Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Ο Γέροντας Παΐσιος και η κολασμένη ψυχή της γριάς.



Διηγήθηκε ὁ Γέροντας:
«Μιά γνωστή µου γριά ἦταν πολύ τσιγγούνα. Ἡ κόρη της ἦταν πολύ καλή καί ὅ,τι ἤθελε νά δώση ἐλεηµοσύνη τό ἔρριχνε ἀπό τό παράθυρο ἔξω, ἔβγαινε µέ ἄδεια χέρια, γιατί τήν ἔλεγχε µήπως πῆρε τίποτε, καί ὕστερα τό ἔπαιρνε καί τό ἔδινε.  Ὅµως ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ καλόγηρος (ἐγώ δηλαδή), εἶπε νά µοῦ δώσης αὐτό τό πρᾶγµα, τό ἔδινε.

Μετά τόν θάνατό της βλέπω ἕναν νέο (θἄτανε ὁ φύλακάς της  Ἄγγελος) καί µοῦ λέει: «Ἔλα καί σέ θέλει ἡ...».
Δέν µπόρεσα νά καταλάβω τί µοῦ συνέβη καί βρεθήκαµε στήν Κόνιτσα, µπροστά σ᾿ ἕνα τάφο. Κάνει τό χέρι του ἔτσι καί ἀνοίγει ὁ τάφος. Βλέπω µέσα ἕνα πολτό ἀπό γλῖτσες καί τήν γνωστή µου γριά, πού εἶχε ἀρχίσει νά λυώνη καί νά φωνάζη: «Καλόγερε, σῶσε µε».
Τήν πόνεσα, τήν λυπήθηκα. Χωρίς νά τήν σιχαθῶ, κατέβηκα µέσα, τήν ἀγκάλιασα καί τήν ρωτοῦσα: «Τί ἔχεις;». Μοῦ λέει: «Πές µου, ὅ,τι µοῦ ζήτησες ἐγώ πρόθυµα δέν σοῦ τὄδωσα;» «Ναί, ἔτσι εἶναι», εἶπα. «Ἐντάξει», τήν καθησύχασε ὁ νέος (φύλακας Ἄγγελός της).
Ἔκανε πάλι τό χέρι του ἔτσι καί ξανατράβηξε τόν τάφο σάν κουρτίνα καί  βρέθηκα πάλι στό Καλύβι.
Οἱ ἀδελφές ἀπό τήν Σουρωτή µέ ρώτησαν: «Τί σοῦ συνέβη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα;». Ἀπαντῶ: «Νά κάνετε προσευχή γι᾿ αὐτή τήν ψυχή».
Σέ δυό µῆνες τήν βλέπω πάλι. Ὑπῆρχε ἕνα χάος καί ψηλά σ᾿ ἕνα ἴσιωµα ἦταν παλάτια, σπίτια πολλά, ἄνθρωποι πολλοί. Ἐκεῖ πάνω ἦταν ἡ γριά πολύ χαρούµενη. Τό πρόσωπό της ἦταν σάν µικροῦ παιδιοῦ˙ µόνο ἕνα σηµαδάκι εἶχε καί ἕνα Ἀγγελάκι τό ἔτριβε γιά νά καθαρίση καί αὐτό.
Βαθειά στό χάος εἶδα κάποιους νά χτυπιοῦνται, νά ταλαιπωροῦνται καί νά προσπαθοῦν νά ἀνέβουν πάνω.
Τήν ἀγκάλιασα ἀπό χαρά. Τήν πῆρα πιό πέρα, γιά νά µήν µᾶς βλέπουν καί πληγώνωνται. Μοῦ εἶπε: «Ἔλα νά σοῦ δείξω πού µέ ἔβαλε ὁ Κύριος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου