλας του τένις από το
παράθυρο του κελιού του, οι όποιες τον γέμιζαν ενέργεια και ζεστασιά. Ένα
πούλμαν με προσκυνητές, σταματημένο πιο πάνω, έμειναν άναυδοι κοιτώντας το
ανεξήγητο αυτό γεγονός. Μόλις συνήλθε από την εμπειρία και τους είδε, έφυγε
συγκλονισμένος γρήγορα και διακριτικά, για να μην πάρει διαστάσεις το θέμα.
"Όλο αυτό κράτησε περίπου δύο λεπτά.
Τον
επισκέφθηκε ένας ιερέας και μία γυναίκα, την οποία ο Γέροντας είχε πολύ
βοηθήσει. Μπήκαν στον θάλαμο, αλλά δεν του μίλησαν. Ή γυναίκα του άφησε μία
μικρή εικόνα της Αγίας Παρασκευής πού είχε πάρει μαζί της και ξεκίνησαν να
φύγουν αμέσως. Όμως πρόλαβαν να δουν τον Γέροντα, ο όποιος υποτίθεται ότι δεν
είχε καμιά επαφή με το περιβάλλον, να σηκώνει το χέρι του και να τους ευλογεί.
βρισκόταν στο νοσοκομείο της Λαμίας και ήταν σε καταστολή.
Στα
θαυμαστά γεγονότα, τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε το γεγονός Ότι ο Γέροντας
ευωδίαζε. Οι μαρτυρίες γι' αυτό είναι πολλές. Το βεβαιώνουν οι μοναχές της
Μονής, οι όποιες τον ζούσαν στις διάφορες στιγμές του. Αυτό μπορούσε να
συμβαίνει ξαφνικά, ακόμη και όταν ήταν νηστικός επί μέρες, είτε στο Μοναστήρι
είτε στο νοσοκομείο. Το στόμα του, το σώμα του και ο χώρος γύρω ευωδίαζαν.
Αλλά
και με άλλους είχε συμβεί κατ' επανάληψιν. Το ένιωθε ή γυναίκα πού έραβε τα
ράσα του, μόλις τον πλησίαζε να του πάρει μέτρα. Το ένιωσε μια άγνωστη πού τον
συνάντησε στον δρόμο κάτω από το μετόχι στην Αθήνα και πήγε να πάρει την ευχή
του. Το ένιωθαν πνευματικά παιδιά του πού τον βοηθούσαν ν' αλλάξει τη
μουσκεμένη από τον Ιδρώτα φανέλα του, όταν βρισκόταν στα διάφορα νοσοκομεία,
όπως όταν ήταν άρρωστος με ειλεό και τον θεράπευσε ο Άγιος Νεκτάριος. Αλλά και
όταν κοιμήθηκε, επί όση ώρα ήταν ανοιχτό το στόμα του διαχεόταν από αυτό ευωδιά
έντονη, ενώ, τέλος, κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα συνεχίζουν ακόμη
και σήμερα να ευωδιάζουν το ίδιο έντονα.
Εδώ
αξίζει να μνημονεύσουμε δύο περιστατικά πού συνέβησαν στο νοσοκομείο της
Λαμίας, σε κάποια από τις τελευταίες νοσηλείες του εκεί. Το ένα άφορα μία
καθαρίστρια, ή οποία έμπαινε κάθε τόσο μέσα στον θάλαμο με τη σκούπα και τη
σφουγγαρίστρα. Κάποια στιγμή, αφού το έκανε και για δεύτερη μέρα, τη ρώτησε το
πνευματικό παιδί πού διακονούσε τον Γέροντα αν θέλει κάτι.
-Συγγνώμη
πού σας ενοχλώ, απάντησε εκείνη, αλλά έρχομαι εδώγια να αναπνεύσω. Τι μυρωδιά
είναι αυτή πού έχει το δωμάτιο; Δεν την έχει κανένα άλλο. Έμπαινε μέσα, γιατί
μοσχομύριζε ο θάλαμος.
Και
το δεύτερο περιστατικό ήταν, όταν το ίδιο πνευματικό παιδί πού τον φρόντιζε τη
νύχτα φώναξε κάποια στιγμή ένα νοσοκόμο να βοηθήσει ν' αλλάξουν τον Γέροντα, ο
όποιος ήταν ιδρωμένος. Μόλις έβγαλαν τη φανέλα, του την έδωσε να μυρίσει.
Ευωδίαζε.
-
Τι κολόνια έχεις βάλει; ρώτησε ο άνθρωπος πού δεν ήξερε.
Του
είπε να σκύψει και να μυρίσει τον κατάκοιτο Πατέρα Αμβρόσιο.
-
θέλω κι εγώ ν' αγαπήσω τον θεό και τον ψάχνω, αλλά δεν ξέρωπώς να τον βρω, είπε
συγκινημένος ο νοσηλευτής.Και άρχισε να πηγαίνει κοντά του τα βράδια. Έπειτα,
πολύ σύντομα, το αποφάσισε. Άρχισε να εξομολογείται και να κοινωνά, όταν
μάλιστα έφτασε ή ώρα, παρευρέθηκε και στην κηδεία του Γέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου