Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους - Διάλογος με Μονοφυσίτες



ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΩΝ

Η Γ' κοινή δήλωσις της Μικτής Επιτροπής του Δια­λόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ανα­τολικών "Ορθοδόξων" (Αντιχαλκηδονίων) Εκκλησιών, η οποία συνήλθεν εις Σαμπεζύ της Ελβετίας από 1ης έως 6ης Νοεμβρίου 1993, μας προεκάλεσεν ανησυχίαν και φόβον. Η Μικτή Επιτροπή προτείνει άρσιν των α­ναθεμάτων «υπό των Προκαθημένων όλων των Εκκλη­σιών των δύο μερών διά της υπογραφής ειδικής εκ­κλησιαστικής πράξεως, εν τη οποία θα διακηρύσσεται υφ' εκατέρας πλευράς ότι η ετέρα είναι κατά πάντα ορ­θόδοξος», και ότι «η άρσις των αναθεμάτων πρέπει να συνεπάγεται ότι α) αποκαθίσταται αμέσως η πλήρης κοινωνία των δύο πλευρών, β) ουδεμία κατ' αλλήλων καταδίκη του παρελθόντος, συνοδική ή προσωπική, είναι πλέον ενεργός...»

Τα ανωτέρω, εάν ορθώς κατανοούμεν αυτά, σημαί­νουν ότι επίκειται η ένωσις, την οποίαν ήδη εν μέρει επραγματοποίησε το Πατριαρχείον Αντιοχείας. Θα έπρεπε, βεβαίως, να πανηγυρίσωμεν διά την επικειμένην ένωσιν, εάν η ένωσις αυτή ήτο η δέουσα, η από ορθοδόξου πλευράς αποδεκτή, ήτοι έν αληθεία. Επειδή όμως, καθώς θα εξηγήσωμεν περαιτέρω, αι προϋποθέσεις αύται δεν πληρούνται καθ' ημάς και κατ' άλλους θεολόγους, φο­βούμεθα ότι η προς την ένωσιν σπουδή θα έχη ως απο­τέλεσμα, πρώτον μεν μίαν νόθον και ψευδή ένωσιν, δεύτερον δε σχίσμα εσωτερικόν εις την καθ' ημάς αγίαν Ορθόδοξον Έκκλησίαν.

Θα αναφέρωμεν εν συνεχεία τας επιφυλάξεις μας.

1. Παρατηρείται και εις τας τρεις επισήμους δηλώσεις παραίτησις των Ορθοδόξων από την ορθόδοξον εκκλησιολογίαν, καθ' ην την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν αποτελεί μόνον η καθ' ημάς Ορθόδοξος Εκκλησία. Αναγνωρίζονται και οι Αντιχαλκηδόνιοι ως "Όρθόδοξοι Ανατολικοί", και αμφότεραι αι Εκκλησίαι ως δύο ισότιμοι οικογένειαι της αυ­τής Εκκλησίας. Πρόκειται, δηλαδή, περί μορφής θεω­ρίας των κλάδων.

Ως χαρακτηριστικούς παρατηρεί ο Καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τη συνεί­δηση ότι αποτελεί την αδιάκοπη συνέχεια της μιας αδι­αίρετης Εκκλησίας. Και στηρίζει τη συνείδησή της αυτή στη διαχρονική ενότητα της με την αποστολική Εκκλη­σία. Η ενότητα της Εκκλησίας, ως ουσιώδες γνώρισμα της φύσεώς της, δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευ­ση. Δεν υπάρχουν πολλές Εκκλησίες, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί Χριστοί ή πολλά σώματα Χριστού. Η θέση αυτή δεν είναι ούτε οπισθοδρομική ούτε συντηρητική, αλλά αυτονόητη και παραδοσιακή. Είναι η θέση που είχε εξ αρχής η Εκκλησία και πρόβαλλε πάντοτε η κοινή εκ­κλησιαστική παράδοση. Γι’ αυτό και ο τρόπος με τον όποιο υποστηρίζεται η αποκατάσταση πλήρους κοινωνίας των Αντιχαλκηδονίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία δη­μιουργεί σοβαρές ανησυχίες για κρίση ταυτότητας στην ίδια την Ορθοδοξία. Δεν είναι δυνατόν υπό το φως νε­ώτερης δογματικής συμφωνίας Σύνοδοι που καταδικάστηκαν από Οικουμενικές Συνόδους να θεωρηθούν ορθόδοξες στη διδασκαλία τους, γιατί η διδασκαλία δεν εξαντλείται στη διατύπωση μόνο του δόγματος, αλλά εκ­φράζει την ενότητα και την ταυτότητα της Εκκλησίας. Ούτε μπορούν πρόσωπα που αναθεματίζονται στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας να θεωρούνται Πατέρες μιας άλλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία τελικά γίνεται αποδεκτή ως ταυτόσημη με εκείνην που συνέταξε το Συνοδικόν. Πάντοτε, και ιδιαίτερα σε κρίσιμους καιρούς σαν τους σημερινούς, η προσήλωση στη διαχρονική συν­είδηση και ταυτότητα της Ορθοδοξίας είναι επιτακτική» (Γ. Μαντζαρίδη, Η εμπειρική Θεολογία στην οικολογία και την πολιτική, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 157-8).

2. Παραιτούμεθα οι Ορθόδοξοι από την ιστορικήν μας συνέχειαν και ταυτότητα με την Εκκλησίαν των Οι­κουμενικών Συνόδων (Δ', Ε' και ΣΤ), δεχόμενοι ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι πάντοτε ήσαν ορθόδοξοι και οι Πατέ­ρες των (Διόσκορος και Σεβήρος) ομοίως. Εμμέσως δη­λαδή δεχόμεθα ότι αι Οικουμενικαί αύται Σύνοδοι επλα­νήθησαν και ημείς τας διορθώνομεν. Προσπάθεια συμβι­βασμού των πραγμάτων δεν χωρεί. Ή αι Σύνοδοι ωρθοτόμησαν την Αλήθειαν και οι Διόσκορος και Σεβήρος, ως και οι τούτων διάδοχοι, ήσαν αιρετικοί ή, εάν ούτοι δεν ήσαν αιρετικοί, αι Σύνοδοι επλανήθησαν. Υπενθυμίζομεν σχετικώς τον εις τα Πρακτικά της Δ' Οικου­μενικής Συνόδου αναγραφόμενον τρόπον ψηφοφορίας των Πατέρων, οι οποίοι εκλήθησαν να αποφανθούν με ποίου το μέρος τάσσονται, του Λέοντος ή του Διοσκόρου:

«Οι μεγαλοπρεπέστατοι και ενδοξότατοι άρχοντες είπον Διόσκορος έλεγε το εκ δύο φύσεων δέχομαι, το δε δύο ου δέχομαι, ο δε αγιότατος αρχιεπίσκοπος Λέ­ων δύο φύσεις λέγει είναι εν τω Χριστώ ηνωμένας ασυγχύτως, και ατρέπτως, και αδιαιρέτως, εν τω μονογενεί υιώ, τω σωτήρι ημών. τίνι τοίνυν ακολουθείτε; τω αγιωτάτω Λέοντι, ή Διοσκόρω; οι ευλαβέστατοι ε­πίσκοποι εβόησαν ως Λέων, ούτω και πιστεύομεν. οι αντιλέγοντες, Ευτυχιανισταί είσιν. Λέων ορθοδόξως εξέθετο».

3. Η προσπάθεια επαναδιατυπώσεως, υπό της Μικτής Επιτροπής, της ορθοδόξου Χριστολογίας, παρά την αριστοτεχνικήν της διατύπωσιν υπό των αγίων Δ', Ε' και ΣΤ' Συνόδων, προκειμένου να συμφωνήσουν οι Αντιχαλκηδόνιοι, καθ' ημάς κρίνεται ως άσκοπος και επι­κίνδυνος.

Άσκοπος, διότι θα αρχίσωμεν εξ υπαρχής να συζητώμεν όσα οι Πατέρες με τόσον κόπον και αγώνα και συνεζήτησαν και εν Αγίω Πνεύματι εδογμάτισαν «τω βραχεί ρήματι και πολλή συνέσει», κατά τρόπον μη επιδεχόμενον παρερμηνείαν. Ως δε παρατηρεί και ο Σεβ. Μύρων (νυν Εφέσου) Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης: «Θεωρούμεν αμετακίνητον τον Όρον τούτον (τ. έ. της Δ' Συνόδου). Τον θεωρούμεν επαρκή -φύσει και θέσει, πνευματολογικώς, εκκλησιολογικώς και συνοδολογικώς-επαρκή και απαραίτητον διά πάσαν έκφρασιν και ερμηνείαν και κατάληψιν του χριστολογικού δόγματος περί των δύο εν Χριστώ φύσεων. Επεμείναμεν δε και επιμένομεν εις το ανεπίτρεπτον και ανωφελές της αναζητή­σεως ή συντάξεως νέας χριστολογικής διατυπώσεως, νέας χριστολογικής formula, έξω ή έστω και παραλ­λήλως προς τον Όρον της εν Χαλκηδόνι Συνόδου» (Μητροπ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, Διά­λογος Ορθοδόξου Εκκλησίας και Αρχαίων Ανατο­λικών Εκκλησιών, εν περιοδ. Θεολογία, Αθήναι 1980, τόμος 51, τεύχος 1, σελ. 40).

Επικίνδυνος, διότι υπό την νέαν διατύπωσιν της Μι­κτής Επιτροπής, εκ πρώτης όψεως ορθόδοξον, χωρούν ίσως και ερμηνείαι μετριοπαθούς και συγκεκαλυμμένου μονοφυσιτισμού.

Εάν οι Αντιχαλκηδόνιοι δέχωνται την ορθόδοξον Χριστολογίαν, τι τους εμποδίζει να αποδεχθούν την ορθοδοξωτάτην διατύπωσιν της υπό των αγίων Δ', Ε' και ΣΤ' Οικουμενικών Συνόδων, και μάλιστα υπό της αγίας Δ' εν Χαλκηδόνι, η οποία και εκ του γνωστού θαύματος της αγίας μεγαλομάρτυρος Ευφημίας ως ορθόδοξος επιστοποιήθη;

Αρνούμενοι τους Όρους των Συνόδων αυτών, μας επιτρέπουν βασίμως να υποθέσωμεν ότι κατά βάθος αρ­νούνται την υπ' αυτών κηρυττομένην ορθόδοξον Χριστολογίαν. [1]

4. Η υπό των Αντιχαλκηδονίων καταδίκη του Ευτυ­χούς δεν αποτελεί καθ' ημάς εγγύησιν της ορθοδοξίας των. Πρέπει να καταδικάσουν τον μετριοπαθή μονοφυσιτισμόν του Σεβήρου και του Διοσκόρου. Σημειωτέον ότι και ο Σεβ. Νικοπόλεως δέχεται τον Διόσκορον ως αιρετικόν (Βλέπε Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Απάντη­ση σε απορίες, εν περιοδ. Εκκλησία, 1-15 Ίαν. 1992, αρ. 1).

Εξ άλλου περί του μονοφυσιτίζοντος χαρακτήρος της Χριστολογίας των οπαδών του Σεβήρου γράφει ο π. Γε­ώργιος Φλωρόφσκυ: «Εν τούτοις για τους οπαδούς του Σεβήρου το "ανθρώπινο" στον Χριστό δεν ήταν εντελώς ανθρώπινο, γιατί δεν ήταν δραστήριο, δεν ήταν "αυτο­κινούμενο". Κατά την θεώρηση των Μονοφυσιτών το ανθρώπινο στο Χριστό ήταν σαν ένα παθητικό αντικεί­μενο της θεϊκής επιδράσεως. Η θέωσις φαίνεται ότι ει­ναι μία μονόπλευρη πράξη της θεότητας, χωρίς να λαμ­βάνει αρκετά υπ' όψη την συνεργία της ανθρωπινής ελευ­θερίας, η πρόσληψη της οποίας με κανένα τρόπο δεν υ­ποθέτει ένα "δεύτερο υποκείμενο". Στη θρησκευτική τους εμπειρία το στοιχείο της ελευθερίας εν γένει δεν τονί­ζονταν επαρκώς και αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί αν­θρωπολογικός μινιμαλισμός (μείωση του ανθρώπινου στον Χριστό)». (Οι Βυζαντινοί Πατέρες τον 5ον αιώνα, μετάφρ. Π. Πάλη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 604). Πρό­κειται δι' ένα πολύ λεπτόν σημείον, το οποίον όμως είναι θεμελιώδες. Ίσως εδώ έγκειται η διαφορά μας με τους νυν Αντιχαλκηδονίους, διά την οποίαν χρειάζεται ρητώς να ομολογηθή ο όρος της αγίας Δ' Οικουμενικής Συν­όδου.

Το ότι δε οι Αντιχαλκηδόνιοι δέχονται κάποιον με­τριοπαθή μονοφυσιτισμόν φαίνεται και από τα Πρακτικά της εν Aarhus ανεπισήμου συναντήσεως, αλλά και εκ δι­ακηρύξεών των, ως της παρατιθεμένης του πατριάρχου των Κοπτών Σενούδα Γ' κατά την προσφώνησίν του προς την Μικτήν Θεολογικήν Έπιτροπήν εις την Μονήν Anba Bishoy το 1989: «Πιστεύομεν ότι ο Κύριος Θεός και Σωτήρ Ιησούς Χριστός είναι τέλειος εν τη Θεότητι Αυτοί και τέλειος εν τη Ανθρωπότητι Αυτού. Ήνωσε την Θεότητα Αυτού μετά της Ανθρωπότητος Αυτού ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και δεν ομιλούμεν περί δύο φύσεων μετά την μυστηριώδη ταύτην ενότητα του Κυρίου ημών» (Επίσκεψις αρ. 422, 1-7-1989, σελ. 10).

Βεβαίως εις την Β' Κοινήν Δήλωσιν παραδέχονται ότι: «Αμφότεραι αι οικογένειαι συμφωνούν ότι αι φύσεις ηνώθησαν υποστατικώς και φυσικώς μετά των ιδίων εν­εργειών και θελήσεων αυτών ασυγχύτως, ατρέπτως, α­διαιρέτως, αχωρίστως και ότι διακρίνονται "τη θεωρία μόνη"».

Νομίζομεν ότι το "θεωρία μόνη" είναι δεκτικόν μονοφυσιτιζούσης ερμηνείας και δέον να διευκρινισθή από ορθοδόξου απόψεως. Εάν το "τη θεωρία μόνη" αναφέ­ρεται εις την διαφοράν των δύο φύσεων, νομίζομεν ότι εχει καλώς ως εδογμάτισεν η αγία Ε' Οικουμενική Σύν­οδος. Εάν όμως δηλοί ότι αι δύο φύσεις υπάρχουν "τη θεωρία μόνη", δεν είναι ορθόδοξος.

5. Η παράγραφος 8 της Β' Δηλώσεως, η αφορώσα τας Οικουμενικάς Συνόδους, προκαλεί σοβαράς απορίας και ανησυχίας. Η παράγραφος εχει ούτως:

«Αμφότεραι αι οικογένειαι αποδέχονται τας τρεις πρώτας Οικουμενικάς Συνόδους, αίτινες αποτελούν κοινήν ημών κληρονομίαν. Ως προς τας τεσσάρας επομένας Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι Ορθόδοξοι δηλώνουν ότι δι' αυτούς τα ανωτέρω σημεία 1-7 είναι επίσης αι διδασκαλίαι των τεσσάρων μετα­γενεστέρων Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι θεωρούν την δήλωσιν ταύτην των Ορθοδόξων ως ερμηνείαν αυτών. Με την αλληλοκατανόησιν ταύτην οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι ανταποκρίνονται εις την αυτήν θετικώς».

Κατά τον Καθηγητήν της Δογματικής Νικ. Μητσόπουλον: «Οι Αντιχαλκηδόνιοι, οι "Ανατολικοί Ορθόδοξοι", κατά την "δήλωσιν", όχι μόνον αρνούνται να δεχθούν ως Οικουμενικάς τας Δ', Ε', ΣΤ' και Ζ' Οι­κουμενικάς Συνόδους, αλλά, κατά την "κοινήν δήλωσιν" πάντοτε, φέρονται συγκαταβαίνοντες απλώς εις την υπό των Ορθοδόξων παραδοχήν των Συνόδων αυτών και μάλιστα κατόπιν δηλώσεως των Ορθοδόξων ερμηνευ­τικής ούτως ειπείν της διδασκαλίας των ως άνω Συν­όδων, την οποίαν ερμηνευτικήν δήλωσιν ωσαύτως αρ­νούνται οι Αντιχαλκηδόνιοι, θεωρούντες αυτήν "ως ερ­μηνείαν" των Ορθοδόξων» (Νικ. Μητσόπουλου, ενθ' ανωτ., 1-4-1992, αρ. 6, σελ. 193) [2].

Παραθέτομεν εν συνεχεία τα ερωτήματα, τα οποία θέ­τει διά την ανωτέρω παράγραφον της Κοινής Δηλώσεως ο κ. Καθηγητής, τα οποία και προσυπογράφομεν:

«Ερωτώμεν. Εάν υπήρχον σήμερον ωργανωμέναι χριστιανικαί κοινότητες αρνούμεναι, επί παραδείγματι, τον όρον "ομοούσιος" του Συμβόλου Νικαίας - Κων­σταντινουπόλεως και εβεβαίουν ότι αποδέχονται την έννοιαν την διά του όρου δηλουμένην εν τω Συμβόλω, αλλ' ουχί και την διατύπωσιν της Α' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, και κατά συνέπειαν και αυτό τούτο το Σύμβολον, θα εγίνοντο δεκτοί ως ορθόδοξοι;

Ερωτώμεν, επίσης. Οι και σήμερον υπάρχοντες, έστω και ολιγάριθμοι, χριστιανοί οι ανήκοντες εις την "εκ των Ελασσόνων Εκκλησιών της Ανατολής", "Ασσυριανήν Νεστοριανικήν", οι μη αποδεχόμενοι την Γ' Οικουμενικήν Σύνοδον θα θεωρηθούν, εάν βεβαίως δηλώσουν επι­σήμως ότι αποδέχονται την διδασκαλίαν της Συνόδου, αλλ' όχι και την Σύνοδον καθ' εαυτήν και τον όρον αυ­τής, ως ορθόδοξοι;

Ερωτώμεν προσέτι. Εάν δεχθώμεν ως ορθοδόξους τους αρνητάς του όρου της Χαλκηδόνος, δύναται να στηριχθή πλέον ως επιχείρημα ημών των Ορθοδόξων, η θέσις ότι διά του filioque των Ρωμαιοκαθολικών επ­έρχεται προσθήκη-αλλοίωσις εις την διδασκαλίαν του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, δεδομένου ότι οι Ρω­μαιοκαθολικοί ισχυρίζονται ότι διά της προσθήκης του filioque δεν αλλοιούται η διδασκαλία του Συμβόλου της πίστεως, αλλ' απλώς "ερμηνεύεται" αύτη;

Και ερωτώμεν περαιτέρω. Εάν γίνουν δεκτοί ως Ορθόδοξοι οι αρνούμενοι την Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικήν Σύνοδον Αντιχαλκηδόνιοι και οδηγηθώμεν εις «την πλήρη κοινωνίαν των δύο οικογενειών Εκκλησιών εν Χριστώ τω Κυρίω ημών", κατά το κείμενον της "δη­λώσεως", θα υπάρχουν εν τη μια, πλέον, Εκκλησία πι­στοί δεχόμενοι τας επτά Οικουμενικάς Συνόδους και πι­στοί μη δεχόμενοι ταύτας;

Και, ακόμη, ερωτώμεν. Θα ζητήται εις το εξής, ως μέχρι τούδε, παρά των μελλόντων να χειροτονηθούν εψηφισμένων Επισκόπων η αποδοχή των αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων και η ομολογία των υπ' αυτών, ως υπό φωτιστικής χάριτος του Παναγίου Πνεύματος ο­δηγούμενων, εκτεθέντων όρων της ορθής πίστεως η παρ' άλλων θα ζητήται και παρ' άλλων δεν θα ζητήται;» (του αυτού, ένθ' ανωτ. 1992, αρ. 6, σ. 193 και αρ. 7, σ. 238).

Περαιτέρω δέον να ληφθή υπ' όψιν ότι κατά τον Σεβασμ. Εφέσου: «η περί συνοδικότητος και Συνόδων αντίληψις των αδελφών Αρχαίων Ανατολικών είναι βα­σικά διάφορος από την ημετέραν, διό και η απόστασις μεταξύ των ημετέρων δύο κόσμων εις το θέμα τούτο των Οικουμενικών Συνόδων είναι μεγάλη». (Μητρ. Μύρων Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου, ένθ' ανωτ. τεύχος 2, σ. 227). Συμπεραίνει δε ο Σεβασμιώτατος: «Πάντως, μία τοιαύτη αντίληψις περί Οικουμενικών Συνόδων ως ουχί απαραιτήτων στοιχείων απολύτου εκφράσεως της αγιότητος και του κύρους της Εκκλησίας πρέπει να εμβάλη εις σκέψιν και ανησυχίαν όχι μόνον την Ορθόδοξον πλευράν, αλλά και την Ρωμαιοκαθολικήν, με την γνωστήν ευρείαν συνοδολογίαν της» (αυτόθι).

6. Υποστηρίζεται ότι η άρσις των αναθεμάτων των υπό των Οικουμενικών Συνόδων επιβληθέντων κατά των "Πατέρων" των Αντιχαλκηδονίων είναι δυνατή υπό των

Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Προς τούτο επικαλούνται ωρισμένα παραδείγματα, τα οποία είτε δεν είναι ιστορικώς αποδεδειγμένα είτε δεν αφορούν Οι­κουμενικάς Συνόδους.

Επί του ζητήματος τούτου έχομεν να παρατηρήσωμεν τα εξής:

α) Εις τα παραδείγματα αυτά πρόκειται περί μεμο­νωμένων ατόμων και όχι πάντως περί αιρεσιαρχών και αρχηγών ολοκλήρων αιρετικών "εκκλησιών". Διά την πε­ρίπτωσιν δε του εικονομάχου αυτοκράτορος Θεοφίλου, δέον να διευκρινισθή ότι ούτος κατά την ώραν του θα­νάτου του μετενόησε, ο δε άγιος Μεθόδιος δεν ήρε το συμπεριλαμβάνον και αυτόν γενικόν ανάθεμα κατά των εικονομάχων, αλλά προσηυχήθη μεθ' όλης της Εκκλη­σίας διά την συγχώρησιν της ψυχής του (Βλ. υπόμνημα εις το Συναξάριον της Κυριακής της Ορθοδοξίας εις το Τριώδιον).

Ως δε παρατηρεί ο π. Γ. Φλωρόφσκυ περί την άρσιν αναθέματος της Δ' Οικ. Συνόδου: «Δεν πρόκειται περί απλού τίνος αναθέματος κανονικού. Η περίπτωσις είναι πολύ δυσκολωτέρα οπωσδήποτε, όταν το ανάθεμα είναι θεολογικόν» (παρά Χρυσ. Κωνσταντινίδου, ένθ' ανωτ., σ. 233).

β) Τα μεμονωμένα και κατ' οικονομίαν γινόμενα εις την Εκκλησίαν δεν συνιστούν νόμον, αλλ' υπερισχύουν οι Ιεροί Κανόνες, όπως αποφαίνεται και η ΑΒ' Σύν­οδος: «Το γε σπάνιον ου νόμον της Εκκλησίας τιθέ­μενοι ...» (Κανών ΙΖ'). Εάν μεμονωμέναι περιπτώσεις κατίσχυον των Ιερών Κανόνων, θα ανετρέπετο όλη η κανονική τάξις της Εκκλησίας.

γ) Η άρσις των αναθεμάτων Οικουμενικών Συνόδων θέτει υπό αμφισβήτησιν το κύρος και την αυθεντίαν των Οικουμενικών Συνόδων ως αλάθητων εκφραστών της ορθοδόξου πίστεως.[3]

Κατά τον Καθηγητήν, επίσης, Πρωτοπρ. π. Θεόδωρον Ζήσην: «Δεν είναι θέμα ερμηνείας, αλλά αλλαγής και ανατροπής των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων. Τι θα γίνει, παραδείγματος χάριν, ποια ερμηνεία θα δώ­σουμε στον όρο πίστεως της Ζ' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, που ανακεφαλαιώνει την όλη ορθόδοξη πίστη και που για τους Αντιχαλκηδονίους και τους αγίους των λέγει τα εξής; "Συν τούτοις δε και τας δύο φύσεις ομολογούμεν του σαρκωθέντος δι' ημάς εκ της αχράντου Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αυτόν Θεόν και τέλειον άνθρωπον γινώσκοντες, ως και η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος εξεφώνησεν, Ευτυχή και Διόσκορον δυσφημήσαντας, της θείας αυλής εξελάσασα, συνυποβάλλοντες αυτοίς Σεβήρον, Πέτρον και την πολυβλάσφημον αυτών αλληλόπλοκον σειράν". Τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων θεωρούμε οι Ορθόδοξοι ως αλάθητες, διότι ελήφθησαν τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος και ανεγνωρίσθησαν από τη συνείδηση της Εκκλησίας όλων των αιώνων. Με ερμηνείες λοιπόν και θεολογικές σοφιστείες θα προσβάλουμε το κύρος και την αυθεντία των Οικουμενικών Συνόδων και θα προκα­λέσουμε σχίσμα στη διαχρονική ενότητα και καθολικό­τητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επιβάλλοντας στους Ορθοδόξους του εικοστού αιώνος να πιστεύουν διαφορετικά για τους Αντιχαλκηδονίους από τους Ορθοδό­ξους των προηγουμένων γενεών, όταν μάλιστα εκείνη την πίστη την κατοχύρωσαν και την εδίδαξαν φωτισμένα και άγια πρόσωπα; Δεν είναι εύκολο πράγμα η θεολογία, για να μπορεί κανείς να παίζει και να διαπραγματεύεται με στόχο να δημιουργεί προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Αν γκρεμίσεις κάτι, γκρεμίζεται όλο το οικοδόμημα. Οι Άγιοι Πατέρες το εγνώρισαν πολύ καλά αυτό, γι' αυτό και ως μόνη οδό και μέθοδο ενώσεως των αιρετικών υποδεικνύουν την αποκήρυξη της αιρέσεως και την απο­δοχή της ορθοδόξου διδασκαλίας. Εμείς τώρα αποκλεί­σαμε εκ των προτέρων αυτήν την μέθοδο, αφού τους α­ναγνωρίσαμε ήδη ως Ορθοδόξους και τους εβάλαμε μέ­σα στην αυλή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από την οποία αλαθήτως και θεοπνεύστως τους εξέβαλαν οι Άγιοι Πατέρες με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων».

7. Αι μέχρι τούδε συμφωνίαι δεν φέρουν την σφρα­γίδα της συνοδικότητος. Τα ζητήματα συμφωνούνται υ­πό επιτροπής περιωρισμένου αριθμού ιεραρχών και θεο­λόγων (ομοφρόνων ως προς τας περί Αντιχαλκηδονίων αντιλήψεις) και εγκρίνονται υπό ολιγομελών πάλιν Συν­όδων χωρίς ευρυτέραν συμμετοχήν των Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών και ευρείαν συνοδικήν διάσκεψιν, εις ην ελευθέρως θα ακουσθούν αι απόψεις των διαφω­νούντων, και μετά ταύτα θα αποφανθούν οι Ιεράρχαι.

Αλλά και εις το πλήρωμα της Εκκλησίας, και μά­λιστα τους ενδιαφερομένους διά την πίστιν, δεν υπάρχει η δέουσα ενημέρωσις και αποδοχή των γενομένων.

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Νικοπόλεως γράφει ότι: «Επακολουθεί υποβολή εκθέσεων στις Ιερές Συνόδους. Αυ­τές έχουν το δικαίωμα να εκτιμήσουν και να προωθή­σουν όσο θέλουν τον διάλογο. Τα κείμενα των διαλόγων είναι απλές εισηγήσεις προς τις Ιερές Συνόδους. Μετά την υποβολή τέτοιων εκθέσεων των Μικτών Επιτροπών Διαλόγου και την εκ μέρους των Συνόδων ομόφωνη α­ποδοχή τους, θα κριθή από μία ευρεία Σύνοδο, αν πρέπει να υλοποιηθούν τα πορίσματα του διαλόγου. Αυτή η Σύνοδος θα αντιμετώπιση σε τελικό στάδιο το ζήτημα. Επί του παρόντος λοιπόν ως προς τον διάλογον με τους Αντιχαλκηδονίους ευρισκόμαστε σε κάποιο από τα αρχι­κά στάδια» (Μητροπ. Νικοπόλεως Μελετίου, ένθ' ανωτ., σελ. 12).

Συμφωνούμεν με την διαδικασίαν αυτήν, υπό την προϋπόθεσιν βεβαίως, ότι η συνείδησις του πληρώματος της Εκκλησίας θα αποδεχθή τας προτάσεις αυτάς. Το κείμενον όμως της Μικτής Επιτροπής δεν προβλέπει αυτήν την διαδικασίαν, αλλά προτείνει την άμεσον άρσιν των αναθεμάτων και την ένωσιν.

8. Πιστεύομεν ότι μία αληθής ένωσις προϋποθέτει την αποδοχήν, εκ μέρους των Αντιχαλκηδονίων, των αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων και όλων των Πατέρων της αγίας μας Εκκλησίας, ως των αγίων Ιωάννου του Δαμασκηνού, Μαξίμου του Ομολογητού, Γρηγορίου του Παλαμά, ως των γνησίων εκφραστών αυτών.

Κατά τας μέχρι τούδε προσπάθειας ενώσεως Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, ήδη από της εποχής του ιερού Φωτίου, εζητείτο η παρ' αυτών πλήρης αποδοχή των αγίων Δ', Ε', ΣΤ' και Ζ' Οικουμενικών Συνόδων. Είναι η πρώτη φορά έκτοτε, καθ' ην δεν απαιτείται η εκ μέρους των αποδοχή των Οικουμενικών Συνόδων.

Ως παρατηρεί ο Σεβ. Εφέσου: «Πρώτον, αι Οικου­μενικοί Σύνοδοι Ε' και ΣΤ' αναντιρρήτως προσέθεσαν και νέα στοιχεία εις την κατάληψιν και αποδοχήν του χριστολογικού δόγματος και δεν περιωρίσθησαν μόνον εις την διατήρησιν των παραδεδομένων. Προκειμένου δε περί της Δ' Οικουμενικής, είναι γνωστή η προσφορά της εις το χριστολογικόν δόγμα. Αι τρεις αύται Οικουμενικαί Σύνοδοι, η Δ', η Ε' και η ΣΤ', υπήρξαν η βάσις και η προϋπόθεσις της όλης αναλελυμένης χριστολογικής πίστεως της Εκκλησίας μετά τας τρεις πρώτας Οικου­μενικάς. Η μη αποδοχή τούτων, συνεπάγεται την μη αποδοχήν συνόλης της χριστολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, και φυσικά αίρει την βάσιν και την δυνατότητα συζητήσεως και διαλόγου επί του θέματος τόσον των Οικουμενικών Συνόδων, όσον και περί αυτής ταύτης της Χριστολογίας.

Το έτερον σημείον αναφέρεται εις μίαν άποψιν, ανεξήγητον, και τολμώ να είπω, άκρως ανησυχητικήν, την οποίαν διετύπωσε προσφάτως ο Κόπτης Πατριάρχης Shenouda ο Γ', κατά την ομιλίαν, την οποίαν έκαμεν ενώπιον της ημετέρας Διορθοδόξου Επιτροπής διά τον Διάλογον μετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, εν Chambesy, κατά τον παρελθόντα Φεβρουάριον. Ο Κόπτης Πατριάρχης επί τη ευκαιρία εκείνη είπεν: "Ως προς τας Οικουμενικάς Συνόδους, αποδεχόμεθα εξ αυ­τών τας τρεις πρώτας... Αρνούμεθα την Σύνοδον της Χαλκηδόνος... Δύναμαι να είπω τελείως ανοικτά, ότι όλαι αι Ανατολικαί Εκκλησίαι δεν δύνανται να αποδε­χθούν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος... Έχετε επτά Οι­κουμενικάς Συνόδους. Εάν σάς λείψη μία, δεν έχετε να χάσετε πολλά πράγματα"» (Μητρ. Μύρων Χρυσ. Κωνσταντινίδου, ένθ' ανωτ., σ. 229-30).

Διερωτώμεθα, τι ένωσις θα είναι αυτή, εις την οποίαν ημείς θα δεχώμεθα τας Οικουμενικάς Συνόδους και αυ­τοί δεν θα τας δέχωνται; Ημείς θα εχωμεν τον Διόσκορον και τον Σεβήρον ως αιρετικούς και αυτοί θα τους έχουν ως αγίους;

Ημείς θα έχωμεν την Σύνοδον της Εφέσου ως ληστρικήν και αυτοί θα την έχουν ως ορθόδοξον;

Και πώς είναι δυνατόν να γίνη η μεθ' ημών ένωσις αυτών, όταν δεν παραδέχωνται την Εκκλησίαν μας ως έχει, αλλά υπό όρους και "ακρωτηριασμένην"; Και είναι δυνατόν να δεχθώμεν ημείς τοιαύτην ένωσιν;

Εάν οι Αντιχαλκηδόνιοι πιστεύουν διά τον εαυτόν των ότι είναι πλήρως ορθόδοξοι και άρα δεν διακυβεύε­ται η σωτηρία των, τότε διατί θέλουν την ένωσιν μετά της ημετέρας Εκκλησίας, την οποίαν δεν αποδέχονται ολόκληρον και προς την οποίαν δεν έρχονται με ταπείνωσιν και μετάνοιαν; Και τι αναγκάζει ημάς να τους δεχθώμεν αποδεχόμενοι τους όρους των επί αθετήσει θε­μελιωδών εκκλησιολογικών μας αρχών;

Άρα γε κάποια πολιτικού χαρακτήρος σκοπιμότης ε­νώσεως προς αντιμετώπισιν αναγκών προερχομένων εκ κοινών ετεροθρήσκων επιβουλών είναι αιτία επαρκής διά την τοιαύτην αμφίβολον και αμφίλογον ένωσιν;

Ή μήπως αι εκκλησιαστικαί ενοποιήσεις τύπου ειρη­νικής συνυπάρξεως προωθούνται διά να εξυπηρετήσουν τα σχέδια πολιτικών ενοποιήσεων του αιώνος μας;

9. Παρά την παραδοχήν υπό των Αντιχαλκηδονίων θεολόγων, των διαλεγομένων μετά των Ορθοδόξων, κοινών σημείων ορθοδόξου Χριστολογίας, εν τούτοις δέον να εξετασθή εάν την Χριστολογίαν αυτήν δέχωνται οι κληρικοί και το πλήρωμα των Εκκλησιών αυτών, δι­ότι έχομεν πληροφορίας ότι οι πρωτεργάται της ενώσεως διαφοροποιούνται από τα πληρώματα των Εκκλησιών αυτών. Υπάρχουν δε και δηλώσεις Αντιχαλκηδονίων Πατριαρχών και θεολόγων αντίθετοι προς τα αποφασισθέντα. Επ' ευκαιρία, είναι χαρακτηριστική η διαπίστωσις του Καθηγητού κ. Νικ. Μητσόπουλου: «Εξ όσων έχω μελετήσει και δη

α) των περί των Αντιχαλκηδονίων θέσεων των Πα­τέρων της Εκκλησίας,

β) των κειμένων των δύο κοινών δηλώσεων των Μι­κτών Επιτροπών του 1989 και του 1990 και

γ) των προσωπικών συζητήσεων μετά των λίαν αγα­πητών μου, φοιτητών και πτυχιούχων, οι περισσότεροι των οποίων και αριστεύουν εις τα μαθήματά μου, όχι μόνον δεν έχω πεισθή ότι η Χριστολογία των Αντιχαλ­κηδονίων είναι ορθόδοξος, αλλ' εχω την πεποίθησιν ότι δεν είναι ορθόδοξος και ακριβέστερον δεν είναι ορθό­δοξος ως προς το δόγμα της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων» (Δογματικοί προϋποθέσεις..., εν έφημ. Ορθ. Τύπος, φ. 1061, 4-2-1994).

10. Βλέπομεν εις τον μετά των Αντιχαλκηδονίων διάλογον να ισχύουν δύο βασικαί κατευθύνσεις, αι οποίαι χαρακτηρίζουν και τον μετά των Ρωμαιοκαθολικών διάλογον. Ήτοι:

α) Η αναγνώρισις της ετέρας αιρετικής εκκλησίας είτε ως "αδελφής" εκκλησίας είτε ως ομότιμου "οικογενείας", επί παραιτήσει της αξιώσεώς μας ότι η Μία, Αγία, Κα­θολική και Αποστολική Εκκλησία είναι μόνον η καθ' ημάς Ορθόδοξος Εκκλησία. Και,

β) Η επίσπευσις της ενώσεως παρακαμπτομένων των διαφορών, αι οποίαι ειτε παρασιωπώνται είτε και ελαχιστοποιούνται.



* * *

Κατόπιν όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι δεν πλη­ρούνται εισέτι αι προϋποθέσεις διά την ένωσιν μετά των Αντιχαλκηδονίων, και ότι τυχόν εσπευσμένη ένωσις και τα διεστώτα δεν θα ενώση αρμονικώς και τα ηνωμένα θα διάσπαση.

Ως εκ τούτου θα πρέπει οι κατά πάντα αξιοσέβαστοι πατέρες και αδελφοί οι μετέχοντες εις τον Διάλογον και επισπεύδοντες αυτόν, όπως και όλοι οι ηγετικήν κατέ­χοντες θέσιν εις τας Σεπτάς Ιεραρχίας, να αναλογισθούν την ευθύνην νέου σχίσματος, πολύ ευρύτερου του παλαιοημερολογητικού, και να βοηθήσουν να μη προχωρήση η διαδικασία της ενώσεως εις το άμεσον μέλλον, αλλά να προηγηθή ευρεία ενημέρωσις και συζήτησις μεταξύ των Σεβ. Αρχιερέων, του Ιερού Κλήρου και του λαού. Και, αφού λειτουργήση η συνείδησις της Εκκλησίας αβιάστως και ελευθέρως, τότε να γίνη ό,τι θα αναπαύση την συνείδησιν της Εκκλησίας.

Ας θεωρηθή δε και το κείμενον αυτό ως μία επιπλέον ένδειξις ότι η συνείδησις τμήματος της Εκκλησίας δεν έχει αναπαυθή με τα μέχρι τούδε αποφασισθέντα, ούτε θα αποδεχθή τοιαύτην ένωσιν.



Εν Αγίω Όρει τη 1η Φεβρουαρίου 1994

Τα μέλη της Επιτροπής

Ο της Βατοπαιδίου  Αρχιμ. Εφραίμ

Ο της Διονυσίου      Γέρων Επιφάνιος

Ο της Φιλόθεου       Γέρων Λουκάς

Ο της Γρηγορίου      Αρχιμ. Γεώργιος

Είναι οι Αντιχαλκιδόνιοι Ορθόδοξοι;
Κείμενα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους και άλλων αγιορειτών Πατέρων περί του διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκιδονίων Μονοφυσιτών

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
1995

[1] Τας Αντιχαλκηδονίους Εκκλησίας χαρακτηρίζει ο Καθηγητής Ιω. Καρμίρης ως "μονοφυσιτιζούσας" (βλ. παρά Νικ. Μητσόπουλου, ο όρος της Δ' εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και η άρνησις αυτού υπό των σημερινών Αντιχαλκηδονίων, εν περιοδ. Εκκλησία, 15-3-1992, αρ. 5, σ. 154, υποσημ. 6).

 [2] Ο Σεβ. Νικοπόλεως δέχεται, παρά το κείμενον της δηλώσεως, ότι «φυσικά για να γίνη η ένωση, έστω και σε αυτή τη φάση, πρέπει να αναγνωρίσουν επίσημα τις Οικουμενικές μας Συνόδους που μέχρι τώρα αρνούνται, δηλ. τις Δ', Ε', ΣΤ' και Ζ'» (Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Απάντηση σε απορίες, ένθ' ανωτ. σ. 12). Ομοίως δέχεται και ο Καθηγητής Ιω. Καρμίρης (του αυτού, Εισηγήσεις ενώπιον των Διασκέψεων ορθοδόξων και αντιχαλκηδονίων θεολόγων, Αθήναι 1970, σ. 69).

[3] Είναι χαρακτηριστική και η γνώμη του κανονολόγου Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Κοτσώνη: «Απόλυτον δε ενότητα εν τω δόγματι απήτησε πάντοτε η Εκκλησία, προκειμένου περί συνεννοήσεως μετά των έξω αυτής διατελούντων αιρετικών, προτιμήσασα την διατήρησιν του απ' αυτής χωρισμού των, ή την νόθευσιν του δόγματός της και την μετ' αυτών ψευδή και πεπλανημένην ένωσιν» (Αρχιμ. Ιερωνύμου Ι. Κοτσώνη, Προβλήματα της «εκκλησιαστικής οικονομίας», Αθήναι 1957).

[4] Περί της "Αγιότητος" του Διοσκόρου γράφει ο Καθηγητής Τρεμπέλας: «Επί πλέον δε πώς είναι δυνατόν να ανακηρυχθή άγιος ο Διόσκορος, όστις δεν κατηγορείται μόνον ως ηθικός αυτουργός του θανάτου του Πατριάρχου Φλαβιανού, αλλ' ανεθεμάτισε και τον Πάπαν Λέοντα διά τον Τόμον, ούτινος ολόκληροι περίοδοι περιελήφθησαν εις τους Όρους της Τετάρτης και της Έκτης Οικουμενικής» (Τρεμπέλα Παν., Επί της Οικουμενικής Κινήσεως και των Θεολογικών Διαλόγων. Ημιεπίσημα Έγγραφα, Αθήναι 1972, 39-40 234, υποσημ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου