Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
Δεν
θα παύση η Αγία του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία, να αναδεικνύη αγίους έως
της συντελείας του αιώνος. Χαίρει η Εκκλησία δια τους νεοφανείς αγίους,
εξαιρέτως δε, δια το νέκταρ το γλυκύτατον της εναρέτου ζωής, το πολύτιμον
σκεύος των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, τον Θεοφόρον Ιεράρχη, τον Άγιον
Νεκτάριον επίσκοπον, Πενταπόλεως.
Ο Άγιος του Θεού, γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης κι έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Οι γονείς του ήταν ο Δημοσθένης Κεφάλας κι η Μαρία Κεφαλά. Η μητέρα του ήταν πολύ ευσεβής και όταν ο Άγιος ήταν πέντε ετών του δίδαξε τον ν' ψαλμό του Δαβίδ. Όταν ο Αναστάσιος έφθανε στον στίχο " διδάξω ανόμους τας οδούς σου" τον επαναλάμβανε πολλές φορές, σαν να ήξερε πόσο καθοριστικός θα ήταν ο ρόλος του αργότερα.
Για
λόγους οικονομικούς αφού τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο στην
πατρίδα του, έφυγε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών για την Κωνσταντινούπολη,
και προσελήφθη ως υπάλληλος σε συγγενικό κατάστημα με μόνη αμοιβή στέγη
και τροφή. Παρά τις δύσκολες συνθήκες βρίσκει καταφύγιο στη μελέτη, τη
μόνιμη στη ζωή του συντροφιά και, μάλιστα, όσα από τα ρητά τα θεωρούσε
ωφέλιμα για τους αγοραστές του, τα σημείωνε στα περιτυλίγματα του καπνού.
Αργότερα εργάστηκε ως παιδονόμος στο Αγιοταφικό Μετόχι της Πόλης, όπου
διευθυντής ήταν ο θείος του. Αγαπούσε και συμμετείχε σχεδόν κάθε ημέρα
στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ο πόθος δια την Μοναχική Πολιτεία ήταν
διακαής.
Το 1868 σε ηλικία είκοσι ετών φεύγει από την Πόλη και μεταβαίνει στην Χίο και υπηρετεί ως γραμματοδιδάσκαλος στο Λιθί, έως το 1873, όπου προσέρχεται στην Νέα Μονή και μετά από τριετή δοκιμασία λαμβάνει στις 7 Νοεμβρίου 1876 το αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος. Στις 15 Ιανουαρίου (ημέρα της βαπτίσεώς του) το 1877 χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο και μετονομάζεται σε Νεκτάριο. Στην Χίο φοιτά στο Γυμνάσιο, αλλά ο σεισμός του 1881 τον αναγκάζει να έρθει στην Αθήνα, όπου στο Βαρβάκειο δίνει τις απολυτήριες εξετάσεις, ως κατ' οίκον διδαχθείς και παίρνει το απολυτήριο
Το 1881 ταξιδεύει στην Αλεξάνδεια, όπου συναντά τον πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος τον παροτρύνει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, κάτι που γίνεται εφικτό με την οικονομική υποστήριξη των αδελφών Χωρέμη. Το 1882 πήρε την υποτροφία του κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Πήρε το πτυχίο του τον Οκτώβριο του 1885 με βαθμό "καλώς".
Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Στις 6 Αυγούστου του ιδίου έτους χειροθετείται Μέγας Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός και τοποθετείται στην Πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καΐρου. Εργάζεται συνεχώς με ζήλο και αυταπάρνηση. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας τον αμείβει με το ύπατο αξίωμα. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 χειροτονείται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στον Άγιο Νικόλαο Καΐρου (ο οποίος ανακαινίστηκε ριζικώς υπό του Αγίου), από τον
Πράγματι
κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοί που είχαν εισχωρήσει στο περιβάλλον του
ενενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τον Άγιο ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό και
επιδιώκει να αναλάβει τον Θρόνο της Αλεξανδρείας. Μάλιστα υπαινίχθησαν και
ηθικές παρεκτροπές του δικαίου Νεκταρίου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την
παύση του Αγίου από τη Διεύθυνση του Πατριαρχικού Γραφείου και … του
επέτρεπαν να λαμβάνει μέρος τροφής εν τη κοινή τραπέζη μετά των ιερέων και
να διαμένει στο οίκημα της Πατριαρχικής Επιτροπείας. Μετ' ολίγον
αποπέμπεται από την Αίγυπτο με την αιτιολογία "μη δυνειθείς να
εξοικειωθή προς το κλίμα της Αιγύπτου". Μάταια ζήτησε να συναντήσει
τον Πατριάρχη. Οι πιστοί εθλίβησαν που στερήθησαν τον "συμπαθέστατον
των Αρχιερέων και τον αγαθώτατον και δραστηριώτατον των κληρικών".
Εδέχθη ο θείος πατήρ την αδικίαν ταύτην και πικρή δοκιμασία εν πολλή ευχαριστία προς τον Κύριον και ανεχώρησε από την Αίγυπτο κι ήλθε στην Αθήνα το 1889, χωρίς χρήματα και απογοητευμένος αναζητώντας εργασία, αδυνατώντας να πληρώσει ακόμη και τα ενοίκια στην Νεάπολη (Εξάρχεια). Μετά από αγώνες καταφέρνει να πάρει μία θέση ιεροκήρυκος στην Εύβοια. Τον Ιούλιο του 1893 μετατίθεται στην νομό Φθιωτοφωκίδος όπου εργάζεται ακάματα για μόλις έξι μήνες, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις. Τον Μάρτιο του 1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Εργάζεται με ζήλο Θεού για την εμφύτευση του ιερού ζήλου της ιεροσύνης στους ιεροσπουδαστές του, αλλά και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, την αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος της σχολής, ακόμη και για την καλυτέρευση του φαγητού και την άθληση. Κατάφερε να χορηγούνται τέσσερις υποτροφίες κάθε χρόνο για μαθητές προερχόμενους από τη Μικρά Ασία. Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί για αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη λατρευτική ζωή και ανέδειξε ως λατρευτικό κέντρο το ναό του Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου και τη σχολή πνευματικό ίδρυμα προσκαλώντας επιστήμονες να δίνουν διαλέξεις. Η προσευχή του ήταν το σημαντικότερο λίπασμα για την άνθηση της σχολής. Παράλληλα ασκούσε και λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικό και φιλανθρωπικό έργο. Σχετίζεται με τον παπα-Πλανά και παίρνει μέρος στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου έψαλαν οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης.
Τον
Ιούλιο του 1898 επισκέπτεται για πρώτη φορά το Άγιο Όρος. Διέμεινε για ένα
μήνα και επισκέφτηκε τα κυριότερα μοναστήρια και σκήτες. Συνδέθηκε
ιδιαίτερα με τον Γέροντα Δανιήλ με τον οποίο διατήρησε μία πολύχρονη
φιλία. Επίσης συνεδέθη με τον π. Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη ο οποίος αργότερα
διαδέχθηκε τον Άγιο Σάββα της Καλύμνου στην πνευματική καθοδήγηση της
μονής στην Αίγινα. Το επόμενο καλοκαίρι (Αύγουστος 1898) ταξίδεψε στην
Κωνσταντινούπολη και την γενέτειρά του Σηλυβρία. Είχε την ευκαιρία να
προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής και τους τάφους των
γονέων του. Το 1904 έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του για ίδρυση
γυναικείας μοναστικής αδελφότητος, αρχικά αποτελουμένης από τέσσερις
αδελφές. Ο Άγιος δεν έπαυε να τις κατευθύνει πνευματικά, να τις στηρίζει
ηθικά και οικονομικά. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1908 υπέβαλε την παραίτησή
του από τη διεύθυνση της Ριζαρείου λόγω ασθενείας.
Αφοσιώνεται στην καθοδήγηση των μοναχών, στην ανοικοδόμηση της μονής, στη συγγραφή και στην πνευματική και οικονομική στήριξη των αδυνάτων κατοίκων του. Οι δοκιμασίες όμως δεν σταμάτησαν. Για ποικίλους λόγους η επίσημη αναγνώριση της μονής δεν ήλθε παρά μόνο όταν ο Άγιος είχε κοιμηθεί. Επιπλέον, κατηγορήθηκε για ανηθικότητα από τη μητέρα μίας κοπέλας που κατέφυγε στη μονή να μονάσει. Όλες αυτές τις δοκιμασίες τις βίωνε με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό και είναι χαρακτηριστικό πως μία από τις προσφιλείς ασχολίες του ήταν η φιλοτέχνηση σταυρών στους οποίους έγραφε "Σταυρός μερίς του βίου μου".
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης την μακαρία ψυχή του εις χείρας Θεού ζώντος, τον οποίο αγάπησε εκ νεότητος και δι' όλου του βίου εδόξασεν, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευώδες μύρον έκβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο Μοναστηράκι του κι εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη εν συρροή κλήρου και λαού.
Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώον και αδιάφθορον, εκχέον την άρρητον ευωδίαν της αγιότητος ως μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος. Αλλ' ύστερον διελύθη, κρίμασιν οις οίδεν ο Θεός, ως διελύθησαν πολλά αδιάφθορα λείψανα αγίων. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του, υπό του Μητροπολίτη Ύδρας Προκοπίου, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημος αναγνώρισις του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
"Μέγας ο Κύριος ημών και της μεγαλοσύνης Αυτού ουκ έσται πέρας, ο δοξάζων τους δοξάσαντας αυτού" ως αψευδώς επηγγήλατο. Όντως ο Άγιος Νεκτάριος είναι ο Άγιος του αιώνος μας, ο γλυκύς, ο πράος, ο ανεξίκακος, ο ταπεινός και δια τούτο έλαβε και λαμβάνει τόση χάρη από τον Κύριος της Δόξης. Ο συμπαθής Άγιος να παρέχει ενί εκάστω, εν παντί και πάντοτε την πατρική και σωστική αντίληψίν του και βοήθειαν.
αμήν
************
Η
διακονία στη Ριζάρειο
Ο
Άγιος Νεκτάριος παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, που προερχόταν τόσο από
την φύση του παιδαγωγικού έργου και την ποικιλία προέλευσης των μαθητών
(στη Σχολή φοιτούσαν και παιδιά πολλών ευπόρων αθηναϊκών οικογενειών κλπ.,
που δεν ενδιαφέρονταν για να ιερωθούν, αλλά μαθήτευαν σε αυτή επειδή το
ποιοτικό της επίπεδο ήταν πολύ υψηλό),
όσο και από την απιστία των καιρών, αλλά και από επεμβάσεις του Συμβουλίου
της Σχολής, διηύθυνε- το σημαντικότερο μετά τη Θεολογική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών- εκκλησιαστικό αυτό εκπαιδευτήριο για δεκατέσσερα
συνεχή χρόνια, χωρίς ποτέ ν' απουσιάζει από τη θέση του, με αισθήματα
ανθρωπιστικά, όπως αυτά τα γνώριζε από τη δαψιλή μελέτη των αρχαίων
συγγραφέων, με αγάπη Χριστού, με πατρική στοργή, πολλή φρόνηση και
ενδιαφέρον ανύστακτο, με προσευχή διαρκή, προκειμένου να επιτύχει την
αποστολή του.
Αναφέρεται
πως όταν ένας μαθητής έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα, ο Άγιος θεωρούσε τον
εαυτό του υπεύθυνο, προσευχόταν εκτενώς και υποβαλλόταν σε αυστηρή
νηστεία. Το μέτρο αυτό είχε επίδραση στους ευαίσθητους μαθητές, οι οποίοι
συνήθως μεταμελούνταν και απέφευγαν να επαναλάβουν τις αταξίες τους.
Αλλά και όταν, σπάνια, ήταν αναγκασμένος, να επιβάλει κάποια ποινή,
στεναχωρούνταν πολύ, ιδίως μάλιστα όταν έβλεπε πολλοί σημαίνοντες να
παρεμβαίνουν υπέρ αυτών.
Έγραφε
στις μοναχές της Αίγινας: "Πλην της στενοχωρίας ταύτης (έλλειψη χρημάτων
να στείλει στο μοναστήρι) είχον και ετέρα πολύ σπουδαίαν, ήτις και αύτη
σήμερον έπαυσε. Εδίωξα εκ της Σχολής τέσσερας μαθητάς, δύο της τετάρτης
τάξεως και δύο της πέμπτης, οίτινες μετά ένα μήνα ακριβώς θα ελάμβανον το
δίπλωμά των. Οι υπέρ αυτών ενδιαφερόμενοι ήσαν ισχυροί, αλλ' επί τέλους
σήμερον απεβλήθησαν, αλλ' άνευ πράξεως αποβολής", η οποία αποβολή, ας
σημειωθεί, θα τους στιγμάτιζε και θα τους ακολουθούσε στη σταδιοδρομία
τους. Ο Πενταπόλεως δεν υπήρξε ποτέ εκδικητικός ούτε ήθελε την εξόντωση
εκείνων που παρεκτρέπονταν, παράλληλα όμως ήταν και ανυποχώρητος στην
διαφύλαξη της ηθικής και του κύρους της Ριζαρείου, ως Εκκλησιαστικής
Σχολής.
*************
Η Κοίμηση και ο
ενταφιασμός του Αγίου
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε.
Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση.
"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;"
Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη.
"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας.
"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."
"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..."
Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι.
Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος.
Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι.
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται.
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε.
"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος."
" Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του.
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.
Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε.
"Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, που είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο...
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του.
"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;"
Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε !
Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν.
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... δεσπότης!
Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείιων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς - λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο.
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε !
Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" στο πλωριό κατάρτι.
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη.
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια.
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.
"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;"
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι.
Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε.
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι.
Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο - θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.
Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια.
Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν.
Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής.
"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο".
Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία!
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε.
"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει".
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια.
" Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι.
"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά.
" Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε", ψιθύρισε.
"Τι μυρίζει;"
"Λιβάνι και αλόη."
"Τότε μη φοβείσαι και δια το λείψανον."
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - μύρο.
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι,άκουσε την παράδοξη φωνή : "άφισε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του.
Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.
**********
( εμφανίσεις... )
Ταπεινός
και συκοφαντημένος όσο ελάχιστοι στην εποχή μας...
Ο
π.ΝεκτάριοςΒιτάλης, γνωστότατος στο Λαύριο για την δράση του και για την
συμπαράστασή του στον φτωχό και ξεγραμμένο κόσμο της υποβαθμισμένης αυτής
περιοχής, διηγείται το παρακάτω περιστατικό όπως του συνέβη, όταν
ετοιμοθάνατος από καρκίνο, περίμενε απλώς την ώρα του θανάτου του...
Τα όσα ειπωθούν
παρακάτω έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένως από τα δίκτυα Ενημέρωσης, και
είναι καταχωρημένα και στο βιβλίο " ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ " -- Αθήνα
1997, του γνωστού συγγραφέα κ. Μανώλη Μελινού.
Διηγείται ο
π.ΝεκτάριοςΒιτάλης,
-- " Είχα προσβληθεί
από σοβαρή μορφή καρκίνου. Το στήθος μου ήταν μια πληγή ανοικτή που έτρεχε
αδιάκοπα αίμα και πύον. Από τους πόνους έσκιζα τις φανέλες μου. Κατάσταση
τραγική, πήγαινα κατ΄ ευθείαν στον θάνατο. Να φαντασθείτε, είχα ετοιμάσει
ακόμη και τα σάβανά μου...
Στις 26 Μαρτίου 1980
το πρωϊ, συζητώντας στο γραφείο μου στο υπόγειο του Ναού, μαζί με την
νεωκόρο Σοφία Μπούρδου και την αγιογράφο Ελένη Κιτράκη άνοιξε ξαφνικά ή
πόρτα και μπήκε ένα άγνωστό μου γεροντάκι. Είχε τα γένια του κατάλευκα,
κοντός και με ελαφριά φαλάκρα. Ίδιος ακριβώς όπως ο Άγιος Νεκτάριος στις
φωτογραφίες που βλέπουμε. Πήρε τρία κεριά χωρίς να ρίξει χρήματα κι΄ άναψε
μόνο τα δύο. Προσκύνησε όλες τις εικόνες του τέμπλου, προσπερνώντας την
εικόνα του Αγίου Νεκταρίου χωρίς να την προσκυνήσει. Εμένα δεν μ΄ έβλεπε στο
σημείο που βρισκόμουνα. Είχα φοβερούς πόνους όταν τράβηξα την κουρτίνα του
γραφείου και προχώρησα προς το μέρος του. Μπροστά στην Ωραία Πύλη σταύρωσε
τις παλάμες του και χωρίς να κοιτάξει πουθενά, ρώτησε,
--Ό γέροντας είν΄ εδώ;
Ή νεωκόρος ξέροντας
την αρρώστια μου θέλησε να με " προστατεύσει "...
--Όχι, όχι...είναι με
γρίπη στο σπίτι του...
--Δεν πειράζει.
Εύχεσθε, και καλή Ανάσταση, είπε εκείνος και έφυγε.
Ήρθε ή νεωκόρος
τρέχοντας και μου λέει,
--πάτερ Νεκτάριε, ο
γέροντας που μόλις έφυγε έμοιαζε ίδιος με τον Άγιο Νεκτάριο! Τά μάτια του
πετούσαν φλόγες. Μου φαίνεται ότι ήταν ο Άγιος Νεκτάριος κι΄ ήλθε να σάς
βοηθήσει...
Την ευχαρίστησα
νομίζοντας ότι μου έλεγε αυτά για να με παρηγορήσει. Όμως κατά βάθος "κάτι"
δεν πήγαινε καλά. Την έστειλα μαζί με την αγιογράφο να βρούνε γρήγορα τον
άγνωστο και να τον φέρουν πίσω. Μπήκα στο Ιερό και προσκυνώντας τον
Εσταυρωμένο κλαίγοντας, για μια ακόμη φορά παρακαλούσα τον Χριστό να με
θεραπεύσει. Τα βήματά τους με διέκοψαν,
--πάτερ, ο Γέροντας
ήρθε !
Πλησίασα να του φιλήσω
το χέρι, αλλά με ταπείνωση δεν μ΄ άφησε. Έσκυψε και φίλησε αυτός το δικό μου
! Τον ρώτησα,
--Πώς λέγεσθε γέροντα;
--Αναστάσιος παιδί
μου, είπε, λέγοντας το βαπτιστικό όνομα που είχε πριν γίνει μοναχός...
Τού υπέδειξα να
προσκυνήσει τα άγια λείψανα. Έβγαλε ένα ζευγάρι συρμάτινα γυαλάκια, μ΄ ένα
μόνο μπρατσάκι. Μόλις τα είδαμε, όλοι α ν α τ ρ ι χ ι ά σ α μ ε !
Ήταν τα ίδια γυαλιά
του Αγίου Νεκταρίου που είχαμε στην προθήκη με τα άγια λείψανα. Μου τα είχε
δωρήση η παλιά γερόντισσα του μοναστηριού του, στην Αίγινα, μοναχή Νεκταρία.
--Η πίστη είναι το
πάν !..., είπε ο άγνωστος, καθώς φορούσε τα γυαλιά του.
ΟΙ
ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ...
Άρχισε να ασπάζεται με
ευλάβεια όλα τα άγια λείψανα καθώς τον ξεναγούσε ή νεωκόρος. Στα λείψανα
του Αγίου Νεκταρίου α δ ι α φ ό ρ η σ ε , προσπερνώντας τα...
--Γέροντα, με
συγχωρείτε του είπα. Κι΄ ο Άγιος Νεκτάριος θαυματουργός είναι. Γιατί δεν τον
ασπάζεστε ;
Γύρισε και με κοίταξε
χαμογελώντας. Τον ρώτησα,
--Πού μένετε Γέροντα ;
Μού έδειξε το ταβάνι,
εκεί που κτίζαμε την καινούργια εκκλησία, λέγοντας,
--Το σπίτι μου δεν
είναι ακόμη έτοιμο και στενοχωρούμαι. Ή θέση μου δεν μου το επιτρέπει να
μένω εδώ κι΄ εκεί...
--Γέροντα, του
εξομολογήθηκα, σάς είπαν ψέμματα ότι έχω γρίπη. Έχω κ α ρ κ ί ν ο ! Θέλω
όμως να γίνω καλά, να φτιάξω την Αγία Τράπεζα, να τελειώσω την Εκκλησία
πρώτα, και μετά ας πεθάνω...
--Μη στενοχωρείσαι,
μου είπε. Εγώ τώρα αναχωρώ. Πηγαίνω στην Πάρο να προσκυνήσω τον Άγιο Αρσένιο
και να επισκεφτώ και τον παπά-Φιλόθεο, πρόσθεσε, ξεκινώντας να φύγει.
Προσπέρασε την μεγάλη εικόνα του χωρίς να δώσει σημασία...
Τον σταμάτησα και
ακούμπησα τα χέρια μου στο πρόσωπό του.
--Γεροντάκο μου,
γεροντάκο μου, του είπα, το προσωπάκι σου μοιάζει ίδιο με του αγίου
Νεκταρίου που τιμάει αυτή εδώ η Εκκλησία μας...
Τότε, κύλησαν δ ά κ ρ
υ α από τα μάτια του...Με σταύρωσε, και με αγκάλιασε με τα χέρια του..
Παίρνοντας θάρρος κι΄ εγώ άνοιξα τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω. Μόλις τα
άπλωσα όμως, κι΄ ενώ τον έβλεπα μπροστά μου, τα χέρια μου έκλεισαν στο κ ε
ν ό !...
Ανατρίχιασα και
σταυροκοπήθηκα. Τού λέω πάλι,
--Γέροντά μου, σε
παρακαλώ, θέλω να ζήσω, να κάνω την πρώτη μου λειτουργία. Βοήθησέ με να
ζήσω...
Έφυγε από κοντά μου
και αφού στάθηκε πέρα, στην εικόνα του μπροστά, μου είπε,
--Ω, παιδί μου Νεκτάριε, μη
στενοχωριέσαι. Δοκιμασία περαστική είναι, και θα γίνεις καλά! Θα γίνει το
θαύμα που ζητάς και θ΄ ακουστεί σε όλο τον κόσμο. Μή φοβάσαι...
Αμέσως χ ά θ η κ ε
α π ό μ π ρ ο σ τ ά μ α ς μέσα από την κ λ ε ι σ τ ή π ό ρ τ α...
Έτρεξαν οί γυναίκες να
τον προφθάσουν. Τον πρόλαβαν στην στάση του λεωφορείου. Μπήκε μέσα και από
εκεί ε ξ α φ α ν ί σ θ η κ ε , πριν ξεκινήσει το λεωφορείο !...
Αυτά
αναφέρει ο π. Νεκτάριος Βιτάλης, ένα σεβαστό και κατά πάντα αξιόπιστο
πρόσωπο, παρουσία μαρτύρων, που τελικά έγινε καλά, διαψεύδοντας γιατρούς,
ακτινογραφίες, και προβλέψεις θανάτου. Γιατί επάνω όλων βρίσκεται ο Χριστός,
ο ζωντανός Θεός μας και οί μεσίτες Άγιοί του, συν την Παναγία Μητέρα του !
Γιατί " όπου Θεός
βούλεται, νικάται φύσεως τάξη..."
Από πολύ
μικρός η ευσεβής μητέρα του του έμαθε τον 50ο Ψαλμό, το «Ελέησόν με ο Θεός». Και
όπως λέει χαρακτηριστικά ο Συναξαριστής του βίου του, όταν έφθανε στο σημείο του
Ψαλμού «διδάξω ανόμους τας οδούς Σου» το επαναλάμβανε πολλές φορές. Δείχνοντας
το τι επρόκειτο να γίνει όταν μεγαλώσει. Το πόσο μεγάλος κήρυκας του λόγου του
Θεού θα γινόταν και πόσο πολύ κόσμο θα έφερνε δια μετανοίας στην Εκκλησία.
Τα
παιχνίδια του αγίου ποια ήταν; Έκανε τεχνητούς άμβωνες και μιλούσε για το Χριστό
στα παιδιά της ηλικίας του. Θέλοντας με τον τρόπο αυτό να δείξει στους νέους της
εποχής μας και κάθε άλλης εποχής ότι η Εκκλησία είναι η Μάνα μας όπου πρέπει να
καταφεύγουμε για να βρίσκουμε ανάπαυση της ψυχής μας. Μόνον δια των Μυστηρίων,
ιδία δε με το Μυστήριο των μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, όπου μεταλαμβάνουμε το
Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, παίρνουμε τη Χάρη του Χριστού μέσα μας.
Όλα αυτά τα έκανε ο άγιος όταν ήταν μικρό παιδί. Μετά όμως όταν μεγάλωσε και έγινε κληρικός της Εκκλησίας μας και Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, έδειξε όχι μόνο πόσο καλός κληρικός ήτο αλλά και το πόσο μεγάλες οργανωτικές δυνατότητες διέθετε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, πριν αναλάβει δηλ. την Διεύθυνση της Σχολής ο άγιος Νεκτάριος, η Σχολή κινδύνευε να διαλυθεί. Όταν όμως έγινε Σχολάρχης της ο επίσκοπος Πενταπόλεως, άγιος Νεκτάριος, αναβαθμίστηκε.
Όλα αυτά τα έκανε ο άγιος όταν ήταν μικρό παιδί. Μετά όμως όταν μεγάλωσε και έγινε κληρικός της Εκκλησίας μας και Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, έδειξε όχι μόνο πόσο καλός κληρικός ήτο αλλά και το πόσο μεγάλες οργανωτικές δυνατότητες διέθετε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, πριν αναλάβει δηλ. την Διεύθυνση της Σχολής ο άγιος Νεκτάριος, η Σχολή κινδύνευε να διαλυθεί. Όταν όμως έγινε Σχολάρχης της ο επίσκοπος Πενταπόλεως, άγιος Νεκτάριος, αναβαθμίστηκε.
Το
έργο του όμως δεν φάνηκε μόνο στη Σχολή αυτή. Ήταν και κηρυκτικό. Κήρυττε τόσο
στις ενορίες των Αθηνών, αλλά και στο Πειραιά. Και όπου πήγαινε πλήθη λαού
προσέτρεχαν στο Ναό που λειτουργούσε και ομιλούσε για να τον ακούσουν και να
ωφεληθούν ψυχικά.
Κι όλα αυτά γίνονταν επειδή η ζωή του αγίου ήταν σύμφωνη με τα λόγια του. Δεν έλεγε άλλα και έπραττε άλλα.
Κι όλα αυτά γίνονταν επειδή η ζωή του αγίου ήταν σύμφωνη με τα λόγια του. Δεν έλεγε άλλα και έπραττε άλλα.
imga.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου