Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Δυσμενείς εξελίξεις κατά την προετοιμασίαν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου



Τού πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση,

Ομοτίμου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
1.Η οικουμενικότης της Συνόδου.

Είναι γνωστόν ότι από την δεκαετία του 1960 αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την σύγκληση και προετοιμασία της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία κατενοείτο πάντοτε ως Οικουμενική Σύνοδος, μέλλουσα να πληρώσει το μεγάλο συνοδικό κενό δεκατριών (13) αιώνων, εάν ως τελευταία Οικουμενική Σύνοδο θεωρήσουμε την Ζ´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο του 787, η να αναγνωρίσει ως Η´ και Θ´ Οικουμενικές Συνόδους την συγκληθείσα υπό του Αγίου Φωτίου σύνοδο (879-880), με την συμμετοχή μάλιστα και εκπροσώπων του πάπα, ως και την ησυχαστική σύνοδο του 1351 στην Κωνσταντινούπολη, που επεκύρωσε την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά.

Ως συνέχεια αυτών των οικουμενικών συνόδων εθεωρείτο η προετοιμαζόμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία, συν τοις άλλοις, θα εθεράπευε και δύο σημειούμενες και επισημαινόμενες ελλείψεις σε εκκλησιολογικό και ποιμαντικό επίπεδο κατά την ιστορική πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά την απόσχιση του Παπισμού. Πολλοί διηρωτώντο πως η αιρετική και σχισματική Ρώμη νομιμοποιείται να συγκαλεί και να αριθμεί μετά την Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο δικές της συνόδους ως οικουμενικές, με τελευταία την γνωστή σύνοδο των καιρών μας Β´ Βατικάνειο (1962- 1965), ενώ διστάζει ή δεν φροντίζει να συγκαλέσει Οικουμενική σύνοδο η Ορθόδοξος Εκκλησία, η μόνη αληθής διάδοχος και συνέχεια της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Γιατί αυτό το αποκλειστικά δικό της προνόμιο αφήνει να το σφετερίζεται επί αιώνες η Ρώμη, ενώ αυτή εμφανί- ζεται ως μη διεκδικούσα καθολικότητα και οικουμενικότητα;

Επί πλέον πέρα της εκκλησιολογικής αυτής παραμέτρου η οικουμενική συνοδική απραξία την ενεφάνιζε ως στατική και ανενέργητη εκκλησία,  ως μουσειακό απολίθωμα, που επαναπαύεται στις δάφνες του παρελθόντος και δεν έχει ποιμαντική αγωνία για την επίλυση προβλημάτων δογματικών, ηθικών, λειτουργικών, νομοκανονικών και άλλων. Από τις παλαιές οικουμενικές συνόδους μέχρι σήμερα, είτε θεωρήσει κανείς την Ζ´ (787) ως τελευταία είτε αναγνωρίσει και τις δύο θεωρούμενες ως οικουμενικές, την Η´ (879-880) και την Θ´ (1351), επί τόσους αιώνες δεν προέκυψαν θεολογικά η ποιμαντικά προβλήματα που εχρειάζοντο αντιμετώπιση όχι επί τοπικού αλλά επί πανορθοδόξου, οικουμενικού επιπέδου;

Γιά να θεραπευθούν αυτές οι ελλείψεις και να επιλυθούν προβλήματα πανορθοδόξου χαρακτήρος, με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου άρχισαν διεργασίες από τις αρχές του 20ου αιώνος, οι οποίες μετά τις πρώτες δυσκολίες κατέληξαν σε προσυνοδικές συναντήσεις, με στόχο την σύγκληση Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία κατενοείτο πάντως ως Οικουμενική Σύνοδος. Δεν ονομαζόταν Οικουμενική η Σύνοδος, διότι όλοι γνωρίζουν ότι η οικουμενικότητα μιάς συνόδου δεν εξαρτάται από το πως την ονομάζουν και την θεωρούν αυτοί που την συγκαλούν, αλλά από το εάν αναγνωρισθεί μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της από την συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας ως οικουμενική. Υπάρχουν σύνοδοι που συνεκλήθησαν ως οικουμενικές και απορρίφθηκαν ως αιρετικές, όπως η εικονομαχική σύνοδος της Ιερείας (754) και η της Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439).

Πως λοιπόν μια ετοιμαζόμενη σύνοδο να την ονομάσουν οικουμενική εκ των προτέρων, να της αποδώσουν δηλαδή ένα χαρακτήρα, ο οποίος μόνον μετά την ολοκλήρωσή της αναγνωρίζεται; Γι᾽ αυτό και προσφυώς την ωνόμασαν «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», πιστεύοντας όμως ότι είναι οικουμενική και ελπίζοντας ότι θα αναγνωρισθεί εκ των υστέρων ως οικουμενική, αν συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κριτήρια που είναι απλά και ξεκάθαρα· να διακρίνεται για την ορθότητα των δογμάτων και να συμφωνεί με την διδασκαλία των προηγουμένων συν όδων, τοπικών και οικουμενικών και την Παράδοση των Αγίων Πατέρων.

Είναι αξιωματική και απρόσβλητη η εκτίμηση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, κατά την οποία «εκείνας οίδεν αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν»1 .

Μεταξύ των πρώτων προσυνοδικών διεργασιών περιλαμβάνεται το Πανορθόδοξο Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως του 1923, που συνεκλήθη με πρωτοβουλία του ατυχώς τότε επί διετίαν παραμείναντος στον Οικουμενικό Θρόνο μασώνου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ο οποίος έθεσε στην ημερησία διάταξη αντιπαραδοσιακά και νεωτεριστικά θέματα, πολλά των οποίων ετραυμάτισαν την ενότητα της Εκκλησίας και ως κακή κληρονομιά συνοδεύουν έκτοτε την θεματολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου μέχρι σήμερα, όπως το Ημερολογιακό, ο κοινός εορτασμός του Πάσχα, τα κωλύματα του γάμου, ο δεύτερος γάμος των εν χηρεία κληρικών, ο εκσυγχρονισμός της εξωτερικής αμφιέσεώς τους, η αναθεώρηση επί το ελαφρότερον των περί νηστείας διατάξεων και άλλα.

Κατά την διάρκεια των εργασιών αυτού του Συνεδρίου προτάθηκε η σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου με ημερομηνία μάλιστα σύγκλησης την συμπλήρωση 1600 ετών από την Α´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο, ώστε η νέα Οικουμενική Σύνοδος να συνδέεται με την πρώτη. Επειδή όμως ήταν αδύνατη η προετοιμασία της Συνόδου εντός δύο ετών, το 1925, αποφασίσθηκε να γίνει ένα έτος αργότερα, το 1926, χωρίς και αυτό να κατορθωθεί, με συνέπεια να αποφασισθεί αντί της Συνόδου να οργανωθεί μία Προσύνοδος, την προετοιμασία της οποίας ανέλαβε η συγκληθείσα στο Άγιον Όρος το 1930 Προκαταρκτική Επιτροπή των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών, με σκοπό την διαμόρφωση ενός κοινής αποδοχής θεματολογίου για την μέλλουσα να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδο.

2. Ενδεικτικαί μαρτυρίαι περί του ότι η μέλλουσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος εθεωρείτο ως οικουμενική.

Από τις συνεχείς και πάμπολλες μαρτυρίες των κειμένων που αφορούν στην προετοιμασία της Συνόδου ως οικουμενικής ενδεικτικώς θα επιλέξουμε μερικές, για να φανεί η περίεργη μεταλλαγή και αλλοίωση του χαρακτήρος της από οικουμενικής σε απλή πανορθόδοξη σύνοδο.

Η μεταλλαγή αυτή δεν προβληματίζει όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία της προετοιμασίας της Συνόδου, είτε γιατί θεωρούν εξ αγνοίας ότι έτσι ορίσθηκε από την αρχή, είτε γιατί γνωρίζουν τις σκοπιμότητες που υποκρύπτει αυτή η αλλοίωση και ενόχως σιωπούν. Όταν ο πατριάρχης Φώτιος εξήγγειλε την εναρκτήρια συνεδρία της Προσυνόδου για την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1932, εχάραξε συγχρόνως και τα όρια των αρμοδιοτήτων της, λέγοντας ότι απλώς θα μελετήσει τα ορισθέντα από την Προκαταρκτική Επιτροπή του Αγίου Όρους (1930) θέματα, χωρίς δεσμευτικές αποφάσεις, «καθώς τη Οικουμενική Συνόδω μόνη απόκειται όπως αποφασίση εγκύρως και υποχρεωτικώς περί πάντων»2 , εννοώντας την μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.

Ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, εκ των στενών συνεργατών του πατριάρχου Αθηναγόρου και πρωτεργάτης της προετοιμασίας της Συνόδου σε πολλές φάσεις της, προλογίζων την έκδοση της περιοδικής εκδόσεως «Συνοδικά», την οποία εξέδιδε η «Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας» με έδρα το «Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου» εις Chambésy Γενεύης, έγραφε τα εξής: «Οδεύοντες την οδόν της προπαρασκευής, ευρισκόμεθα εις το σημείον της υγιούς επισημάνσεως και διατυπώσεως του κέντρου της Συνόδου, τούθ᾽ όπερ δεν είναι ευχερές, δοθέντων δύο τινών, πρώτον της αποστάσεως των δώδεκα αιώνων από της τελευταίας Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου, και δεύτερον των εν τω μεταξύ επελθουσών διαφόρων εκκλησιαστικών ανακατατάξεων και πνευματικών διαμορφώσεων, μάλιστα δε της σημειωθείσης επαναστατικής αλλαγής εις την θέσιν και τας πνευματικάς ανάγκας του συγχρόνου πιστού, εν μέσω ενός νέου, βαθύτατα εκκοσμικευμένου και τεχνοκρατουμένου κόσμου. Διότι, Οικουμενική Σύνοδος της Εκκλησίας είναι εν γεγονός, μία ενέργεια που εμπίπτει εις το υπό της Εκκλησίας συνεχιζόμενον σωτηριώδες έργον του Ιδρυτού και Κυρίου Αυτής, του Χριστού. Επομένως είναι θεανθρώπινον»3 .

Ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος, Πρόεδρος της Συνοδικής Επιτροπής επί των Υποθέσεων του Εξωτερικού, της Εκκλησίας της Ελλάδος, σε εισήγηση που έκανε ενώπιον των συνοδικών αρχιερέων και των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, στην Ιερά Μονή Πεντέλης στις 6 Φεβρουαρίου 1973 επί τη μνήμη του Αγίου Φωτίου είπε τα εξής για το θέμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου: «Μετά την Ζ´ Οικουμενικήν Σύνοδον εγένετο δις απόπειρα συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου. Η μία συνεκλήθη τω 879 επί των ημερών του σήμερον τιμωμένου μεγάλου Ιεράρχου και η άλλη βραδύτερον τω 1341 επί των ημερών του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλ᾽ ουδεμία εξ αυτών ανεγνωρίσθη τελικώς ως Οικουμενική.

Η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε το 787. Έκτοτε παρήλθον 1196 έτη χωρίς να καταστή δυνατόν να συγκληθή άλλη Οικουμενική Σύνοδος, παρά το πλήθος των αναγκών και το μέγεθος των προβλημάτων, άτινα εγεννήθησαν διά μέσου των αιώνων, συνεπεία κυρίως των επελθουσών μεταβολών εις τον χώρον της Εκκλησίας και γενικώτερον εις τον κόσμον... Κατά το πρώτον τέταρτον του αιώνος μας ήρχισε να γίνεται πολλή συζήτησις γύρω από την αναγκαιότητα συγκλήσεως μιάς Οικουμενικής Συνόδου. Κατ᾽ αρχήν αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι εσκέφθησαν να συγκαλέσουν μίαν Προσύνοδον, αντί της Οικουμενικής, της οποίας μάλιστα τα θέματα διετυπώθησαν εις τον εν Αγίω Όρει καταρτισθέντα κατά το 1932 κατάλογον. Ο αοίδιμος Πατριάρχης Αθηναγόρας, μέσα εις τας μεγάλας του προοπτικάς, συνέλαβε το νόημα της συγκλήσεως απ᾽ ευθείας μιάς Οικουμενικής Συνόδου χωρίς να μεσολαβήση Προσύνοδος, την οποίαν μάλιστα ωνόμασε “Μεγάλην Σύνοδον” και προς τον σκοπόν τούτον, εν προπαρασκευαστικώ σταδίω, συνεκάλεσε τας εκασταχού Ορθοδόξους Εκκλησίας τρις εις την Ρόδον κατά τα έτη 1961, 62, 63». Συμπληρώ- νοντας δε στη συνέχεια τις σκέψεις και εκτιμήσεις του περί της Συνόδου γράφει: «Καί ήδη, ας έλθωμεν εις το θέμα της Μεγάλης Συνόδου. Είναι αληθές, ότι την Ιεράν Σύνοδον κατέχει ιερόν δέος με αυτήν την όντως μεγάλην και υψηλήν και ιερωτάτην υπόθεσιν. Καί δικαίως, διότι πρόκειται να συνέλθη μία Μεγάλη Σύνοδος, η οποία θα αντιστοιχή προς την Η´ Οικουμενικήν Σύνοδον. Είναι όντως τούτο γεγονός μέγιστον διά την ζωήν της Εκκλησίας και από θεολογικής πλευράς, αλλά και από ιστορικής»4 .

Ο γνωστός επίσης Γέροντας και Άγιος τώρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου, Ιουστίνος (Πόποβιτς) επιβεβαιώνει ότι η Σύνοδος συνεκαλείτο ως Οικουμενική με άρθρο του που εκυκλοφορήθη σε ιδιαίτερο φυλλάδιο στην ελληνική με τίτλο «Επικίνδυνος η σύγκλησις Οικουμενικής Συνόδου». Μεταξύ άλλων γράφει, εκφράζοντας ισχυρές επιφυλάξεις για την αναγκαιότητα αλλά και την καταλληλότητα των καιρών προς σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου: «Προσωπικώς, δεν βλέπω ότι κατάς τας σημερινάς περιστάσεις υπάρχει πράγματι αναπόφευκτος ανάγκη διά την σύγκλησιν της Οικουμενικής Συνόδου. Εάν όμως υπάρχη, τότε η παρούσα στιγμή είναι η πλέον ακατάλληλος εις την ιστορίαν της Εκκλησίας μας»5 .

Ο όσιος Γέροντας, τέλος, Φιλόθεος Ζερβάκος, την επίσημη αγιοκατάταξη του οποίου εναγωνίως περιμένει το Ορθόδοξο πλήρωμα, σε σημαντικό άρθρο του με τίτλο «Περί Οικουμενικής Συνόδου» εκφράζει παρόμοιες επιφυλάξεις με τον Άγιο Ιουστίνο. Γράφει: «Ώστε όλως περιττή νομίζομεν ότι είναι η σύγκλησις Οικουμενικής Συνόδου περί ζητημάτων, εις τα οποία έχουν αποφανθή διά των Ιερών Κανόνων οι Θείοι Απόστολοι και θεόσοφοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας»6.

3. Ποίοι ήλλαξαν και ηλλοίωσαν τον χαρακτήρα της Συνόδου; Εζητήθη η γνώμη των εκκλησιών συνοδικώς;

Από τις ελάχιστες αυτές ενδεικτικές μαρτυρίες προκύπτει ότι κατά την προπαρασκευή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου η συνείδηση της Εκκλησίας θεωρούσε την μέλλουσα να συνέλθει σύνοδο ως Οικουμενική, εφ᾽ όσον βέβαια θα ανταποκρινόταν στα ορθόδοξα κριτήρια περί Οικουμενικών Συνόδων. Τι έγινε λοιπόν και αυτό άλλαξε; Σε ποιά φάση προετοιμασίας της Συνόδου συνέβη αυτό; Ποιά Πανορθόδοξη Διάσκεψη ή Προπαρασκευαστική Διορθόδοξη Επιτροπή η Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το συζήτησε, το επρότεινε και το αποφάσισε;

Το γνωρίζουν και το αποδέχθηκαν οι σύνοδοι των τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών; Ευλόγως δημιουργούνται αυτά τα ερωτήματα μετά την επίσημη ενημέρωση που έκανε προς το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 8 Οκτωβρίου του 2014 ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ο οποίος μαζί με τον μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιο, εκπροσωπεί την Εκκλησία της Ελλάδος στις προσυνοδικές Επιτροπές και Διασκέψεις. Είπε επί λέξει με αυθεντική απόφανση, που δεν ελήφθη ποτέ συνοδικώς, ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν έχει τον χαρακτήρα Οικουμενικής Συνόδου: «Η ιδία η θεματολογία, ως αύτη καθωρίσθη πανορθοδόξως και ομοφώνως, και ο σκοπός της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα Αυτής της Συνόδου ουχί ως Οικουμενικής, αλλ᾽ ως Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας».

Δεν θα σχολιάσουμε το περίεργο συμπέρασμα που δεν προκύπτει από πουθενά, ότι η θεματολογία της Συνόδου και ο σκοπός της της αφαιρούν τον χαρακτήρα της Οικουμενικότητας. Θα συμφωνούσαμε, αν με αυτό αφηνόταν να εννοηθεί ότι πράγματι σε καμμία Οικουμενική Σύνοδο δεν προϋπήρξε τέτοια δαιδαλώδης και πολύπλοκη διαδικασία προπαρασκευής, ούτε τόσες περιπέτειες στον κατάλογο των θεμάτων με προσθήκες και αφαιρέσεις, και αν σκοπός της Συνόδου, όπως φαίνεται, είναι να συνεχισθούν οι νεωτερισμοί του Μελετίου Μεταξάκη και να δικαιολογηθούν οι διαθρησκειακοί και διαχριστιανικοί διάλογοι και οι άλλες δογματικές και ιεροκανονικές εκτροπές του παναιρετικού Οικουμενισμού. Επειδή, όμως, η μέχρι τώρα προετοιμασία της Συνόδου και κάποιες αποφάσεις Προσυνοδικών Διασκέψεων δεν ευνοούν τα οικουμενιστικά ανοίγματα και κυρίως επειδή μία Οικουμενική Σύνοδος, για να θεωρηθεί ως τοιαύτη, πρέπει να επικυρώσει τις προηγηθείσες Οικουμενικές, δηλαδή τις δύο αντιπαπικές συνόδους του Αγίου Φωτίου (879-880) και του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά (1351), οι ιδικοί μας φιλοπαπικοί ηγέτες επ᾽ ουδενί θα ήθελαν να ευρεθούν μπροστά σε τέτοιο ενδεχόμενο.

Περί αυτών, όμως, όπως όπως και περί άλλων μεταλλάξεων και αλλοιώσεων της προσυνοδικής διαδικασίας και της θεματολογίας της Συνόδου, θα αφιερώσουμε και άλλα άρθρα παρακολουθούντες και όσα μυστικά και κρύφια συζητεί και αποφασίζει η «Διορθόδοξη Ειδική Επιτροπή» που αναθεωρεί επί το νεωτερικώτερον και οικουμενιστικώτερον τα μέχρι τώρα παραδοσιακώς αποφασισθέντα.


Σημειώσεις:

1. ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία 12, PG 90, 148.
2. Βλ. σχετικώς ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΒΑΡΕΛΛΑ, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί Σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ´ αιώνα, Ανάλεκτα Βλατάδων 58, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 110.
3. Συνοδικά Ι, Γενεύη 1976, σελ. 9.
4. Αυτόθι, σελ. 17-21.
5. Αρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Επικίνδυνος η σύγκλησις Οικουμενικής Συνόδου, Αθήναι 1971, σελ. 9.
6. Βλ. Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ο ουρανοδρόμος οδοιπόρος), τομ. Β´, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 43-49 και Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Ο Όσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ως αγωνιστής και ομολογητής της Ορθοδοξίας. Με αναφορές στην επικαιρότητα, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 101 κ.εξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου