Ένα
πρόβλημα που εμφανίζεται συχνά στο διάλογο με ετεροδόξους είναι το θέμα
ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Είναι γεγονός ότι πολλές χριστιανικές ομολογίες και
ακόμα περισσότερες αιρέσεις ισχυρίζονται ότι στηρίζουν τα δόγματά τους στην
Αγία Γραφή, κάτι που με τη σειρά του δημιουργεί ερωτήματα για το κατά πόσον η
Αγία Γραφή επαρκεί για να διαπιστώσει κανείς ποια είναι η αλήθεια. Αλλά ας
δούμε το θέμα αναλυτικά:
Η
εμφάνιση του Κανόνα σε μεγάλο βαθμό προήλθε από την προσπάθεια να διαχωριστούν
οι γνήσιες από τις ψευδείς διδασκαλίες. Ήδη, κατά τον 2ο αιώνα, ο Ειρηναίος,
ανέφερε ότι ομάδες Γνωστικών είχαν πλάσει και χρησιμοποιούσαν «αμύθητον πλήθος
αποκρύφων και νόθων γραφών». Ταυτόχρονα, πρωτο – ορθόδοξοι χριστιανοί
συγγραφείς παρέθεταν από ένα πλήθος πηγών πέρα από βιβλία που περιλήφθηκαν στον
Βιβλικό κανόνα, και τα οποία αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως «νόθα» ή «απόκρυφα»
Σύμφωνα
με τη Βικιπαίδεια, ο πρώτος γνωστός μεγάλος κανόνας ήταν ο Μουρατόρειος κανόνας
που συντάχθηκε κατά το τέλος του 2ου αιώνα και περιείχε όλα τα κανονικά και μη
κανονικά βιβλία. Αυτό, όμως δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε κανένα
κριτήριο αυθεντικότητας, καθώς τα κείμενα που συνέγραψαν οι Απόστολοι ήδη από
τον πρώτο αιώνα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των χριστιανικών
εκκλησιών. Αν και η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται επίσημα σε μια συγκεκριμένη
μορφή κανόνα, το γεγονός ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης παρέθεταν και
χωρία από τα δευτεροκανονικά βιβλία, δείχνει ότι πολύ νωρίς η Εκκλησία
καθιέρωσε κριτήρια για τον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης.
Γίνεται,
έτσι, κατανοητό ότι ο Κανόνας βασίστηκε στην ήδη υπάρχουσα Παράδοση, η οποία
έδινε τη βάση για το ποια κείμενα ήταν γνήσια και ποια νόθα. Άρα προφανώς δεν
νοείται ερμηνεία της Αγίας Γραφής χωρίς γνώση της Παράδοσης αυτής.
Αλλά
μπορεί να ρωτήσει κανείς: δεν σημαίνει αυτό ότι η Αγία Γραφή δεν επαρκεί για να
γνωρίσει κανείς την αλήθεια; Η απάντηση στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι
επαρκεί απόλυτα, αρκεί η μελέτη που θα κάνει κάποιος να μην επηρεαστεί από
εξωτερικούς παράγοντες ή ακόμα και τη δική του προσωπική άποψη.
Η
ιδέα ότι η Αγία Γραφή μπορεί να ερμηνεύεται κατά συνείδηση ξεκίνησε από τους
Προτεστάντες, οι οποίοι με το δόγμα «Sola scriptura – Sola gratia» (Μόνο η
Γραφή – Μόνο η Χάρη) θεώρησαν ότι η Ιερά Παράδοση είναι απορριπτέα, και άρα
μόνο κριτήριο αλήθειας είναι η Αγία Γραφή. Βέβαια είναι κατανοητό ότι έχοντας
γνωρίσει μόνο την αυθαιρεσία των Παπικών σε θέματα πίστης ήταν λογικό να έχουν
εχθρική στάση απέναντι σε ότι δεν αποτελούσε «ασφαλές έδαφος». Ταυτόχρονα,
όμως, έκαναν το λάθος να παραβλέψουν το γεγονός ότι η Αγία Γραφή δεν είναι
αυθύπαρκτη, αντικαθιστώντας, τελικά, την Ιερά Παράδοση με την δική τους
παράδοση. Αποτέλεσμα ήταν να διασπαστούν σε δεκάδες μικρότερες ομάδες, καθώς ο
καθένας τους απολυτοποιούσε τη δική του κατανόηση, η οποία δεν είχε καμία σχέση
με τους πρώτους Πατέρες τους οποίους απέρριπταν.
Η
συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη: στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν κάποια
σχέση με την πρώτη Εκκλησία, και να μην είναι απλώς μια αίρεση που αποσχίσθηκε
από μια άλλη αίρεση, ισχυρίστηκαν ότι ο Παπισμός ήταν η πίστη που συνδεόταν με
τους πρώτους Χριστιανούς, και ότι οι Ορθόδοξοι ήταν οι σχισματικοί. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο μπορούσαν να παρουσιαστούν σαν ακόλουθοι της ορθής πίστης, που θα
έσωζαν την Εκκλησία από τον Πάπα. Φυσικά αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι
περισσότεροι να αγνοήσουν εντελώς την ύπαρξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της
διδασκαλίας της.
Οι
αιρέσεις προχώρησαν ακόμα περισσότερο: αδυνατώντας να βρουν κενά στη θεολογία
της Ορθοδόξου Εκκλησίας (κάτι στο οποίο δεν είχαν πρόβλημα με τους Παπικούς)
κατέφυγαν στο να χρεώσουν στους Ορθοδόξους σφάλματα των Παπικών (όπως η Ιερά
Εξέταση και οι Σταυροφορίες) σε μια προσπάθεια να μειώσουν το κύρος τους.
Ταυτόχρονα κακοποίησαν το κείμενο της Αγίας Γραφής, προκειμένου να το φέρουν
στα μέτρα τους, ώστε να μπορούν να ισχυριστούν ότι τα δόγματά τους προέρχονταν
από την Αγία Γραφή.
Αποτέλεσμα
όλων αυτών των πρακτικών ήταν το να δεχτεί η Αγία Γραφή ένα μεγάλο πλήγμα στην
αξιοπιστία της. Βέβαια κανείς από τους επικριτές της δεν σταμάτησε να σκεφτεί
το εξής απλό: αυτοί που ισχυρίζονται ότι ακολουθούν την Αγία Γραφή το κάνουν
όντως, ή έτσι θέλουν να πιστέψουμε;
Πώς
μπορούμε, λοιπόν, να διαπιστώσουμε αν μια ερμηνεία της Αγίας Γραφής είναι σωστή
ή λάθος; Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας μερικούς απλούς κανόνες, οι οποίοι, σε
συνδυασμό με τη γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, μπορούν να μας βοηθήσουν:
Πρώτον,
η Αγία Γραφή δεν αντιφάσκει με τον εαυτό της. Άρα, αν μία ερμηνεία συγκρούεται
με έστω και ένα μικρό μέρος της Αγίας Γραφής είναι λανθασμένη.
Δεύτερον,
μια ερμηνεία πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει το σύνολο της Αγίας Γραφής.
Ακόμα και αν δεν έρχεται σε άμεση αντίθεση, εάν δεν καλύπτει ορισμένα εδάφια
τότε έχει πρόβλημα.
Τρίτον,
ακόμα και αν μια ερμηνεία πληροί τους προηγούμενους κανόνες, θα πρέπει να
ταιριάζει με τη διδασκαλία που «γέννησε» την Αγία Γραφή: την Ιερά Παράδοση έστω
των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Εάν έρχεται σε σύγκρουση μαζί της, ή ακόμα
περισσότερο δεν την αναγνωρίζει καν, τότε προφανώς έχει δεχτεί επιρροές από
άλλους χώρους.
Ένα
σημείο που πρέπει να προσέξουμε είναι το ότι οι αιρετικοί που επιδιώκουν διάλογο
με Ορθοδόξους συχνά χρησιμοποιούν κάποια μετάφραση της Αγίας Γραφής, και όχι το
πρωτότυπο κείμενο, συχνά με τη δικαιολογία ότι «είναι πιο κατανοητή». Μόνο που
σχεδόν πάντα πρόκειται για ερμηνεία και όχι για απλή μετάφραση, και άρα έχει
δεχτεί προσθήκες, οι οποίες συχνά αλλοιώνουν το νόημα των εδαφίων. Εάν
χρειαστεί να ανοίξει κανείς τέτοιο διάλογο, θα πρέπει να επιμείνει στη χρήση
του πρωτοτύπου κειμένου.
Άλλο
ένα θέμα που πιθανώς θα αντιμετωπίσει κανείς είναι ο ισχυρισμός πολλών
προτεσταντικών χώρων για δήθεν «αποστασία της Εκκλησίας». Σύμφωνα με αυτόν,
μετά το θάνατο των αποστόλων υπήρξε μια εισροή ειδωλολατρικών διδασκαλιών και η
Εκκλησία έχασε τον προσανατολισμό της, με αποκορύφωμα την Α’ Οικουμενική Σύνοδο
στην οποία (υποτίθεται) ο Μέγας Κωνσταντίνος επέβαλλε τις απόψεις του και
μετέτρεψε την Εκκλησία σε κρατικό όργανο υπό τον έλεγχό του. Με αυτή τη
δικαιολογία απορρίπτουν την ερμηνεία των Πατέρων, αφού η Εκκλησία βρισκόταν
δήθεν σε πλάνη. Φυσικά μια μελέτη των γεγονότων αποδεικνύει το πόσο σαθροί είναι
τέτοιοι ισχυρισμοί, καθώς η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι η Εκκλησία «μένει εις τον
αιώνα» και ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Επίσης είναι μάλλον αστείο
το γεγονός ότι ενώ θεωρούν τους Πατέρες πλανεμένους εν τούτοις δέχονται τον
Κανόνα που αυτοί συνέταξαν ως ορθό.
Συμπέρασμα:
η Αγία Γραφή περιέχει το σύνολο της αλήθειας και δεν επιδέχεται παρερμηνεία,
εκτός και αν κάποιος προσθέσει ξένα στοιχεία. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να
θυμόμαστε ότι η μόνη σωστή ερμηνεία είναι αυτή που έδωσαν οι Πατέρες που τη
συνέταξαν, και όχι η όποια προσπάθεια ατόμων εκτός Εκκλησίας που αδυνατούν να
κατανοήσουν και να δεχτούν τη διδασκαλία της.
Της
Tatiani Melidoni
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου