Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΣΟ ΩΡΑΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ;



—Ο Όσιος Πορφύριος, διηγείται…

«Τα χρόνια, μετά τον πόλεμο, ήταν πολύ δύσκολα κι οι άνθρωποι αγωνίζονταν για να ζήσουν. Εγώ, την εποχή εκείνη, ήμουν στην Πολυκλινική. Πολλά περιστατικά, θυμάμαι απ” τα χρόνια εκείνα. Ακούστε, ένα απ” αυτά:
Η Έφη, ήταν δεκαεφτά χρονών κι έμενε το καλοκαίρι με τους γονείς της και τον αδελφό της, στο Μπογιάτι. Είχαν περιβόλι με κηπευτικά και τα πουλούσαν. Ένα βράδυ, η μητέρα της Έφης, την έστειλε σ” ένα μαγαζάκι εκεί κοντά, ν” αγοράσει πετρέλαιο για την λάμπα. Σημειώστε, ότι δεν είχαν τότε ρεύμα. Επιστρέφοντας προς το σπίτι, η Έφη, συναντάει στον δρόμο ένα αγόρι, συμμαθητή της. Μιλούσαν για τα μαθήματα. Το σημείο, όμως, που είχαν σταματήσει κι οι δυο, βρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Την στιγμή εκείνη, πέρασε ο αδελφός της Έφης και τους είδε να κουβεντιάζουν. Το παρεξήγησε, γιατί πίστεψε ότι πονηρά κουβεντιάζουν και το είπε στην μητέρα τους.
–Η Έφη, μας ντροπιάζει! είπε. Κουβεντιάζει στον δρόμο μ” ένα αγόρι.
Όταν έφθασε στο σπίτι η Έφη, η μητέρα της την μάλωσε πολύ και την έδειρε. Τότε οι αρχές ήταν πολύ αυστηρές. Η Έφη, πικράθηκε πολύ. Επαναστάτησε για την αδικία και την καχυποψία του αδελφού της.
Την άλλη μέρα, γύρισε στο σπίτι ο πατέρας, που έλειπε. Εκείνος, της φέρθηκε διαφορετικά, δηλαδή με κατανόηση και καλό τρόπο.
—Εγώ, δεν τα πιστεύω αυτά! της λέει. Έλα, πάμε να ποτίσουμε το περιβόλι. Εσύ, θα κάθεσαι, κι όπου βλέπεις πως ποτίζεται μία βραγιά, θα μου λες να γυρίζω το νερό σ” άλλη βραγιά.
Έτσι, έγινε. Η Έφη, όμως, δεν είχε κοιμηθεί καθόλου την προηγούμενη νύκτα. Η στεναχώρια και η αδικία, την πνίγανε. Απελπίστηκε, κι αποφάσισε να θέσει τέρμα στην ζωή της. Την ώρα, λοιπόν, που ξεκινούσαν με τον πατέρα της για το περιβόλι, έκανε ένα σχέδιο: Να πάρει ένα γεωργικό φάρμακο και, το βραδάκι, μετά το πότισμα, κρυφά να το πιει και να πεθάνει. Σκεπτόταν: «Να δω, τότε: θα μ” αγαπούν;». Πήρε λοιπόν το φάρμακο, το έβαλε στην τσέπη της και περίμενε να βραδιάσει, για να το πάρει. Δεν άργησε να έλθει η δύσκολη ώρα. Ο πατέρας, αμέριμνος, της λέει:
—Πήγαινε στην άκρη του περιβολιού να κλείσεις το νερό.
Πήγε γρήγορα. Ήταν αθέατη. Κανείς, δεν υπήρχε γύρω της. Ο πατέρας, αρκετά μέτρα μακρυά, κι εκείνη, τρέμοντας, έβαλε το χέρι στην τσέπη. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, ακούει βήματα. Δεν πρόλαβε να κουνηθεί, κι εμφανίζεται μπροστά της κάποιος άγνωστος ιερέας. Την χαιρετάει και της λέει:
–Έφη μου, ξέρεις πόσο ωραίος είναι ο Παράδεισος;! Φως, χαρά, αγαλλίαση! Ο Χριστός, είναι όλος φως και σκορπάει την χαρά και την αγαλλίαση σε όλους! Μας περιμένει στην άλλη ζωή, για να μας χαρίσει τον Παράδεισο. Υπάρχει όμως κι η κόλαση, που είναι όλο σκοτάδι, λύπη, στεναχώρια, αγωνία, κατάθλιψη. Αν πάρεις αυτό που έχεις στην τσέπη σου, θα πας στην κόλαση. Πέταξέ το, λοιπόν, αμέσως, για να μην χάσουμε την ομορφιά του Παραδείσου.
Η Έφη, τα έχασε στην αρχή, αλλά μετά από λίγο λέει στον ιερέα, αφού, χωρίς να το καταλάβει, είχε ήδη πετάξει το φάρμακο:
–Περιμένετε να φωνάξω και τον πατέρα μου να σας δει.
Τρέχει μες στο περιβόλι. Χάθηκε περνώντας τις ψηλές καλαμποκιές, για να βρει τον πατέρα της. Τον βρήκε και του λέει:
–Πατέρα, έλα γρήγορα να δεις έναν ιερέα, που ήρθε στην άκρη του περιβολιού μας!
Όταν, όμως, φτάσανε στο σημείο που έπρεπε να περιμένει ο ιερέας, δεν υπήρχε κανείς εκεί!
Για πολύ καιρό, η Έφη, δεν μπορούσε να εξηγήσει όλα όσα της συνέβησαν εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την εξαφάνιση του ιερέα. Επιθυμούσε να τον ξαναβρεί. Της είχε σώσει την ζωή!
Εν τω μεταξύ, κάθε χειμώνα κατέβαιναν στην Αθήνα όλη η οικογένεια. Η Έφη, πήγαινε πολλές φορές στην νουνά της, που ήταν πολύ θρήσκα, κι έμενε μεγάλο διάστημα κοντά της. Η νουνά της, συνήθιζε να δέχεται στο σπίτι της και να φιλοξενεί θεολόγους, ιερείς, μοναχούς. Μια φορά που η Έφη πήγε στην νουνά της, στο σαλόνι, είχε μία επίσκεψη. Η Έφη, δεν γνώριζε ποιός ήταν. Η νουνά της, σε μια στιγμή έρχεται στην κουζίνα και λέει της Έφης:
–Έφη, ετοίμασε γλυκό και καφέ, και φέρ” τα στο σαλόνι για τον επισκέπτη!
Η Έφη, τα ετοίμασε. Καθυστέρησε, όμως, λίγο και την ώρα που τα πήγαινε, η νουνά της την πρόλαβε. Της λέει, λοιπόν:
—Όχι, αυτόν τον δίσκο! Βάλε τον ασημένιο, γιατί η επίσκεψη είναι επίσημη.
Γύρισε η Έφη στην κουζίνα, άλλαξε τον δίσκο και τον πήγε στο σαλόνι. Αλλά, τί να δει! Πήγε να της πέσει ο δίσκος απ” τα χέρια! Βλέπει μπροστά της τον ιερέα που είχε εμφανιστεί εκείνο το, δύσκολο γι” αυτήν, βράδυ στο περιβόλι τους.
–Είμαι ο πατήρ Πορφύριος! της λέω χαμογελώντας…
Έτσι, γνωριστήκαμε με την Έφη. Κι από τότε, έχουμε μεγάλη φιλία. Έκανε οικογένεια, με πολλά παιδιά. Την ευλόγησε ο Θεός. Βλέπετε, τί τρόπους μπορεί να μεταχειρισθεί ο Θεός, όταν θέλει να σώσει έναν άνθρωπο;…».
ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (1906–1991)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου