Ἔλεγε
ὁ παπα-Τύχων:- Γιὰ νὰ βρεῖς καλὸ πνευματικὸ πρέπει νὰ κάνεις τρεῖς μέρες
προσευχὴ καὶ κατόπιν τί ὁ Θεὸς θὰ φωτίσει. Καὶ στὸ δρόμο ποὺ θὰ πηγαίνεις νὰ
κάνεις προσευχὴ νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ σοῦ πεῖ λόγους καλούς. Ἔλεγε ἀκόμη:
-
Πάντοτε νὰ κάνεις εὐχὴ πρὶν ἀρχίσεις κάθε ἐργασία. Νὰ λὲς «Θεέ μου, δῶσε μου
δύναμη καὶ φώτιση» καὶ κατόπιν νὰ ἀρχίσεις τὴν δουλεία σου. Καὶ στὸ τέλος «δόξα
τὸν Θεό».
Ἔλεγε
πάλι:- Ἡ κόλαση ἔχει γεμίσει ἀπὸ ἀνθρώπους παρθένους – ὑπερήφανους. Ταπεινὸ ἄνθρωπο
θέλει ὁ Θεός.
Κάποτε
τοῦ εἶχε στείλει κάποιος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μιὰ ἐπιταγή. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τὴν ἔπαιρνε
ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ Ταχυδρομεῖο, τὸν εἶδε ἕνας κοσμικὸς καὶ νικήθηκε ἀπὸ τὸν
πειρασμό τῆς φιλαργυρίας.
Πῆγε
λοιπὸν τὴν νύχτα στὸ Κελλί τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ τὸν ληστέψη, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι
θὰ εὕρισκε καὶ ἄλλα χρήματα, χωρὶς νὰ ξέρη ὅτι καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε πάρει ὁ
Γέροντας τὰ εἶχε δώσει τὴν ἴδια ὥρα στὸν κυρ - Θόδωρο, γιὰ νὰ πάρη ψωμιὰ γιὰ τοὺς
φτωχούς. Ἀφοῦ τὸν βασάνισε ἀρκετὰ τὸν Γέροντα - τὸν ἕσφιγγε μὲ ἕνα σχοινὶ στὸν
λαιμὸ του - διεπίστωσε ὅτι πράγματι δὲν εἶχε χρήματα καὶ ξεκίνησε νὰ φύγη. Ό
Πάπα - Τύχων τοῦ εἶπε:
-
Θεὸς συγχωρέσοι, παιδί μου.
Ὁ
κακοποιὸς αὐτὸς ἄνθρωπος πῆγε καὶ σὲ ἄλλον Γέροντα μὲ τὸν ἴδιο σκοπό, ἀλλὰ ἐκεῖ
τὸν ἔπιασε ἡ Ἀστυνομία, καὶ ὁμολόγησε μόνος του ὅτι εἶχε πάει καὶ στὸν Πάπα -
Τύχωνα. Ὁ Ἀστυνόμος ἔστειλε χωροφύλακα καὶ ζήτησε τὸν Γέροντα γιὰ ἀνάκριση, ἐπειδὴ
θὰ γινόταν ἡ δίκη τοῦ κλέφτη. Ὁ Γέροντας στενοχωρέθηκε γι' αὐτὸ καὶ ἔλεγε στὸν
χωροφύλακα:
-
Παιδί μου, ἐγὼ τὸν συγχώρεσα μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου τὸν κλέφτη.
Ἐκεῖνος
ὅμως δὲν ἔδινε καθόλου σημασία στὰ λόγια τοῦ Γέροντα, γιατί ἐκτελοῦσε ἀνώτερη
διαταγή, καὶ τὸν τραβοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε:
-
Ἄντε, γρήγορα, Γέροντα! ἐδῶ δὲν ἔχει συγχώρεση καὶ «εὐλόγησαν».
Τελικὰ
τὸν λυπήθηκε ὁ Διοικητὴς καὶ τὸν ἄφησε ἀπὸ τὴν Ἱερισσὸ νὰ γυρίση στὸ Κελλί του,
ἐπειδὴ ἔκλαιγε σὰν μωρὸ παιδί, γιατί νόμιζε ὅτι θὰ γίνη καὶ αὐτὸς αἰτία νὰ
τιμωρηθῆ ὁ κλέφτης.
Ὅταν
τὸ θυμόταν αὐτὸ τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωρέση στὸ μυαλό του καὶ μοῦ
ἔλεγε:
-
Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ ἄλλο τυπικὸ ἔχουν" δὲν ἔχουν τὸ «εὐλόγησον»,
«Θεὸς συγχωρέσοι».
Ἐνῶ
ὁ Γέροντας τὴν λέξη «εὐλόγησον» τὴν χρησιμοποιοῦσε πάντα καὶ μὲ τὶς πολλὲς
καλογερικὲς ἔννοιες, ὅπως τὸ «εὐλογεῖτε» ἢ «εὐλόγησον», ὅταν ζητοῦσε ταπεινὰ τὴν
εὐλογία τοῦ ἄλλου, καὶ μετὰ θὰ ἔδινε καὶ αὐτὸς τὴν εὐλογία του μὲ τὴν εὐχὴ «Ὁ
Κύριος νὰ σὲ εὐλόγηση». Μετὰ ἀπὸ τὸν συνηθισμένο χαιρετισμὸ ὁδηγοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες
στὸ Ναὸ καὶ ἔψαλλαν μαζὶ τὸ Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου καὶ τὸ Ἄξιον ἐστὶν καί, ἐὰν
ἦταν καλὸς καιρός, ἔβγαιναν ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, καὶ καθόταν μαζί τους πέντε
λεπτά, μετὰ σηκωνόταν μὲ χαρὰ καὶ ἔλεγε:
-
Ἐγὼ τώρα κεράσματα. Ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὴν στέρνα καὶ γέμιζε ἕνα κύπελλο γιὰ τὸν ἐπισκέπτη,
ἔβαζε καὶ στὸ δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσε καὶ γιὰ
μπρίκι) καὶ ἔψαχνε μετὰ νὰ βρῆ κανένα λουκούμι, ἄλλοτε κατάξηρο καὶ ἄλλοτε
μυρμηγκοφαγωμένο, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν εὐλογία τοῦ Πάπα Τύχωνα, δὲν προξενοῦσε
ἀηδία. Ἀφοῦ τὰ ἑτοίμαζε, ἔκανε τὸν Σταυρὸ του ὁ Γέροντας, ἔπαιρνε τὸ νερὸ καὶ ἔλεγε:
«Πρῶτα ἐγὼ· εὐλογεῖτε!» καὶ περίμενε νὰ τοῦ πῆ ὁ ἐπισκέπτης τὴν εὐχὴ «Ὁ Κύριος
νὰ σὲ εὐλόγηση», ἀλλιῶς δὲν ἔπινε νερό. Μετὰ θὰ ἔδινε καὶ αὐτὸς τὴν εὐχή του.
Τὴν
εὐχὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν αἰσθανόταν ὡς ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς Ἱερωμένους ἢ
Μοναχοὺς ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, μικροὺς καὶ μεγάλους στὴν ἡλικία. Μετὰ
ἀπὸ τὸ κέρασμα περίμενε νὰ ἰδῆ ἐὰν ἔχουν κανένα θέμα. Ὅταν ἔβλεπε ὅτι εἶναι ἀργόσχολος
ἄνθρωπος καὶ ἦρθε μόνο γιὰ νὰ πέραση τὴν ὥρα του, τότε τοῦ ἔλεγε:
-
Παιδί μου, στὴν κόλαση θὰ πᾶνε καὶ οἱ τεμπέληδες, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί. Ἐὰν
παρέμενε καὶ δὲν ἔφευγε, τὸν ἄφηνε ὁ Γέροντας καὶ ἔμπαινε στὸ Ναὸ καὶ
προσευχόταν, καὶ ἔτσι ὁ ἐπισκέπτης ἀναγκαζόταν νὰ φύγη.
Ὅταν
πάλι ἤθελε νὰ ἐκμεταλλευθῆ κανεὶς τὴν ἁπλότητα τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ ἐξυπηρέτηση
τὸν ἄλφα ἢ βήτα σκοπό του, τὸ καταλάβαινε μὲ τὴν θεία του φώτιση καὶ τοῦ ἔλεγε:
-
Παιδί μου, ἐγὼ Ἑλληνικὰ δὲν ξέρω· πήγαινε σὲ κανέναν Ἕλληνα, γιὰ νὰ συνεννοηθῆς
καλά.
Φυσικά,
δὲν λυπόταν ποτὲ τὸν κόπο οὔτε τὸν χρόνο, ὅταν ἔβλεπε πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα
στοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῶ μὲ τὸ στόμα συμβούλευε, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ
προσευχόταν. Ἡ προσευχὴ του ἦταν πιὰ αὐτοενέργητη, καρδιακή. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν
πλησίαζαν, τὸ αἰσθάνονταν αὐτό, γιατί ἔφευγαν πολὺ δυναμωμένοι. Καὶ ὁ Γέροντας
τοὺς εὐλογοῦσε μέχρι νὰ κρυφτοῦν πιά.
Κάποτε
τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὁ Πατὴρ Ἀγαθάγγελος ὁ Ἰβηρίτης, ὡς Διάκος. Ὅταν ἔφευγε, ἦταν
σκοτάδι, δὲν εἶχε φωτίσει ἀκόμη. Ὁ Πάπα - Τύχων προεῖδε τὸν κίνδυνο, ποὺ θὰ
διέτρεχε ὁ Διάκος, καὶ ἀνέβηκε αὐτὴ τὴν φορὰ στὸ τοιχάκι τῆς μάνδρας καὶ εὐλογοῦσε
συνέχεια. Ὅταν ἔφθασε ὁ Διάκος στὴ ράχη καὶ εἶδε τὸν Γέροντα νὰ εὐλογῆ ἀκόμη, τὸν
λυπήθηκε καὶ τοῦ φώναξε νὰ μὴ κουράζεται, νὰ μπῆ στὸ κελλί του. Αὐτὸς ὅμως ἀτάραχος
μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια, σὰν τὸν Μωυσῆ, προσευχόταν καὶ εὐλογοῦσε. Ἐνῶ λοιπὸν
βάδιζε ξένοιαστος ὁ Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σὲ καρτέρι κυνηγῶν, ποὺ
περίμεναν ἀγριόχοιρους. Ἕνας κυνηγὸς τράβηξε νὰ ρίξη, ἀλλὰ οἱ εὐχὲς τοῦ Γέροντα
ἔσωσαν τὸν Διάκο ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸν κυνηγὸ ἀπὸ τὴν φυλακή. Γι' αὐτό μοῦ ἔλεγε
πάντα ὁ Γέροντας:
-
Παιδί μου, νὰ μὴν ἔρχεσαι ποτὲ τὴν νύχτα, γιατί τὴν νύχτα τὰ θηρία περπατοῦν,
καὶ οἱ κυνηγοὶ τὰ περιμένουν κρυμμένοι...
Ἀκόμη
καὶ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἔλεγε στὸν Μοναχό, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε καὶ θὰ ἔκανε
τὸν ψάλτη, νὰ ἔρχεται τὸ πρωΐ μὲ τὸ φώτισμα. Τὴν ὥρα δὲ τῆς Θείας Λειτουργίας
τοῦ ἔλεγε νὰ μένη στὸν μικρὸ διάδρομο, ἔξω ἀπὸ τὸν Ναό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ λέη τὸ
Κύριε, ἐλέησον, γιὰ νὰ νιώθη τελείως μόνος του καὶ νὰ κινῆται ἄνετα στὴν
προσευχή του. Ὅταν ἔφθανε στὸ Χερουβικό, ὁ Πάπα -Τύχων ἠρπάζετο εἴκοσι ἕως
τριάντα λεπτά, καὶ ὁ ψάλτης θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπαναλάβη πολλὲς φορὲς τὸ Χερουβικό,
μέχρι νὰ ἀκούση τὶς περπατησιές του στὴν Μεγάλη Εἴσοδο. Ὅταν τὸν ρωτοῦσα μετὰ
στὸ τέλος «τί βλέπεις, Γέροντα», ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντοῦσε:
-Τὰ
Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ δοξολογοῦν τὸν Θεό.
Ἔλεγε
ἐπίσης στὴν συνέχεια:
-
Ἔμενα μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα μὲ κατεβάζει ὁ φύλακάς μου Ἄγγελος καὶ τότε συνεχίζω τὴν
Θεία Λειτουργία.
Κάποτε,
τὸν εἶχε ἐπισκεφθῆ ὁ π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης. Ἐπειδὴ ἡ πόρτα τοῦ Πάπα -
Τύχωνα ἦταν κλειστή, καὶ ἀπὸ τὸν Ναὸ ἀκούγονταν γλυκιὲς ψαλμωδίες, δὲν θέλησε νὰ
ἐνόχληση μὲ τὸ χτύπημα τῆς πόρτας, ἀλλὰ περίμενε νὰ τελειώσουν, γιατί νόμιζε ὅτι
βρίσκονται στὸ «Κοινωνικό». Σὲ λίγο βγαίνει ὁ Πάπα - Τύχων καὶ ἀνοίγει τὴν
πόρτα. Ὅταν μπῆκε ὁ π. Θεόκλητος, δὲν βρῆκε κανέναν ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πάπα -
Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ὅτι οἱ ψαλμωδίες ἐκεῖνες ἦταν Ἀγγελικές.
Στὰ
γεράματά του πιά, ἐπειδὴ ἔτρεμαν τὰ πόδια του, ἔρχονταν συνήθως καὶ λειτουργοῦσαν
ὁ Πάπα Μάξιμος καὶ ὁ Πάπα - Ἀγαθάγγελος, οἱ Ἰβηρίτες, ποὺ ἦταν πιὸ κοντά, καὶ
τοῦ ἄφηναν καὶ Ἅγιον Ἄρτο, γιατί κοινωνοῦσε κάθε μέρα. Φυσικά, ἦταν
προετοιμασμένος κάθε μέρα μὲ τὴν ἁγία του ζωή. Γιὰ τὸν Πάπα - Τύχωνα ὅλες σχεδὸν
οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου ἦταν Διακαινήσιμες, καὶ ζοῦσε πάντα τὴν Πασχαλινὴ χαρά.
Συνέχεια ἄκουγε κανεὶς ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ Δόξα σοι ὁ Θεός, Δόξα σοι ὁ Θεός. Αὐτὸ
συνιστοῦσε καὶ σὲ ὅλους: νὰ λέμε τὸ Δόξα σοι ὁ Θεός, ὄχι μόνο ὅταν περνᾶμε
καλά, ἀλλὰ καὶ ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες, γιατί καὶ τὶς δοκιμασίες τὶς ἐπιτρέπει ὁ
Θεὸς γιὰ φάρμακα τῆς ψυχῆς.
Πολὺ
πονοῦσε γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ὑπέφεραν στὸ ἄθεο καθεστὼς τῆς Ρωσίας. Μοῦ ἔλεγε μὲ
δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί
μου, ἡ Ρωσία ἔχει ἀκόμη κανόνα ἀπὸ τὸν Θεὸ· θὰ περάση ὅμως.
Γιὰ
τὸν ἑαυτὸ του ὁ Γέροντας δὲν νοιαζόταν καθόλου οὔτε καὶ φοβόταν, γιατί εἶχε πολὺ
φόβο Θεοῦ (θεία συστολὴ) καὶ εὐλάβεια. Ἐπειδὴ ἀγωνιζόταν καὶ μὲ πολλὴ
ταπείνωση, δὲν διέτρεχε οὔτε τὸν πνευματικὸ κίνδυνο τῆς πτώσεως. Ἑπομένως, πῶς
νὰ φοβηθῆ καὶ τί νὰ φοβηθῆ; Τοὺς δαίμονες, ποὺ τρέμουν ἀπὸ τὸν ταπεινὸ ἄνθρωπο,
ἢ τὸν θάνατο, ποὺ συνέχεια τὸν μελετοῦσε καὶ ἑτοιμαζόταν χαρούμενος γι' αὐτόν;
Μάλιστα, εἶχε ἀνοίξει καὶ τὸν τάφο του μόνος του, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμος, καὶ ἔμπηξε
καὶ τὸν Σταυρό, ποὺ καὶ αὐτὸν τὸν εἶχε κάνει ὁ ἴδιος, καὶ ἔγραψε τὰ ἑξῆς, ἀφοῦ
εἶχε προαισθανθῆ τὸν θάνατό του:
«Ἁμαρτωλὸς
Τύχων, Ἱερομόναχος, 60 χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δόξα σοι ὁ Θεός».
Πάντα
μὲ τὸ Δόξα σοι ὁ Θεὸς θὰ ἄρχιζε καὶ μὲ τὸ Δόξα σοι ὁ Θεὸς θὰ τελείωνε ὁ
Γέροντας. Εἶχε συμφιλιωθῆ πιὰ μὲ τὸν Θεό, γι' αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε περισσότερο τὸ
Δόξα σοι ὁ Θεὸς παρὰ τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Κινεῖτο,
ὅπως εἴδαμε, στὸν θεῖο χῶρο, ἀφοῦ λάμβανε μέρος καὶ στὴν οὐράνια δοξολογία μὲ
τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐπειδὴ εἶχε ἀνάψει πιὰ ἡ
φλόγα τοῦ θείου ἔρωτος μέσα στὴν καρδιά του, γι'αὐτὸ καὶ δὲν τὸν συγκινοῦσαν τὰ
μάταια πράγματα, ὅπως ἀνέφερα. Τὸ κελλὶ του ἦταν καὶ αὐτὸ μικρό. Εἶχε ἕνα
τραπεζάκι ποὺ ἀκουμποῦσε εἰκόνες, καθὼς καὶ τὸ ἀκοίμητο κανδήλι καὶ τὸ
θυμιατήρι. Δίπλα εἶχε τὸ Ἀγγελικό του Σχῆμα καὶ τὸ τριμμένο του ράσο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη
πλευρὰ τοῦ τοίχου εἶχε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ σὲ μία ἄκρη εἶχε τρεῖς σανίδες γιὰ
κρεβάτι μὲ μιὰ κουρελιασμένη κουβέρτα ἁπλωμένη γιὰ στρῶμα. Γιὰ σκέπασμα εἶχε ἕνα
παλιὸ πάπλωμα μὲ τὰ βαμβάκια ἀπ' ἔξω, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔπαιρναν καὶ τὰ ποντίκια
βαμβάκι, γιὰ νὰ κάνουν τὶς φωλιές τους. Ἐπάνω στὸ δῆθεν μαξιλάρι του εἶχε τὸ Εὐαγγέλιο
καὶ ἕνα βιβλίο μὲ ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Τὸ δὲ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του ἦταν
μὲν ἀπὸ σανίδες, ἀλλὰ φαινόταν σὰν σουβαντισμένο,ἐπειδὴ δὲν σκούπιζε ποτέ, καὶ
οἱ λάσπες, ποὺ ἔμπαιναν ἀπὸ ἔξω, μὲ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιά, ποὺ ἔπεφταν κάτω
χρόνια ὁλόκληρα, εἶχαν σχηματίσει κανονικὸ σουβά. Ὁ Πάπα - Τύχων δὲν ἔδινε καμιὰ
σημασία στὸ καθάρισμα τοῦ κελλιοῦ του ἀλλὰ στὸ καθάρισμα τῆς ψυχῆς του, γι' αὐτὸ
καὶ κατόρθωσε νὰ γίνη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια ἔπλενε τὴν ψυχή του
μὲ τὰ πολλά του δάκρυα καὶ χρησιμοποιοῦσε χονδρὰ προσόψια, ἐπειδὴ τὰ
συνηθισμένα μανδήλια δὲν τὸν ἐξυπηρετοῦσαν.
Εἶχε
φθάσει σὲ μεγάλη κατάσταση πνευματικὴ ὁ Γέροντας! Ἡ ψυχὴ του εἶχε γίνει πολὺ εὐαίσθητη,
ἀλλὰ γιὰ νὰ βρίσκεται ὁ νοῦς του συνέχεια στὸν Θεό, εἶχε φθάσει καὶ σὲ ἀναισθησία
σωματική. Ἀφοῦ δὲν αἰσθανόταν πιὰ καμιὰ ἐνόχληση ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ κουνούπια καὶ
τοὺς ψύλλους, ποὺ εἶχε χιλιάδες. Τὸ κορμὶ του ἦταν κατατρυπημένο καὶ τὰ ροῦχα
του γεμάτα ἀπὸ κόκκινα στίγματα. Μοῦ λέει ὁ λογισμός μου ὅτι καὶ μὲ τὶς
σύριγγες νὰ τοῦ τραβοῦσαν τὸ αἷμα του τὰ ζουζούνια, πάλι δὲν θὰ τὸ αἰσθανόταν.
Μέσα στὸ κελλὶ του κυκλοφοροῦσαν ὅλα ἐλεύθερα, ἀπὸ ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε τοῦ εἶπε ἕνας Μοναχός, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὰ ποντίκια νὰ χοροπηδοῦν:
-
Γέροντα, θέλεις νὰ σοῦ φέρω μία γάτα;
Ἐκεῖνος
ἀπάντησε:
-
Ὄχι, παιδί μου. Ἐγὼ ἔχω μία γάτα, μιάμιση φορὰ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν γάτα. Ἔρχεται
ἐδῶ, τὴν ταΐζω, τὴν χαϊδεύω, καὶ μετὰ πηγαίνει στὴν καλύβα της κάτω στὸ λάκκο
καὶ ἡσυχάζει. Ἦταν μία ἀλεποῦ, ἡ ὁποία ἐπισκεπτόταν τὸν Γέροντα τακτικά, σὰν
καλὸς γείτονας.
Εἶχε
ἐπίσης καὶ ἕνα θηλυκὸ ἀγριόχοιρο, ποὺ γεννοῦσε κάθε χρόνο κοντὰ στὸ φράχτη τοῦ
κήπου του, γιὰ νὰ τὴν προστατεύει ὁ Γέροντας.
Ὅταν
ἔβλεπε κυνηγοὺς νὰ περνοῦν ἀπὸ τὴν περιοχή του, τοὺς ἔλεγε ὁ Πάπα - Τύχων:
-
Παιδιά μου, ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα γουρούνια. Φύγετε.
Οἱ
κυνηγοὶ νόμιζαν ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀγριόχοιροι στὴν περιοχή του καὶ ἔφευγαν.
Ὁ
ἅγιος Γέροντας σὰν καλὸς πατέρας τοὺς μὲν ἀνθρώπους ἔτρεφε πνευματικά, τὰ δὲ
μεγάλα ἄγρια ζῶα τὰ τάϊζε ἀπὸ τὴν λίγη τροφὴ ποὺ εἶχε καὶ τὰ χόρταινε
περισσότερο ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγάπη, καὶ τὰ μικρὰ ζουζούνια τ' ἄφηνε νὰ
θηλάζουν ἀπὸ τὸ λίγο του αἷμα.
Εἶχε
γερὴ κράση ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἄσκηση εἶχε ἐξαντληθῆ. Ὅταν τὸν ρωτοῦσε
κανεὶς «τί κάνεις, Γέροντα, εἶσαι καλά», ἀπαντοῦσε:
-
Δόξα σοι ὁ Θεός, καλὰ εἶμαι, παιδί μου. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄρρωστος, ἀλλὰ ἀδυναμία ἔχω.
Πολὺ
στενοχωριόταν, ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο νέο, καὶ περισσότερο, ὅταν ἔβλεπε
καλοθρεμμένο Καλόγηρο, ἐπειδὴ δὲν ταιριάζουν τὰ πάχια μὲ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα.
Μιὰ
μέρα τὸν ἐπισκέφτηκε ἕνας λαϊκὸς πολὺ χονδρὸς καὶ τοῦ λέει:
-
Γέροντα, ἔχω πόλεμο σαρκικὸ μὲ βρώμικους λογισμούς, ποὺ δὲν μ' ἀφήνουν καθόλου
νὰ ἡσυχάσω.
Ὁ
Πάπα - Τύχων τοῦ εἶπε:
-
Ἐάν, παιδί μου, ἐσὺ θὰ κάνης ὑπακοή, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἐγὼ θὰ σὲ κάνω Ἄγγελο.
Νὰ λές, παιδί μου, συνέχεια τὴν εὐχή, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καὶ νὰ
περνᾶς ὅλες τὶς ἡμέρες μὲ ψωμὶ καὶ νερό, καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ νὰ τρῶς
φαγητὸ μὲ λίγο λάδι. Νὰ κάνης καὶ ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα μετάνοιες τὴν νύκτα καὶ νὰ
διαβάζης μετὰ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας καὶ ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ
τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, ποὺ τὸν ξαναεπισκέφτηκε, ὁ
Γέροντας δὲν μπόρεσε νὰ τὸν γνωρίση, γιατί εἶχαν φύγει ὅλα τὰ περίσσια πάχια,
καὶ μὲ εὐκολία πιὰ χωροῦσε ἀπὸ τὴν στενὴ πόρτα τοῦ Ναοῦ του. Ὁ Γέροντας τὸν
ρώτησε:
-
Πῶς περνᾶς τώρα, παιδί μου;
Κι
ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-
Τώρα νιώθω πραγματικὰ σὰν Ἄγγελος, γιατί δὲν ἔχω οὔτε σαρκικὲς ἐνοχλήσεις οὔτε
καὶ βρώμικους λογισμοὺς καὶ αἰσθάνομαι πολὺ ἐλαφρός, ποὺ ἔφυγαν τὰ πάχη.
Μὲ
τέτοιες πρακτικὲς συμβουλὲς νουθετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια.
Ἐκτός,
φυσικά, ἀπὸ τὴν μεγάλη πεῖρα ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, εἶχε λάβει καὶ θεῖο φωτισμὸ ἀπὸ
τοὺς μεγάλους ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Μετὰ ἀπὸ τὶς νουθεσίες του ἐπακολουθοῦσαν
οἱ προσευχές του, ποὺ τὶς αἰσθάνονταν οἱ ἐπισκέπτες ἔντονα, ὅταν ἔφευγαν. Τὸ
πετραχῆλι σχεδὸν ποτὲ δὲν τὸ ἔβγαζε, γιατί πολλὲς φορὲς τὸ σήκωνε ἀπὸ τὸν ἕναν ἄνθρωπο
καὶ τὸ ἅπλωνε στὸν ἄλλον καὶ ἔπαιρνε τὶς ἁμαρτίες ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του καὶ
τοὺς ξαλάφρωνε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Ἐξομολογήσεως. Τὶς ἐξομολογήσεις, ποὺ
τοῦ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, τὶς ξεχνοῦσε ἀμέσως καὶ ἔτσι ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
πάντοτε καλοὺς καὶ ὅλο καλοὺς λογισμοὺς εἶχε γιὰ ὅλους, γιατί εἶχε ἐξαγνισθῆ πιὰ
ἡ καρδιά του καὶ ὁ νοῦς του.
Κάποτε
τὸν εἶχε ρωτήσει ἕνας Ἡγούμενος:
-Γέροντα,
ποιὸς ἀδελφὸς εἶναι πιὸ καθαρὸς μέσα στὸ Κοινόβιο;
Ὁ
Πάπα - Τύχων ἀπήντησε:
-
Ἅγιε Καθηγούμενε, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ εἶναι καθαροί.
Ποτὲ
δὲν πλήγωνε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τοῦ θεράπευε τὰ τραύματα μὲ τὸ βάλσαμο τῆς ἀγάπης τοῦ
Χριστοῦ. Ἔλεγε στὴν πονεμένη ψυχή:
-
Παιδί μου, ἐσένα ὁ Χριστὸς σὲ ἀγαπάει, σὲ συγχώρεσε. Ὁ Χριστὸς ἀγαπάει
περισσότερό τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανοοῦν καὶ ζοῦν μὲ ταπείνωση.
Πάντα
τόνιζε τὴν ταπείνωση καὶ ἔλεγε χαρακτηριστικά:
-
Ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος ἔχει περισσότερη Χάρη ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Κάθε πρωΐ ὁ
Θεὸς εὐλογεῖ τὸν κόσμο μὲ τὸ ἕνα χέρι, ἀλλ' ὅταν ἰδῆ κανέναν ταπεινὸ ἄνθρωπο, τὸν
εὐλογεῖ μὲ τὰ δύο Του χέρια. Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μεγαλύτερη
ταπείνωση, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους.
Ἐπίσης,
ἔλεγε γι' αὐτοὺς ποὺ παρθενεύουν πὼς πρέπει νὰ ἔχουν καὶ ταπείνωση, γιατί ἀλλιῶς
δὲν σώζονται μόνο μὲ τὴν παρθενία, διότι ἡ κόλαση εἶναι γεμάτη καὶ ἀπὸ ὑπερήφανους
παρθένους.
-
Ὅταν καυχᾶται κανεὶς ὅτι εἶναι παρθένος - ἔλεγε -θὰ τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἐπειδὴ δὲν
ἔχεις καὶ ταπείνωση, πήγαινε στὴν κόλαση». Ἐνῶ σ' ἐκεῖνον ποὺ ἦταν ἁμαρτωλὸς καὶ
μετανόησε καὶ ζῆ ταπεινὰ μὲ συντριβὴ καρδίας καὶ ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός,
θὰ τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἔλα, παιδί μου, ἐδῶ στὸν γλυκὸ Παράδεισο».
Ἐκτὸς
ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν μετάνοια τόνιζε πολὺ τὴν μελέτη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου νὰ γυρίζη συνέχεια γύρω ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐπίσης,τόνιζε τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων: Εὐεργετινό,Φιλοκαλία, Ἅγιο Χρυσόστομο, Μέγα
Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Ἅγιο Μάξιμο, Συμεὼν Νέο Θεολόγο, Ἀββᾶ Μακάριο καὶ Ἀββᾶ
Ἰσαάκ. «Ἡ μελέτη, ἔλεγε ὁ Γέροντας, θερμαίνει καὶ τὴν ψυχή, καθαρίζει καὶ τὸν
νοῦ καὶ ἔτσι ἀσκεῖται μὲ προθυμία ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀποκτάει ἀρετές, ἐνῶ, ὅταν δὲν
ἀσκῆται,ἀποκτάει πάθη».
Μιὰ
μέρα ρώτησε τὸ Γέροντα Παΐσιο:
-
Ἐσύ, παιδί μου, τί βιβλία διαβάζεις;
Τοῦ
ἀπάντησε:
-Ἀββᾶ
Ἰσαάκ.
-
Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! αὐτὸς ὁ Ἅγιος εἶναι μεγάλος! Οὔτε ἕναν ψύλλο δὲν σκότωνε ὁ
Ἀββᾶς Ἰσαάκ.
Ἤθελε
μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε νὰ τονίση τὴν μεγάλη πνευματικὴ εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου.
Ὁ
Πάπα - Τύχων προσπαθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὸν Ἅγιο Ἰσαάκ, ὄχι μόνο στὸ ἡσυχαστικό του
πνεῦμα ἀλλὰ καὶ στὴν εὐαισθησία τῆς πνευματικῆς του ἀρχοντιᾶς, καὶ δὲν ἐπιβάρυνε
κανέναν ἄνθρωπο.
Ἔλεγε
στοὺς Μοναχοὺς ὅτι πρέπει νὰ ζοῦν ἀσκητικά, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὶς
μέριμνες, καὶ ὄχι νὰ δουλεύουν σὰν ἐργάτες καὶ νὰ τρῶνε σὰν κοσμικοί. Γιατί τὸ ἔργο
τοῦ Μονάχου εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ
του ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους, καὶ λίγη δουλειὰ γιὰ
τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνη τοὺς ἄλλους, διότι μὲ τὴν πολλὴ δουλειὰ καὶ
μέριμνα ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
-
Ὁ Φαραὼ ἔδινε πολλὴ δουλειὰ καὶ πολὺ φαγητὸ στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ
ξεχάσουν τὸν Θεό.
Πρὶν
ἀρχίση τὶς συμβουλὲς τοῦ ὁ Γέροντας, εἶχε τυπικὸ νὰ κάνη πρῶτα προσευχή, νὰ ἐπικαλεσθῆ
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ τὸν φώτιση, καὶ αὐτὸ συνιστοῦσε καὶ στοὺς ἄλλους. Ἔλεγε:
«Ὁ Θεὸς ἄφησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μᾶς φωτίζη. Αὐτὸ εἶναι νοικοκύρης. Γι' αὐτὸ
καὶ ἢ Ἐκκλησία μας ἀρχίζει μὲ τὸ Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας».
Ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλοιωνόταν τὸ πρόσωπό του, καὶ πολλοὶ εὐλαβεῖς
ἄνθρωποι τὴν ἔβλεπαν αὐτὴ τὴν ἀλλοίωση. Εἶπε γέρων:
-
Κάποτε πῆγε ἕνας μοναχὸς σ` ἕνα κελὶ ποὺ ἦταν καθαρό, περιποιημένο, ἀρχοντικὸ ἐπίσημο.
Εἶπε: «Ὅπως εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ Γέροντα ἔτσι εἶναι καὶ τὸ κελί του». Πῆγε σ` ἕνα
ἄλλο ποὺ ἦταν ἀκατάστατο, ἀραχνιασμένο κι ἄνω – κάτω. Εἶπε: «Ὁ Γέροντας εἶναι
καλός, ἀσχολεῖται συνέχεια μὲ τὰ πνευματικά, καὶ δὲν ἔχει καθόλου καιρὸ γιὰ τὰ ὑλικά».Ἦταν
ἀγαθὸς ὁ μοναχὸς αὐτὸς καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα ὄμορφα. Ὅ,τι εἶσαι αὐτὸ βλέπεις, ὅ,τι
ζητᾶς αὐτὸ βρίσκεις.
Η
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ
«Δόξα
εἰς τὸν Γολγοθᾶ τοῦ Χριστοῦ». Ὦ Θεῖε Γολγοθᾶ, ἁγιασμένε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ!
Σὲ παρακαλοῦμε, πές μας πόσες χιλιάδες ἁμαρτωλῶν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὴν
μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα καθάρισες καὶ γέμισες τὸν νυμφώνα τοῦ Παραδείσου; Ὦ! μὲ
τὴν ἀγάπη σου τὴν ἄρρητη, Χριστὲ Βασιλιά, μὲ τὴν Χάρη Σου ὅλα τὰ οὐράνια
παλάτια γέμισες ἀπὸ μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς. Σὺ καὶ ἐδῶ κάτω ὅλους ἐλεεῖς καὶ
σώζεις. Καὶ ποιὸς μπορεῖ ἀντάξια νὰ Σὲ εὐχαριστήση, ἔστω κι ἂν εἶχε Ἀγγελικὸ νοῦν;
Ἁμαρτωλοί, ἐλᾶτε γρήγορα. Ὁ Ἅγιος Γολγοθᾶς εἶναι ἀνοικτὸς καὶ ὁ Χριστὸς εὔσπλαχνος.
Προσπέσετε πρὸς Αὐτὸν καὶ φιλήσετε τὰ ἅγιά Του πόδια. Μόνον Αὐτὸς σὰν εὔσπλαχνος
μπορεῖ νὰ γιατρέψη τὶς πληγές σας! Ὤ, θὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς, ὅταν ὁ πολυεύσπλαχνος
Χριστὸς μᾶς ἀξίωση μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ καὶ καυτὰ δάκρυα νὰ
πλύνωμε τὰ πανάχραντά Του πόδια καὶ μὲ ἀγάπη νὰ τὰ φιλήσουμε! Τότε ὁ Χριστὸς εὔσπλαχνος
θὰ εὐδοκήση νὰ πλύνη τὶς ἁμαρτίες μας καὶ θὰ μᾶς ἄνοιξη τὶς πόρτες τοῦ
Παραδείσου, ὅπου μὲ μεγάλη χαρά, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀρχαγγέλους καὶ Ἀγγέλους,τὰ
Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, αἰώνια θὰ δοξάζωμεν τὸν
Σωτήρα τοῦ κόσμου, τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν
Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν Ὁμοούσιο καὶ ἀδιαίρετο Τριάδα.
Ἱερομόναχος
Τύχων - Ἅγιον Ὅρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου