Του π. Γεωργίου Οικονόμου, Δρ. Θεολογίας
Ήδη από το
2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε αποφανθεί περί της
αποτέφρωσης των κεκοιμημένων ότι η Εκκλησία δέν δέχεται τήν ἀποτέφρωση τῶν
σωμάτων γιά τά μέλη της.
Δέν ἔχει ὅμως ἁρμοδιότητα γιά ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τους γιά λόγους προσωπικῆς συνειδήσεως[1].
Σήμερα,
ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, επίκειται να ψηφιστεί νόμος[2], που θα
διευκολύνει την λειτουργία και δημιουργία Κέντρων Αποτέφρωσης (άρθρο 20) αλλά
και προσπαθεί να επιβάλλει στην Ορθόδοξη Εκκλησία την τέλεση νεκρώσιμης
ακολουθίας προ της αποτέφρωσης (άρθρο 21). Το γεγονός αυτό προκάλεσε και την
έντονη αντίδραση της Ιεράς Συνόδου[3].
Αυτές οι
εξελίξεις καλλιεργούν ευρύτερους θεολογικούς προβληματισμούς σχετικά με την
εκκλησιαστική θεώρηση του μυστηρίου του θανάτου.
Ο Φώτης
Κόντογλου με προφητική διαίσθηση πριν πενήντα και πλέον χρόνια διαμαρτύρεται
έντονα για την εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του ιερού αυτού μυστηρίου και
γράφει˙ μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, είχε δύο – τρία μνημόσυνα στην
εκκλησία που πήγα.
Κι επειδή
βιαζόντανε, παπάδες και ψάλτες, να τελειώνουνε γρήγορα με τον Θεό για να δούνε
την πελατεία, τόλμησα να πω δυο λόγια για τα θεατρικά αυτά μνημόσυνα, με τα
φρικτά μωβ κρέπια, με τις γλάστρες, με τις κορδέλλες με τα χρυσά γράμματα, και
με τους διάφορους χαροεργολάβους.
Τί ήθελα να
μιλήσω; Με περιλάβανε όλοι οι ενδιαφερόμενοι της επιχειρήσεως, και πιο
λυσσασμένα οι εργολάβοι… «Ποιος θα δούλευε μου λέγανε αν δεν γινόντανε έτσι
επίσημα τα μνημόσυνα κι οι κηδείες; Που βρισκόμαστε; Στα βλαχοχώρια;» [4].
Από τότε έως
σήμερα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σοβαρά. Η ευλογημένη χριστιανική παράδοση,
που εξέφραζε μια βαθειά ποιμαντική αγωνία προ του θανάτου με φροντίδα των
οικείων για Εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, τέλεση Ιερού Ευχελαίου, τις ευχές εις
ψυχορραγούντα, αλλά και τέλεση Τρισαγίου αμέσως μετά την Κοίμηση, ξενύχτι στην
οικία με ανάγνωση του Ψαλτηρίου και την ακολουθία στην ενορία έως την ταφή,
εκλείπει.
Και δίνει
την θέση της σε νέα ήθη, άγνωστα στον τόπο και την πίστη μας. Ορισμένα από
αυτά˙ απαγόρευση εισόδου του σκηνώματος στο σπίτι (ισχύει ήδη στην Πρωτεύουσα),
τοποθέτηση σε ψυγεία, έκθεση στα νεκροστάσια του Κοιμητηρίου λίγη ώρα μόνο πριν
την ακολουθία, τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας ενίοτε αδικαιολόγητα
συντετμημένης αλλά και ταφή με καινούρια αφιλάνθρωπα στοιχεία, που επιδεινώνουν
τον ανθρώπινο πόνο.
Αναφέρουμε
χαρακτηριστικά την αντί της καθόδου του σκηνώματος στον τάφο, το ράντισμα με
λάδι και την ρίψη χώματος εκεί, αυτά να γίνονται σε πρόχειρα και κακόγουστα
υπερυψωμένα στηρίγματα προ της ταφής.
Επίσης,
παρατηρείται ότι συχνά προτιμάται η τέλεση της ακολουθίας στον Κοιμητηριακό Ναό
και όχι στην ενορία.
Με την
επιλογή αυτή η ενορία δεν έχει την ποιμαντική ευκαιρία να σταθεί παρακλητικά
κοντά στους οικείους ούτε να ευχηθεί υπέρ του μέλους της, που μεταβέβηκεν ἐκ
τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν[5].
Οι
νεοτερικές αυτές συνήθειες και οι επόμενες, που θα έλθουν, με την επιλογή της
αποτέφρωσης, με την παράταση των ημερών προ της ταφής στα πρότυπα του
εξωτερικού, με τέλεση πολιτικών κηδειών, αναμφίβολα υπηρετούν οικονομικά την
σχετική βιομηχανία.
Την ίδια
στιγμή επιχειρούν να αποδομήσουν συθέμελα τις ευλογημένες παραδόσεις μας.
Παραδόσεις ανθρωπιάς, ευλάβειας, προσευχής, τιμής προς τον κεκοιμημένο,
παραδόσεις φιλάνθρωπες και διδακτικές, που καλλιεργούν την φιλοσοφία του
μυστηρίου και την ακλόνητη ελπίδα στην αιώνια ζωή.
Ιδιαίτερα η
αποτέφρωση των νεκρών εκφράζει και συμβολίζει τον ευρύτερο μηδενισμό της εποχής
μας. Απιστία στην αιώνια ζωή και την ανάσταση και έκπτωση του ανθρώπου από κατ᾿
εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν δημιούργημα του Θεού, στο οποίο ἐνεφύσησεν εἰς τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆςο Κύριος, έκπτωση σε μια κοινή βιολογική ύπαρξη σαν
ζώο ή φυτό. Χωρίς ελπίδα Παραδείσου.
Χωρίς
Ανάσταση. Χωρίς Φως. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του μηδενισμού μπορούμε να
αναφέρουμε σπουδαίο κατά τα άλλα Έλληνα λαογράφο (δεν αναφέρουμε το όνομά του
προς αποφυγήν κρίσεως – δύναται όμως ο καθένας πολύ εύκολα να αναζητήσει τα
στοιχεία), ο οποίος εκοιμήθη το 2003 και, σύμφωνα με την διαθήκη του, όχι μόνο
αποτεφρώθηκε αλλά και η στάχτη του διασκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού.
Ατυχείς και δυστυχείς και αξιολύπητοι οι αδελφοί μας αυτοί, που επιθυμούν την
αποτέφρωση.
Και
φανερώνεται έστω και τώρα, την ύστατη ώρα, πεδίον λαμπρόν ποιμαντικής και
κατηχήσεως, διακονία επανευαγγελισμού του έθνους μας, που έχασε την πίστη στην
Ανάσταση αλλά και την πίστη στον Θεό, γενικότερα, ώστε να την επανεύρει.
Για να το
επιτύχουμε αυτό οφείλουμε να γίνουμε παιδαγωγοί εἰς Χριστὸν, πρώτα με την ζωή
μας και, ύστερα, με τους λόγους μας.
Για να
μπορέσει ο πολυτρόπως προδομένος και απελπισμένος λαός μας να αναφωνήσει μαζί
με τον Προφητάνακτα· ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ ὁ Θεός μου[6].
Να προσδοκά
αταλάντευτα ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Και να γνωρίζει,
όπως δίδαξε ο Ίδιος ο Κύριος και όπως ακούμε παρακλητικά στο ευαγγέλιο της
νεκρώσιμης ακολουθίας ότι όποιος ακούει τον λόγο Του και πιστεύει σε Αυτόν που
Τον έστειλε στη γη, δηλαδή τον Πατέρα, δεν κρίνεται αλλά έχει αιώνια ζωή και ο
θάνατος είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταβαίνει σε αυτήν.
Γιατί
έρχεται ώρα, που οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή του Υιού του Θεού και όσοι την
ακούσουν θα ζήσουν αιώνια. Όπως ο Πατέρας έχει ζωήν ἐν ἑαυτῷ την ίδια ζωή έδωσε
και στον Υιό, όπως και την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους, διότι ενηνθρώπησε.
Έρχεται ώρα,
κατά την οποία όλοι οι νεκροί θα ακούσουν την φωνή Του και οι αγαθοί θα
κληρονομήσουν την αιώνια ζωή ενώ οι πονηροί θα κριθούν ανάξιοι αυτής.
Η κρίση αυτή
είναι δίκαια και σύμφωνη με το θέλημα του Πατέρα, στο οποίο ο Υιός κάνει
υπακοή, καθώς ποτέ δεν πράττει κάτι από μόνος Του[7].
Ο άνθρωπος,
που δέχεται αυτή την θεολογική θεώρηση δεν μπορεί να αποδέχεται ή να ζητά την
καύση, αλλά σέβεται την ευλογημένη παράδοση της ταφής.
Η δε έντονη
αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε καμία περίπτωση δεν
εκφράζει φονταμενταλισμό ή έμμονη προσκόλληση σε παραδόσεις, όπως υποστηρίζουν
ορισμένοι, αλλά φανερώνει μόνο την βαθειά αγάπη και την φιλανθρωπία της. Και
αναπαύει το αλάθητο δογματικό αισθητήριο του λαού του Θεού, που θλίβεται με την
κρατική αυτή ανομία.
Έχουν ήδη
θεσμοθετηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες οι πολιτικοί γάμοι, τα σύμφωνα
συμβίωσης – εσχάτως και των ομοφύλων – τα αυτόματα διαζύγια, οι εκατοντάδες
χιλιάδες ετησίως αμβλώσεις αθώων παιδιών, των οποίων το αίμα βοά προς τον
Κύριο.
Ας μην
προσθέσουμε διά της αποτέφρωσης νέα εθνικά ανομήματα, που επιφέρουν την
ενέργεια πνευματικών νόμων, σύμφωνα με τον μακαριστό Όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη,
ο οποίος έλεγε με πόνο ότι οι Έλληνες έχουν πάρει τον «γλυκύ κατήφορο» της
αμαρτίας, και γι’αυτό δεν δικαιούνται την θεία βοήθεια[8].
Αυτός ο
γλυκύς κατήφορος ως αποτέφρωση της παράδοσης μας οδήγησε και στην επίκαιρη
συζήτηση περί αποτεφρωτηρίων σε έναν κόσμο, που έχασε δυστυχώς την πίστη, την
ελπίδα, την εμπιστοσύνη στην θεία πρόνοια και αγάπη και την προσδοκία της
αιώνιας ζωής.
[1]
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/egyklioi.asp?id=329&what_sub=egyklioi
[2]
http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c8827c35-4399-4fbb-8ea6-aebdc768f4f7/9421703.pdf
[3]
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/holysynod.asp?id=2079&what_sub=d_typou
[4] Φώτη
Κόντογλου, Ξενομανίας το ανάγνωσμα, στα Μυστικά Άνθη, Αθήνα, εκδ. Αστήρ, 1981,
σελ. 134
[5] Ιω. 5,
24
[6] Ψαλμ.
30, 15
[7] Πρβλ.
Ιω. 5, 24 – 30
[8] Ο Άγιος
Παΐσιος ο Αγιορείτης, εκδ. Ι.Η. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά
Θεσσαλονίκης, 2015, σ. 421
πηγή: Romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου