Κάποια
γυναίκα στην Κωνσταντινούπολη, ονομαζόμενη Άννα, αρρώστησε βαριά· σιγά-σιγά
βουβάθηκ’ εντελώς κ’ ύστερα πέθανε. Αν, βέβαια, πέθανε τελείως ή την έπιασε
κάποιο είδος καταληψίας κ’ έμεινε ωσάν νεκρή —αυτό μονάχα ο Θεός το ξέρει!
Τότε,
η μητέρα της και οι αδελφές της άρχισαν να τη θρηνούν, κ’ έστειλαν να φωνάξουν
και τον άντρα της να έρθει γρήγορα στο σπίτι του για να παραβρεθεί στην κηδεία
της, —γιατ’ είχε πάει σε τόπο γειτονικό, για τις ανάγκες του σπιτιού.
Καθώς,
όμως, αργούσε να φανεί ο άντρας της νεκρής, εκείνες δεν έπαψαν να τη θρηνούν,
όλη τη μέρα. Και προς το βράδυ, άρχισε να σαλεύει κάπως τα δάχτυλα του δεξιού
χεριού της… Μετά, σήκωσε και τα δυο χέρια της και είπε:
—
Δόξα σοι, Θεοτόκε, Παναγία μου!
Και
καθώς, εκεί δίπλα της, καθόταν τα δυο αντραδέλφια της, μαζί με τη μητέρα και τ’
αδέλφια της, τους αγκάλιασε και τους φίλησε. Εκείνοι δεν μπορούσαν να κρύψουν
την έκπληξή τους και το θαυμασμό τους· μα όταν τη ρώτησαν να τους πει τί της
συνέβη, δεν μπορούσε να τους αποκριθεί, ούτε μια λέξη!
Την
άλλη μέρα, κάποιοι γνωστοί μου συγγενείς της έστειλαν να με φωνάξουν να την ιδώ
κ’ εγώ. Επήγα και την είδα, κι όταν τη ρώτησα τί έπαθε, μου απάντησε:
—
Δεν μπορώ να σου πω τί έχω ιδεί!
Και
ύστερ’ από λίγο, άρχισε, ψιθυριστά σχεδόν, να μου λέει:
—
Βουβάθηκα και ψυχομαχούσα με το συνηθισμένο ρόγχο, σαν όπως όλοι που έρχεται η
ώρα του θανάτου τους. Και άκουγα τους θρήνους και τα λυπητερά τραγούδια της
μητέρας μου και των αδελφών μου, μα δεν μπορούσα να βγάλω ούτε τον παραμικρό
φθόγγο απ’ το στόμα μου. Και όταν πέρασε αρκετή ώρα, άκουσα σαν από πολύ μακρυά
τις φωνές τους.
Και
τότε είδα δυο φοβερούς άντρες να έρχονται —όμως, το μέγεθος τους, την
λαμπρότητά τους και τη σοβαρότητά τους, δεν μπορεί να τα περιγράψει ανθρώπινη
γλώσσα!— και να με παίρνουν σηκωτή, και να με ανεβάζουν προς τον ουρανό. Και
αυτά που εγώ έβαζα με το νου μου, εκείνοι τα καταλάβαιναν άλλα κι εκείνα που
αυτοί σκεφτότανε, εγώ τα καταλάβαινα. Όταν σκεφτόμουνα πως είμαι αμαρτωλή και
θα περάσω πολλές τιμωρίες, εκείνοι αμέσως έβαζαν με το νου τους να με πάνε στου
Άδη τα καταχθόνια.
Όταν
με ανεβάζανε ψηλά στον ουρανό, είδα εκεί αναρίθμητα πλήθη αγγέλων, νά ’ναι
ντυμένοι με δόξα και φως, και να προσκυνούν, ψάλλοντας τον τρισάγιο ύμνο:
«Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου!»
Οι άγγελοι που με είχαν αρπάξει μου έλεγαν κ’ έμενα να προσκυνήσω· και, καθώς
προσκυνούσα, ήρθε στ’ αυτιά μου μια φωνή φοβερή, που έλεγε:
—
Πάρτε την και πηγαίνετέ την γρήγορα στα καταχθόνια!
Δεν
έβλεπα ποιόν προσκυνούσαμε. Αλλά, ύστερ’ από κείνη την φοβερή φωνή, με άρπαξαν
οι άγγελοι πάλι και με κατεβάσανε, όπως νομίζω, κάτω από τη γη, σ’ έναν τόπο
φοβερό και κατασκότεινο. Εκεί μ’ εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Έβλεπε κανείς, σ’
εκείνο τον τόπο, έναν κόσμο αμέτρητο, σκεπασμένο από γοερούς θρήνους και να
τρίζουν τα δόντια τους ασταμάτητα! Εκεί μέσα έπεσα κ’ εγώ, θρηνώντας το ίδιο
ακατάπαυστα: «αλλοίμονο μου, και τρισαλλοίμονο σ’ έμενα, την άθλια και
αμετανόητη! Ποιός θα βρεθεί να με βοηθήσει τώρα και ποιός να εγγυηθεί να με
γλυτώσει από τούτα εδώ τα δεινά, για να μετανοήσω ειλικρινά;
Ο
πλούσιος εκείνος του Ευαγγελίου παρακαλούσε τον Αβραάμ, να στείλει το Λάζαρο
στο σπίτι του πατέρα του, και να ειδοποιήσει τ’ αδέλφια του να μετανοήσουν, μα
δεν εισακούστηκε. Ποιός να με λυπηθεί εμένα, την ταλαίπωρη; Θεοτόκε. Παναγία
μου, κάμε και δείξε μου το έλεός σου! Λύτρωσέ με από τη φοβερή και ζοφερή
ετούτη κόλαση, για να βγω και να μετανοήσω γνήσια και ειλικρινά!».
Οι
άλλοι συγκατάδικοί μου, δίπλα μου, με κοιτούσαν κ’ έλεγαν:
—
Κ’ εσύ εδώ ήρθες, ταλαίπωρη; Δεν άκουγες τη θεία Γραφή και τα ιερά Ευαγγέλια
στην εκκλησία τι έλεγαν; Καλά, εμείς τα καταφρονήσαμε όλα και περάσαμε τη ζωή
μας με ασυγχώρητη αμέλεια· εσύ, όμως γιατί;
Καθώς
τους άκουγα να λένε αυτά τα ελεγκτικά λόγια, βλέπω ξανά τους αγίους εκείνους
αγγέλους, που με είχαν φέρει, να με πλησιάζουν και να μου λένε:
—
Πρέπει να μάθεις, ότι η υπεραγία Θεοτόκος άκουσε τη δέησή σου κ’ εγγυήθηκε για
σένα· έτσι, μπορείς να ξαναμπείς στο ίδιο πάλι σώμα σου, και να μετανοήσεις ειλικρινά,
και να συμφιλιωθείς με τ’ αδέλφια σου. Και αφού συμπληρωθούν δύο μήνες, εμείς
θα έρθουμε πάλι να σε πάρουμε!
Τελειώνοντας
τη φράση τους, με πήραν πάλι και με φέραν’ εδώ κάτω, βάζοντας την ψυχή μου στο
ίδιο σώμα μου, όπως ήταν πριν. Σε παρακαλώ, άγιε Γέροντα, κάμε όπως σε οδηγήσει
ο Θεός μα, θα ήθελα, όταν έρθει ο άντρας μου, να του πεις να μ’ αφήσει να πάω
στο μοναστήρι, κ’ εκεί να κλάψω τις αμαρτίες μου, γιατί μετά δύο μήνες πάλι θα
ξαναπεθάνω!
Τότε
πήρα το λόγο κ’ εγώ και τη ρώτησα:
—
Και ποιο ήταν το κακό, που έφερε την έχθρα σ’ εσένα και στ’ αδέλφια σου
ανάμεσα;
—
Αχ, υπήρχε τόση έχθρα και κακία μεταξύ μας, για πολλούς λόγους, που μήτ’ εγώ
ήθελα να τους βλέπω στα μάτια μου, μήτ’ εκείνοι εμένα…
Καθώς
μου έλεγε τα λόγια αυτά, να κ’ έρχεται και ο άντρας της, που έλαμψε από χαρά το
πρόσωπό του, καθώς τη βρήκε ζωντανή και να μιλάει. Πήρα εγώ τότε το λόγο, και
του λέω:
—
Κάποιο περίεργο πράγμα συνέβη στη γυναίκα σου, που εγώ δεν έχω ξαναϊδεί ποτέ
μου. Μου μίλησε και μου εξήγησε για πράγματα φοβερά και τρομερά, και στο τέλος
είπε: «μετά δύο μήνες πάλι θα ξαναπεθάνω». Για ολ’ αυτά, σε παρακαλεί να την
αφήσεις να πάει σε μοναστήρι.
Εκείνος,
ακούγοντας αυτά τα λόγια, μου αποκρίνεται:
—
Δεν ταιριάζει σ’ εσένα, Γέροντα, να λες τέτοια λόγια: δηλαδή, ν’ αφήσω τη
γυναίκα μου, που δεν έκλεισε ακόμη τα είκοσι δύο της χρόνια, να πάει να γίνει
μοναχή, κ’ εγώ να μείνω στον κόσμο, με κίνδυνο βέβαια να χάσω και την ψυχή μου…
—
Ναι, αλλά, όπως μας λέει, σε δυο μήνες πεθαίνει!…
—
Ούτε πεθαίνει, λέει ο σύζυγος, ούτε άλλο κακό έχει να πάθει. Απλώς, θα την
έπιασε κάποια καταληψία και, με τη φαντασία της, είδε πράγματα, που λέει, χωρίς
να ξέρει κ’ εκείνη τί σημαίνουν όλ’ αυτά.
Και
με τα λόγια του αυτά έκλεισε το θέμα, δίχως να την αφήσει να πάει στο μοναστήρι,
όπως είχε ζητήσει εκείνη και παρακαλέσει.
Ύστερ’
από δύο μήνες, η γυναίκα πέθανε. Και μετά το θάνατό της, η μητέρα περιέγραφε
τις τελευταίες μέρες της κόρης, σ’ αυτούς τους δύο μήνες λέγοντας: «Από τη μέρα
που είδε εκείνο το όραμα, το τόσο παράδοξο, νήστευε κάθε μέρα· το βράδυ, έτριβε
μερικά ψίχουλα σ’ ένα πιάτο, έρριχνε και λίγο νερό, κι αυτό ήταν όλο κι όλο το
φαγητό της, για όλη την ημέρα —και τίποτ’ άλλο! Την κάθε νύχτα, ξαγρυπνούσε κ’
έκανε αναρίθμητες γονυκλισίες και βαθειές μετάνοιες, χύνοντας ποτάμι δάκρυα. Κ’
έτσι πέρασε αυτούς τους δύο μήνες».
Του
Π. Β. Πάσχου, Αγγελοτόκος έρημος, εκδ. Αρμός, σ. 125-129
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου