Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Η Συνοδικότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ



Το Συνοδικό σύστημα είναι ο τρόπος διοικήσεως και λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, το χαρακτηριστικό και διακριτικό της γνώρισμα από τις κοινότητες των ετεροδόξων χριστιανών.

Η Σύνοδος των Ορθοδόξων Επισκόπων μιάς Τοπικής Εκκλησίας, υπό την Προεδρία του Προκαθημένου της, διοικεί με το Συνοδικό σύστημα την Αυτοκέφαλη, Αυτόνομη ή Ημιαυτόνομη Εκκλησία, κατά το αρχέγονο Μητροπολιτικό και εν συνεχεία το Αρχιεπισκοπικό ή Πατριαρχικό σύστημα.

Μετά την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων (48μ.Χ.), και αφού σε διάφορες πόλεις και περιοχές της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας (Ιεροσόλυμα, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Κύπρο, Μικρά Ασία, Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθο, Πάτρα, Κρήτη, Ρώμη κ.α.), ιδρύθησαν Αποστολικές Εκκλησίες, με την χειροτονία Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Διακόνων, συν τω χρόνω, ενώ επλήθαιναν οι Επισκοπές, συγκροτήθηκαν Επαρχιακές και Τοπικές Σύνοδοι με την ευθύνη και πρωτοβουλία του εκασταχού Μητροπολίτου.
Από τον 4ο και μέχρι τον 8ο αιώνα, με βασιλικές διαταγές Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, συνεκλήθησαν επτά (7) Άγιες Οικουμενικές Σύνοδοι σε διάφορα κέντρα της Αυτοκρατορίας (Νίκαια, Κωνσταντινούπολι, Έφεσο, Χαλκηδόνα) με την παρουσία ή την εκπροσώπησι των πέντε (5) Πατριαρχών (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και την συμμετοχή «της ολότητος των εν ενεργεία Επισκόπων»[1].
Σ’αυτές η γρηγορούσα Ορθόδοξη Εκκλησιαστική συνείδησις συγκαταριθμεί και δυό άλλες Συνόδους, τις οποίες και αποδέχεται ως Οικουμενικές, παρ΄ότι δεν έχουν μέχρι σήμερα αναγνωρισθή με την καθιερωμένη κανονική εκκλησιαστική διαδικασία. Πρόκειται για τις Συνόδους των ετών 879-880 μ.Χ. επί Μεγάλου Φωτίου και του 1351 μ.Χ. επί Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά.
Με τις διάφορες αυτές μορφές εκκλησιαστικών Συνόδων, που ελειτούργησαν διαχρονικά και λειτουργούν στον Ορθόδοξο χώρο, καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε το πνεύμα της Συνοδικότητας, το οποίο, όταν κυριαρχή και διαποτίζη το ιερό Συνοδικό Σώμα, σκιρτούν και αγάλλονται τα επίγεια και τα επουράνια, η εν ουρανοίς θριαμβεύουσα και επί γης στρατευομένη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, γιατί επικρατεί και θριαμβεύει το «αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον θέλημα»[2]του εν Τριάδι προσκυνουμένου Τρισαγίου Θεού˙ το Πανάγιο Πνεύμα, το οποίο φωτίζει, στηρίζει και αγιάζει τους πιστούς«όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» [3]και «ομόνοια γίνεται των πιστών θεοβράβευτος»[4].
Το πανεύοσμο άνθος της Συνοδικότητας, το ανεκτίμητο αυτό θείο δώρο και συνάμα ο ηδύτατος Αγιοπνευματικός καρπός, το ευρίσκουμε στην ευλογημένη εκείνη πρωτοχριστιανική, την Αποστολική εποχή. Οι ένδεκα Απόστολοι και οι πρώτοι χριστιανοί, κατά προτροπήν του Αποστόλου Πέτρου, επρότειναν ως υποψηφίους δύο για την συμπλήρωσι του αριθμού των 12 Αποστόλων, μετά την προδοσία του Ιούδα, τον Ιωσήφ που εκαλείτο Βαρσαββάς και έλαβε το προσωνύμιο Ιούστος, και τον Ματθία. Διαβάζουμε στο πρώτο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων: «Και προσευξάμενοι είπον˙ συ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων, ανάδειξον ον εξελέξω εκ τούτων των δύο ένα… Και έδωκαν κλήρους αυτών, και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν, και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων». [5] Κλήρον ονομάζει όλη την φιλανθρωπία του Θεού και φανερώνει την Θεία εκλογή » (Οικουμένιος). «Γιατί αυτό είναι ο κλήρος, όχι όποιον θέλει ο άνθρωπος, αλλ’ αυτόν που δίνει η Χάρις του Θεού» (Θεοφύλακτος). Και ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας την φράσι «και προσευξάμενοι είπον˙ συ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων, ανάδειξον …» λέγει τα εξής. «Από κοινού προσεύχονται όλοι…Συ Κύριε ανάδειξε τον εκλεκτό σου, όχι εμείς …». «Ευκαίρως τον αποκαλούν καρδιογνώστη, γιατί από Εκείνον έπρεπε να προκριθή, όχι από τους εξωτερικούς…. Δεν θεωρούσαν ακόμη αξίους τους εαυτούς των να εκλέξουν (τον νέο Απόστολο), γι’αυτό και ζητούν να μάθουν το θέλημα του Θεού με κάποιο σημείο».[6]
Το 48 μ.Χ., ως ελέχθη, συνήχθη η Αποστολική Σύνοδος εις τα Ιεροσόλυμα για την διευθέτησι πνευματικών ζητημάτων, όπως ήταν το θέμα της Ιουδαικής περιτομής, την οποία ήθελαν ωρισμένοι να επιβάλουν και στους εξ εθνών Χριστιανούς. Θαυμάζει κανείς την Συνοδικότητα της ανεπανάληπτης εκείνης Αποστολικής εποχής, διαβάζοντας στο βιβλίο των Πράξεων τα ακόλουθα: «Τότε έδοξε τοις Αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών…»˙[7]«έδοξεν ημίν γενομένοις ομοθυμαδόν, εκλεξαμένους άνδρας…» [8]και πιο κάτω «έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν…».[9]
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφερόμενος σ’αυτή την χρυσή Αποστολική περίοδο, γράφει τα ακόλουθα (τα παραθέτουμε σε απλή γλώσσα): «Πρόσεξε τι συνέβαινε στα χρόνια των Αποστόλων. Ελαμβάνετο υπ’όψιν η γνώμη όλου του πληρώματος της Εκκλησίας. Διότι έτσι πρέπει να διοικήται η Εκκλησία, σαν ένα σπίτι, σαν ένα σώμα».[10]
Ο αείμνηστος Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου του ΕΚΠΑ Αμίλκας Αλιβιζάτος έγραψε τα εξής περισπούδαστα για το πολίτευμα της Εκκλησίας και το Συνοδικό της σύστημα:
«Το πολίτευμα της Εκκλησίας διεμορφώθη ευθύς εξ αρχής άμα τη ιδρύσει αυτής και δη κατά διάφορον τρόπον εις τα διάφορα τμήματα αυτής, Ανατολήν και Δύσιν, και κατά τας διαφόρους εποχάς. Ούτως εν μεν τη Ανατολή ανεπτύχθη το δημοκρατικόν πολίτευμα, καθ΄ο την Εκκλησίαν διοικεί ουχί εις, αλλ΄ η ολότης των Επισκόπων, κατά ίσα προς αλλήλους δικαιώματα, πλην της απλής τιμητικής διακρίσεως του πρώτου, εν δε τη Δύσει το μοναρχικόν, καθ΄ο, επί τη βάσει του υποθετικού πρωτείου του Αποστόλου Πέτρου και του απαιτητού του διαδόχου αυτού Πάπα της Ρώμης, ούτος διοικεί την Εκκλησίαν κατ΄αυστηρόν και αποκλειστικώς μοναρχικόν σύστημα, επί ανατροπή της υπό του Χριστού τεθείσης και υπό των Αποστόλων αναπτυχθείσης δημοκρατικής αρχής του εκκλησιαστικού οργανισμού.
Εις τας διαφόρους έπειτα προτεσταντικάς εκκλησίας, επί τη βάσει της καταργήσεως της αξίας της παραδόσεως και της καθιερώσεως, κατά πλήρη παρανόησιν της εννοίας του, του «βασιλείου ιερατεύματος», ανεπτύχθησαν διάφορα συστήματα πολιτεύματος βάσιν έχοντα την λαικοποίησιν της Εκκλησίας, διά της καταργήσεως του θείω δικαίω κατεστημένου εν αυτή κλήρου, ως της διοικούσης εν αυτή τάξεως.
Ούτως η Εκκλησία εν Ανατολή, αναπτυχθείσα διοικητικώς επί τη βάσει της δημοκρατικής αρχής, καθιέρωσε ως διοικητικόν αυτής σύστημα το συνοδικόν, βασιζόμενον επί του περιφήμου χωρίου των Πράξεων ιε’ 22 «έδοξε τοις Αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία», – δι΄ου παρέχεται το δικαίωμα της συμμετοχής εις την διοίκησιν της Εκκλησίας και τω λαικώ ακόμη στοιχείω, διετηρήθη δε ζηλοτύπως μέχρι σήμερον.Εν τη Ανατολική Εκκλησία ενώ το κυρίως διοικούν ταύτην σώμα είναι το σώμα κληρικών και δη το των Επισκόπων, δεν αποκλείεται το λαικόν σώμα εκ της διοικήσεως, διά της και εκ μέρους του δι΄εκλογής αναδείξεως των κληρικών, και διά της απαραιτήτου του συνεργασίας εις τον σχηματισμόν της «συνειδήσεως της Εκκλησίας», της υπερτάτης ταύτης εν τη Εκκλησία αυθεντίας. Επί τη βάσει της αρχής ταύτης, η ανωτάτη διοικητική βαθμίς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και διοικήσεως είναι η Οικουμενική Σύνοδος, η συγκροτουμένη κυρίως εκ της ολότητος των εν ενεργεία Επισκόπων και της οποίας αι αποφάσεις οριστικώς γινόμεναι υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας αποδεκταί, αποτελούν την υψίστην εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία αυθεντίαν».[11]
Ποια είναι τα γνωρίσματα της Συνοδικότητας και η πρακτική εφαρμογή της στην Αγία μας Εκκλησία
Όταν λειτουργή θεάρεστα και θεοφώτιστα το Συνοδικό σύστημα, τότε πνέει η αύρα του Παρακλήτου στις συνεδριάσεις και τις αποφάσεις του Ιερού Συνοδικού Σώματος˙ «ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία»[12]. Επικρατεί ο απόλυτος σεβασμός στο Θείο Νόμο της Αγίας Γραφής, στις Αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, στους Θείους και Ιερούς Κανόνας και γενικότερα στην Ιερή Εκκλησιαστική μας Παράδοσι. Υπάρχει ο επιβαλλόμενος σεβασμός στην Ανώτατη αυτή Εκκλησιαστική Αρχή, τον ιερό θεσμό και τις Συνοδικές Αποφάσεις. Όλα τα Μέλη της Ιεράς Συνόδου συνδέονται «τω συνδέσμω της αγάπης»[13], ως οι άγιοι Απόστολοι και απονέμεται ο αλληλοσεβασμός. Ακόμη υπάρχει η συναίσθησις των υψηλών και βαρέων ευθυνών της Συνοδικής Διακονίας και ο ένθεος ζήλος της ανταποκρίσεως στα πολυεπίπεδα ιεροσυνοδικά καθήκοντα και τις προκλήσεις και απαιτήσεις των καιρών, από πνευματικής σκοπιάς.
Ο 34ος Αποστολικός Κανόνας θέτει τις ασφαλείς βάσεις της Συνοδικότητας, διακελεύοντας τα εξής: «Τους Επισκόπους εκάστου Έθνους, ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον (Προκαθήμενον), και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης˙ μόνα δε πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταίς υπ’αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος(ο Πρώτος) άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, διά Κυρίου εν Αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ, και ο Υιός, και το άγιον Πνεύμα»[14].
Στην Ελλαδική μας Εκκλησία οι 12 Μόνιμες Συνοδικές Επιτροπές (εμπνευστής των ήταν ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος ο Α’) και οι 15 Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές, κινούμενες από το πνεύμα της Συνοδικότητας, ημπορούν να αγκαλιάσουν όλο το φάσμα των πνευματικών, ποιμαντικών, κοινωνικών και φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων, συνεπικουρούμενες το έργον της Δ.Ι.Σ. και της Ι.Σ.Ι. Στις συνεδριάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας, όταν κυριαρχή το πνεύμα της Συνοδικότητας, το Αποστολικό˙ «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» και το Ιεροκανονικό˙ «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι», γίνονται με την Χάριν του Κυρίου μας θαύματα. Οι Αρχιερατικές εκλογές, όταν διενεργούνται θεία νεύσει, θεοκινήτως, αμερολήπτως και αξιοκρατικώς, χωρίς κάποια επιβολή ή πίεσι, τότε θριαμβεύει η Συνοδικότητα. Αλλά και στις αίθουσες των εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, όταν αφήνονται ανεπηρέαστοι και αδέσμευτοι οι Συνοδικοί και λοιποί εκκλησιαστικοί λειτουργοί, τότε και εδώ κατισχύει το Συνοδικό σύστημα, η άριστη αρχή της Συνοδικότητας˙ «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω»[15]. Υπεράνω όλων, όμως, απαιτείται η αρχή της Συνοδικότητας, όταν σε μία Ιερά Σύνοδο, όπως είναι η μελετωμένη να συνέλθη τον προσεχή Ιούνιο «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», αντιμετωπίζονται σοβαρά εκκλησιολογικά – δογματικά και ιεροκανονικά θέματα, οπότε απαιτείται απόλυτος σεβασμός και προσήλωσις στην Αγιογραφική, Αγιοπατερική, δογματική και κανονική διδασκαλία και Παράδοσι της Αγιωτάτης μας Εκκλησίας.
Τα άχρι τούδε γνωστά δεδομένα της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», που θα συνέλθη στην Κρήτη, δεν διαφαίνονται να προοιωνίζουν, ούτε να εγγυώνται τα βασικά και απαραίτητα στοιχεία της Συνοδικότητας, εις τα οποία αναφερθήκαμε.Ο αποκλεισμός της πλειονότητος των Ορθοδόξων Επισκόπων,ύστερα από την απόφασι των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών (που συνεπάγεται στέρησιν απαραγράπτου και αναφαιρέτου δικαιώματος, το οποίο έχει ο κάθε Επίσκοπος «Θείω και ανθρωπίνω δικαίω»). Ο διά Προσυνοδικών Διασκέψεων και Επιτροπών καθορισμός όχι μόνον των θεμάτων, αλλά και των επ’αυτών θεολογικών και εκκλησιολογικών τοποθετήσεων υπό μόνων των εκπροσώπων εκάστης Ορθοδόξου Τοπικής Εκκλησίας, δίχα Αποφάσεως και ειδικής εξουσιοδοτήσεώς των υπό του Κυριάρχου Σώματος της Ιεράρχίας. Η μία ψήφος εκάστης Ορθοδόξου κατά τόπους Εκκλησίας υπό μόνων των Προκαθημένων και η προκαθορισθείσα ομοφωνία, που παραπέμπει σε δυτικά πρότυπα οικείων «συνόδων» και επιτροπών.
Ο προ της συγκλήσεως της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» (μία εβδομάδα ενωρίτερα) προκαθορισμός δι’εκπροσώπων του μηνύματος της εν θέματι Συνόδου προς τον σύγχρονο κόσμο. Η επίσπευσις της αποδόσεως της εκκλησιαστικότητος σε απεσχισμένες χριστιανικές κοινότητες ετεροδόξων και κακοδόξων, αιρετικών και θιασωτών της «μεταπατερικής» (γράφε αντιπατερικής) θεολογίας, χωρίς την μοναδική αποκλειστική προϋπόθεσι της εν αληθεί μετανοία ειλικρινούς επιστροφής των ως άνω αιρετικών και πεπλανημένων εις τους κόλπους της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η διά προσβλητικών χαρακτηρισμών , απειλών, εκβιασμών και μειωτικών επιθετικών εκφράσεων, άνευ θεολογικών και εκκλησιολογικών επιχειρημάτων, επιχείρισις απαξιώσεως των ευόρκως και εν φόβω Θεού αγωνιζομένων υπέρ της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης Θείας Αληθείας και υπέρ της Ορθοδόξου Παραδόσεως και κληρονομίας. Και τέλος η εν σπουδή, «στανικώ τω τρόπω» και πάση θυσία προώθησις των οικουμενιστικών στόχων και σχεδίων της εκκλησιαστικοποιήσεως των ανεκκλησιάστων και κανονικώς ακοινωνήτων, αντίκεινται προφανώς εις το ακραιφνές πνεύμα της Αγίας Συνοδικότητος των Αγίων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων της Μιάς και Μόνης Αγίας του Χριστού Εκκλησίας.
Είθε το Πανάγιον Πνεύμα, το φωτίζον και στηρίζον και αγιάζον τους πιστούς και την Αγίαν ημών Ορθόδοξον Εκκλησίαν, να καταυγάση «νούν, ψυχήν και καρδίαν» απάντων των Μακ. Προκαθημένων και των Μελών της συγκληθησομένης Μεγάλης Συνόδου και να αποτρέψη πάσαν διαίρεσιν και πάντα διχασμόν, πάσαν νεωτερικήν διδασκαλίαν και ετεροδιδασκαλίαν, και αντί τούτων να επικρατήση η υγιαίνουσα και ακραιφνώς Ορθόδοξος Αγιοπατερική διδασκαλία και Παράδοσις. Αμήν

†Ο Κυθήρων Σεραφείμ

[1] Αμίλκα Αλιβιζάτου (†) Καθηγητού του Κανονικού Δικαίου εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών, Οι Ιεροί Κανόνες, Εκδ. Τρίτη ,1997,Αποστολική Διακονία, σελ.20.
[2] Ρωμ. ιβ΄2.
[3] Πεντηκοστάριον, Κυριακή της Πεντηκοστής,γ΄ιδιόμελο των Εσπερίων.
[4] Πρβλ.Τριώδιον , Κυριακή της Ορθοδοξίας, γ΄προσόμοιο των Αίνων.
[5] Πραξ. α΄, 24-26.
[6] Π.Ν.Τρεμπέλα (†), Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αδελφ. Θεολόγων
«Ο ΣΩΤΗΡ»,σελ. 72-73.
[7] Πραξ. ιε’, 22.
[8] Πραξ. ιε΄, 25.
[9] Πραξ. ιε΄, 28.
[10] Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε 19,488.
[11] Αμίλκα Αλιβιζάτου (†) Καθηγητού του Κανονικού Δικαίου εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών, Οι Ιεροί Κανόνες, τμήμα Α΄Οικουμενικαί Σύνοδοι, σελ. 19-20.
[12] Β΄Κορ.γ’17.
[13] Τριώδιον, Κανών Όρθρου Μεγ.Πέμπτης, ώδή ε’, ειρμός ε’ σελ.877, εκδ.Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1994
[14] Νικοδήμου του Αγιορείτου και Αγαπίου Ιερομονάχου, Πηδάλιον της Νοητής Νηός της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Κανών ΛΔ’ Αγ.Αποστόλων, εκδ.Β’,εν Αθήναις 1841, σελ.21.
[15] Ενθ’ανωτ.Κανών ΣΤ’, Α’Οικουμ. Συνόδου,σελ.72

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου