«Εγνώρισάς
μοι οδούς ζωής· πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου…» (Ψαλμ. 15,11)
Ο
Γέροντας αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός, κατά κόσμον Αλέξανδρος Βαφείδης,
Καθηγούμενος της καθ΄ ημάς Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας από το 1973 εως το 2000,
γεννήθηκε στην Νίκαια Πειραιώς το 1934 από ευσεβείς γονείς, η καταγωγή του όμως
εχει μικρασιατικές ρίζες.
Η εκ πατρός γιαγιά του Ευδοξία ήταν
Κωνσταντινουπολίτισσα, ο δε παππούς του Αλέξανδρος κατήγετο από την Σηλυβρία
της Θράκης και εφοίτησε στην περιώνυμη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το έτος 1906
μετοίκησαν στα Σήμαντρα της ευλογημένης γης της Καππαδοκίας, όπου εχρημάτισαν
δημοδιδάσκαλοι για τις ανάγκες του ελληνισμού, και στην Ελλάδα ήλθαν μετά την
μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έγγαμοι όντες,
επολιτεύοντο ως μοναχοί, αγρυπνούντες και προσευχόμενοι. Χαρακτηριστικο είναι
οτι η γιαγιά εκοιμήθη ως μοναχή με το όνομα Ευταξία, η δε μητέρα του ως μοναχή
Αιμιλιανή.
Ο
Γέροντας εκληρονόμησε από τον παππού τα πνευματικά και σωματικά χαρίσματα του
και από την γιαγιά του ανεξάλειπτα πνευματικά βιώματα. Παιδιόθεν έφερε εντός
του τον πόθο της αφιερώσεως και επιδιδόταν στην μελέτη του Ευαγγελίου και
πολλών πατερικών βιβλίων, καθώς και στην αδιάλειπτη ευχή του Ιησού, απ΄ όπου
αρυόταν αυθεντικές απαντήσεις και θείες εμπνεύσεις για την πορεία της ζωής του.
Έλαβε
την πρωτοβάθμιον εγκύκλιο παιδεία στα Σήμαντρα Χαλκιδικής, όπου είχε
εγκατασταθή η γιαγιά του, ενώ την δευτεροβάθμιον στην Νίκαια Πειραιώς, όπου
διέμεναν οι γονείς του, με άριστη πάντοτε επίδοση. Τις σπουδές του συνέχισε στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών αρχικώς στην Νομική Σχολή επί δύο έτη, εν συνεχεία δε στην
Θεολογική, για να λάβη ανάλογη με τις εφέσεις της ψυχής του μόρφωση.
Κατά
την διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών, με ομάδα ομογνωμόνων και
ομοφρονούντων φίλων του από τα γυμνασιακά χρόνια ανέπτυξε σπουδαία δράση,
οργανώνοντας κατηχητικά, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις, όπου ανεδείχθησαν τα
ψυχικά, πνευματικά, ηγετικά και οργανωτικά χαρίσματά του. Όταν ολοκλήρωσε τις
σπουδές, λόγω της παρεχομένης εκείνη την εποχή αγωγής και κατευθύνσεως,
εσκέπτετο την ιερωσύνη, με απώτερον σκοπό την εξωτερική ιεραποστολή· έκρινε
όμως ότι θα ήταν καλύτερο να αρχίση την προετοιμασία για τον σκοπό αυτό σε ένα
μοναστήρι. Απευθύνεται τότε προς τον μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο,
που μόλις είχε αναλάβει τα ποιμαντικά του καθήκοντα και είχε φήμη φιλομονάχου
επισκόπου.
Η
κουρά του Γέροντα Αιμιλιανού ως μοναχού
Ήλθε
στα Τρίκαλα το 1960 και ανέθεσε τα καθ΄ εαυτόν στον ποιμενάρχη, ο οποίος την 9η
Δεκεμβρίου 1960 τον έκειρε μοναχό με το όνομα Αιμιλιανός. Ως μοναχός ενεγράφη
στο Μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου. Την 11η του ιδίου
μηνός ο σεβασμιώτατος τον χειροτονεί διάκονο στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής
Τρικάλων και εν συνεχεία τον αποστέλλει σε διάφορες μονές των Μετεώρων, οι οποίες
διήρχοντο τότε περίοδο λειψανδρίας, έως ότου τον εχειροτόνησε ιερέα στην Ιερά
Μονή Βυτουμά, κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έτος 1961.
Μετά
την εις Πρεσβύτερον χειροτονία του εγκατεβίωσε στην Ιερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνος
Δουσίκου, όπου και παρέμεινε επί ένα τετράμηνο, έως τον Δεκέμβριο του ιδίου
έτους. Στον έρημο και απομονωμένο εκείνον τόπο έζησε σε πλήρη μόνωση και
ησυχία, εκζητώντας εμπόνως και εκτενώς τον Θεόν, «τον λυτρούμενον από
καταιγίδος και ολιγοψυχίας». Ο Κύριος, εν τη προνοία του, έγινε ευήκοος εις τας
μυστικός κραυγάς του, επεφάνη εις τον δούλον του και μεταμορφώνοντας την ύπαρξή
του εν τω φωτί, του απεκάλυψε «οδούς ζωής».
Εστράφη
πλέον με όλον του τον πόθο και τις δυνάμεις στην μοναχική ζωή και μέσα από τα
εναπομείναντα λείψανά της οραματίζεται με ανυπέρβλητο θάρρος και πτεροφυά
ελπίδα την αναβίωση και ανακαίνιση της.
Ηγούμενος
του Μεγάλου Μετεώρου και πολύπλευρη δραστηριότητά του στην Μητρόπολη Τρίκκης
Στο
τέλος του 1961, έχοντας και ο μητροπολίτης Τρίκκης τον ίδιο πόθο για την
μοναχική ζωή, τον μετεκάλεσε από το Δούσικο και τον κατέστησε ηγούμενο στην
Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Μεγάλου Μετεώρου. Εκεί, μόνος κατ΄ αρχάς, παρά το
πάντοτε εύθραυστον της υγείας του, ενισχύοντας τον εαυτόν του με μεγαλόθυμον
υπομονή, αόκνως καλλιεργεί την ασκητική, μυστική και μυστηριακή ζωή. Αγρυπνεί,
προσεύχεται αδιαλείπτως και επιδίδεται σε εμβριθέστατη και διαρκή μελέτη
πατερικών, ασκητικών και εκκλησιαστικών έργων. Με ακόρεστη δίψα αναζητεί,
ευρίσκει και ερευνά κάθε κείμενο που αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία
του ορθοδόξου μοναχισμού και μάλιστα του κοινοβιακού, εμβαθύνοντας στους
μοναχικούς θεσμούς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και στα τυπικά
διακεκριμένων αρχαίων μονών.
Ενώ
η πολιτεία του ήταν καθαρώς ασκητική, την 1η Ιανουαρίου του 1962 ο μητροπολίτης
του έδωσε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου και του ανέθεσε την διακονία του
κηρύγματος, της εξομολογήσεως και της διαπαιδαγωγήσεως της νεότητος στην
επαρχία του, ορίζοντας τον προϊστάμενο στον θεομητορικό ναό αγίας Επισκέψεως
Τρικάλων. Ήρεμος, εύχαρις πάντοτε και προσηνής, ιεροπρεπής και αρχοντικός,
λειτουργεί σχεδόν καθημερινώς, έκτοτε και μέχρι της ασθενείας του, ζει και
ζωογονείται εκ του Άρτου της ζωής· «Θεόν φέρων εν τοις σπλάγχνοις του και
θεϊκαίς αστραπαίς εξαστράπτων», εξέρχεται εκ των σπηλαίων του ως λύχνος
καιόμενος και φαίνων τοις πιστοίς, σαγηνεύοντας τον λαό του Θεού με τα
πνευματέμφορα κηρύγματα του και καταρτίζοντας αυτόν «εν πάση σοφία και συνέσει
πνευματική».
Στα
εξομολογητήρια τον περιεκύκλωνε πλήθος νέων και παιδιών, χάριν των οποίων
προσέφερε αφειδώς κόπο, χρόνο, δάκρυα, προσευχή, «έτι δε και την εαυτού ψυχήν».
Νέα περίοδος άρχισε από τούδε στην ζωή του σεβαστού Γέροντος. Δεν είναι πλέον
μόνος· γίνεται «πατήρ» διά πολλούς «υιούς και θυγατέρας του Θεού», ζει και
αισθάνεται ως αληθής απόστολος. Η ζωή του είναι αφιερωμένη στα τέκνα του μετά
πάσης ελευθερίας, χωρίς να αναμένη ποτέ, έως τέλους, ούτε την ελάχιστη
ανταπόδοση και ανταπόκριση. Εκ του πλήθους αυτών αρκετοί σκέπτονται την
μοναχική ζωή και, συν τω χρόνω, εδημιουργήθη ο πρώτος πυρήνας της αδελφότητος
της Μονής του Μετεώρου, ενώ άλλοι στρέφονται στον κλήρο η στην οικογενειακή
ζωή, όλοι πάντως ως μία ευρύτερη πνευματική οικογένεια με κέντρο το μοναστήρι.
Το
1963 εγκαταστάθηκαν στο Μεγάλο Μετέωρο οι δύο πρώτοι μοναχοί, και από το
σχολικό έτος 1965-66 πλειάς μαθητών του γυμνασίου πολιτεύονται πλέον ως δόκιμοι
πλησίον του. Την 6η Αυγούστου 1966 ο Γέροντας του, μητροπολίτης Διονύσιος, τον
έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό. Η ζωή του Μετεώρου και η πορεία του νεαρού, πλην
όμως χαρισματούχου τέκνου του, κατευφραίνουν εμφανώς την καρδιά του
σεβασμιωτάτου και την γεμίζουν με χρηστές ελπίδες. Στην άρχή της θεμελιώσεως
της μοναχικής ζωής στα Μετέωρα συμβουλεύεται και συνάπτει πνευματικούς δεσμούς
με σύγχρονες του οσιακές μορφές: Αθανάσιον Χαμακιώτη, παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη,
Αμφιλόχιον Πάτμου, Φιλόθεον Ζερβάκο, Σίμωνα Αρβανίτη, Δαμασκηνόν Κατρακούλη.
Την ίδια περίοδο συνδέεται με τους διαπρεπείς νυν Σέρβους ιεράρχας και φοιτητάς
τότε του Πανεπιστημίου Αθηνών, πνευματικά τέκνα του αγίου Γέροντος και στύλου
της σερβικής Εκκλησίας μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς, τον οποίον θα
επισκεφθει στην Σερβία (1976), ως Καθηγούμενος πλέον της Ιεράς Μονής Σίμωνος
Πέτρας. Την ίδια εποχή ο Γέροντας άρχισε και τις προσκυνηματικές του πορείες
στο Άγιον Όρος, για να συλλέξει πλούτον πνευματικής εμπειρίας. Γνωρίζεται τότε
με τον αείμνηστο Γέροντα Παΐσιο και, φθάνοντας μέχρι την ακρώρεια του Άθωνος,
συναντά τον μέγα αθλητή της υπακοής παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη. Έκτοτε, μεταξύ
των δύο ανδρών αναπτύσσεται ιδιαιτέρα πνευματική σχέση, για την οποία ο
οσιωθείς παπα-Εφραίμ έλεγε συχνά: «Βρήκα τον απολεσθέντα Γέροντά μου, έναν άλλο
Γέρο-Ιωσήφ, τον χρυσόγλωσσο και σεβαστό Γέροντα Αιμιλιανό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου